ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΡΑΤΟΥΣ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Ἀνδρέας Κατράκης, ἐπ. ἀρεοπαγίτης

Πληθαίνουν, κατά τά τελευταία χρόνια, οἱ φωνές, γιά χωρισμό τοῦ Κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία, χωρίς, τίς περισσότερες φορές, νά ἐννοοῦν τήν ἀκριβῆ σημασία τοῦ ὄρου ΧΩΡΙΣΜΟΣ. Ἄλλωστε, ἀνέκαθεν ὑπῆρχε διάσταση ἀντιλήψεων, ὡς πρός τήν πραγματική ἔννοιά του.

Βασικό κριτήριο, γιά τήν ὀρθή ἀντιμετώπιση τοῦ θέματος, ἀποτελεῖ τό ἱστορικό γεγονός, ὅτι τό ἑλληνικό ἔθνος, κατά τή μακρόχρονη μεταχριστιανική ἱστορία του, εἶναι ταυτισμένο μέ τήν ὀρθόδοξη χριστιανική θρησκεία, καί ὅτι ὁ ἑλληνικός λαός, στή μεγάλη πλειοψηφία του, ἀσπάζεται τίς μεταφυσικές θέσεις τῆς χριστιανικῆς θρησκείας, βιώνοντας τίς, ἄλλο σέ μικρότερο καί ἄλλος σέ μεγαλύτερο βαθμό, σύμφωνα μέ τίς δοξασίες της.    

Ἕνας ἄλλος παράγοντας, πού πρέπει νά ληφθεῖ ὑπόψη γιά τόν προσδιορισμό τοῦ ὅλου ζητήματος, ἔχει σχέση μέ τίς ἔννοιες Κράτους καί Ἐκκλησίας.

Κράτος, στήν ἐπίσημη πολιτειολογική σημασία τοῦ ὄρου, εἶναι λαός ὀργανωμένος νομοθετικά σέ ἑνιαῖα δομή ἐξουσίας, τήν ἀσκεῖ μέ τούς νομίμως ἀπό αὐτόν ἐκλεγόμενους ἀντιπροσώπους. Μέ ἄλλα, Κράτος εἶναι ὁ ἴδιος ὁ λαός, πού ζεῖ ὀργανωμένα σέ ὁρισμένη ἐδαφική περιφέρεια. Ὑπάρχει δηλαδή ἐννοιολογική ταύτιση τῶν ὅρων «Κράτος» καί «λαός».

Ἀναλύοντας στή συνέχεια τόν ὄρο «Ἐκκλησία», παρατηροῦμε ὅτι κατά τήν ἐπίσημη ἐκκλησιολογική τοῦ ἔννοια, Ἐκκλησία δέν εἶναι τό σύνολο τῶν λειτουργιῶν της ἤ τῶν ἱερῶν ναῶν, ἀλλά ὅλος  ἀνεξαιρέτως ὁ λαός, ἤτοι τά ἄτομα, πού συγκροτοῦν τό πλήρωμα τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς Θρησκείας ὁρισμένης ἐδαφικῆς περιοχῆς.

Δηλαδή, ὁ ἴδιος ὁ λαός, πού συγκροτεῖ τήν ἔννοια τοῦ Κράτους, συγκροτεῖ καί τήν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας.

Ἐνόψει αὐτῶν τῶν δεδομένων, κατά τήν θεώρηση τοῦ ζητήματος χωρισμοῦ Κράτους – Ἐκκλησίας, δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθεῖ αὐτή ἡ πραγματικότητα.

Πρόκειται, συνεπῶς, γιά καίριο ζήτημα, τό ὁποῖο ἀφορᾶ ὄχι κυρίως τήν ἡγεσία τοῦ Κράτους, δηλαδή τήν ἑκάστοτε Κυβέρνηση ἤ τήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τήν Ἱεραρχία τῶν Ἐπισκόπων, ἀλλά τόν ἴδιο, πού ἀπαρτίζει τόσο τό Κράτος ὅσο καί τήν Ἐκκλησία, στήν οὐσιαστική του ὑπόσταση.

Κατ’ ἀρχήν, ὅταν μιλᾶμε γιά χωρισμό Κράτους – Ἐκκλησίας εἶναι σάν νά ζητᾶμε νά διχοτομήσουμε ἕνα καί τό αὐτό σῶμα. Ἔτσι, δέν εἶναι ὀρθό νά λέγεται, ὅτι ὁ χωρισμός αὐτός διαλαμβάνει, ὅπως ἐπιδιώκεται νά νοηθεῖ ἀπό ὁρισμένους θιασῶτες του, τήν ἀπαγόρευση διδασκαλίας τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν  στά σχολεῖα, τήν κατάργηση τῆς προσευχῆς σέ αὐτά, τήν ἀφαίρεση τῶν εἰκόνων τῶν ἁγίων ἀπό τούς δημόσιους χώρους, τήν ὁρκωμοσία τῶν δημοσίων ὑπαλλήλων ἤ ἄλλων κρατικῶν λειτουργῶν κατά τήν ἀνάληψη τῶν καθηκόντων τους, οὔτε τήν παρουσία τῶν προσώπων αὐτῶν κατά τίς ἐπίσημες θρησκευτικές ἑορτές, τήν ὕπαρξη τοῦ σταυροῦ στόν ἱστό τῆς σημαίας, τήν κατάργηση τῆς μισθοδοσίας τῶν κληρικῶν ἀπό τό δημόσιο ταμεῖο. Διότι, τόσο τά σχολεῖα, ὅσο καί οἱ ἄλλοι δημόσιοι χῶροι ἀνήκουν στό ἑνιαῖο καί ἀδιαίρετο σύνολο τοῦ λαοῦ, πού συγκροτεῖ τίς ἔννοιες Κράτους – καί Ἐκκλησίας, ἐνῶ ἀπό τήν ἑνιαία ἐξουσία τοῦ ἴδιου λαοῦ πηγάζουν καί οἱ λοιπές προαναφερόμενες ρυθμίσεις.

Μέσα ἀπό τίς ἴδιες ἀντιλήψεις τῆς ἐπιδιωκόμενης αὐτῆς κατάργησης, πού τήν ὀνομάζουν χωρισμό Κράτους – Ἐκκλησίας, φθάσαμε καί στή σημεῖο νά ὑποστηρίζεται ἀπό ὁρισμένα ἄτομα, ὅτι ἡ κατάργηση ἐπιβάλλεται, γιατί, ἀνεξάρτητα ἀπό ὅλους λόγους, πού δέν τούς προσδιορίζουν, θίγονται συνειδησιακά καί ὁρισμένες μειοψηφίες ἀλλοδαπῶν (μεταναστῶν κ.λ.π.), οἱ ὁποῖες δέν ἀσπάζονται τίς ἀρχές τῆς Χριστιανικῆς Θρησκείας, ἀλλά ἀκολουθοῦν τίς δοξασίες ἄλλης θρησκείας.

Δηλαδή, μία μικρή μειοψηφία ἀτόμων, ἀπαιτεῖ τήν αὐτοκατάργηση τῶν πολιτιστικῶν θέσεων τῆς πλειοψηφίας, κατά παράβαση τῆς γενικῶς ἰσχύουσας δημοκρατικῆς Ἀρχῆς, σύμφωνα μέ τήν ὁποία, ἡ πλειοψηφία καί ὄχι ἡ ὅποια μειοψηφία εἶναι ὁ ρυθμιστής τῶν κοινωνικῶν καί πολιτιστικῶν της βιωμάτων, χωρίς φυσικά ἐξ αὐτοῦ του λόγου νά θίγονται τά δικαιώματα καί τῆς μειοψηφίας, μέ τήν ἔννοια, εἰδικότερα, ἐν προκειμένω, ὅτι ἡ μειοψηφία εἶναι ἐλεύθερη νά διαβιώνει καί νά πρεσβεύει, κατά τίς θρησκευτικές της δοξασίες, μή ἀκολουθώντας τήν πλειοψηφία, ὄχι ὅμως καί νά ἀξιώνει τήν κατάργηση τῶν δοξασιῶν ἤ συνηθειῶν τῆς τελευταίας, ἐπειδή δέν συμφωνεῖ μέ αὐτές.

Πέρα ὅμως ἀπ’ ὅλα αὐτά, προβάλλει καί ἡ ἑξῆς παράμετρος, σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τή μειοψηφία τῶν μεταναστῶν (πρός τό παρόν τουλάχιστο, διότι, μέ τήν ὑπεργεννητικότητα πού τούς διακρίνει – ἰδίως τούς μωαμεθανούς – καί τήν ὑπογεννητικότητα τῶν ἡμεδαπῶν σέ λίγες δεκαετίες τά πράγματα θά ἀντιστραφοῦν).

Τούς δεχθήκαμε καί διαβιοῦν στή χώρα μας, ἐργαζόμενοι, χωρίς «νά ἀναλάβουμε» καί κάποια ὑποχρέωση, ὡς πρός τήν συμβατότητα τῶν πολιτιστικῶν τους γνωρισμάτων σέ σχέση μέ τά δικά μας πολιτιστικά βιώματα.

Ἔτσι, τό νά ἐπιδιώκει νά μεταβάλλουμε ἤ νά ἀσκοῦμε «μέ ἐπιφυλακτικότητα» τά δικά μας πολιτιστικά γνωρίσματα, γιά νά μή «στεναχωροῦνται» οἱ μετανάστες πού ἔχουν ἄλλες δοξασίες, ἀποτελεῖ, πέραν τῶν ἄλλων, καί μορφή ἀχαριστίας, γιά ὅ,τι πολύτιμό τους προσφέρει ἡ χώρα μας. Δέν πρέπει, ἀσφαλῶς, νά παραγνωρίζεται καί ἡ δική τους θετική ἐργασιακή συμβολή, στήν οἰκουμενική ζωή τῆς χώρας, αὐτή ὅμως δέν μπορεῖ νά «ἀνταλλάσσεται» μέ τήν ὅποια ὑποβάθμιση τῶν πολιτιστικῶν μας ἀξιῶν, πολύ περισσότερο ὅταν κανείς δέν τούς ἐμποδίζει, ὅπως προαναφέρεται, εἴτε νά διαβοῦν σύμφωνα μέ τά πολιτιστικά τους γνωρίσματα εἴτε, σέ περίπτωση πού δέν μποροῦν νά μᾶς «ἀνεχθοῦν» πολιτιστικά, νά ἐπιστρέψουν στή χώρα τους.

Καί ὅμως, ὅσο καί ἄν ἀκούεται περίεργο, ἔχουμε περιπτώσεις ἐκδήλωσης ἀσυμφωνίας αὐτῆς τῆς μορφῆς τόσο στή χώρα μᾶς ὅσο καί σέ ἄλλες χῶρες τῆς Εὐρώπης. Σημειώνω, ἐνδεικτικά, ὅτι στήν Ἰταλία, μουσουλμάνα μητέρα προσέφυγε σέ διοικητικό δικαστήριο, ἀξιώνοντας νά ἀφαιρεθοῦν ἀπό δημόσιο σχολεῖο – ὅπου φοιτοῦσε τό παιδί τῆς- ὁ σταυρός καί οἱ εἰκόνες τῶν ἁγίων, γιατί ὅπως ἰσχυρίστηκε, «προσβάλλεται» ἡ θρησκευτική συνείδηση τοῦ παιδιοῦ της. Κάτι ἀνάλογα συνέβη στήν Ἀγγλία καί τή Γερμανία.

Παρόμοιες «συνειδησιακές» φωνές ἀκούονται καί στή χώρα μας, κυρίως ἀπό ἡμεδαπούς, οἱ ὁποῖοι θέλουν, δῆθεν, νά «προστατεύσουν» τή θρησκευτική «συνείδηση» τῶν ἀλλοδαπῶν, στήν πραγματικότητα, ὅμως, ἐκφράζουν τό δικό τους ἀντιθρησκευτικό «πιστεύω», μέ ἄλλοθι τήν «προστασία» τῆς συνείδησης τῶν ἀλλοδαπῶν.    

Πρέπει νά ἐπισημανθεῖ ἰδιαίτερα, ὅτι ἡ ὀρθή θεώρηση τοῦ ζητήματος δέν ἐκφράζεται μέ τόν ὄρο «χωρισμός Κράτους – Ἐκκλησίας», ἀλλά ὡς προσδιορισμός καί διάκριση τῶν διοικητικῶν ἁρμοδιοτήτων τῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους, ἔναντι τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς διοικητικῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας ἤ διαφορετικά, ὡς «διοικητική σχέση Κράτους – Ἐκκλησίας» στήν ὀργανωτική της μορφή.

Μέ τήν ἐξειδίκευση ὑπό αὐτή τήν ἔννοια τοῦ ὅλου ζητήματος, ἀνακύπτουν ὁρισμένα ἐπί μέρους θέματα, σχετικά μέ τό βαθμό καί τήν ἔκταση τῆς παρέμβασης τῶν ὀργάνων τοῦ Κράτους – νομοθετικῶν, διοικητικῶν καί δικαστικῶν – σέ ζητήματα πού ἀφοροῦν τήν ἐν γένει βιωματικότητα τῆς Ἐκκλησίας, σέ σχέση πάντοτε καί μέ τήν ἁρμοδιότητα τῆς διοικητικῆς ἡγεσίας τῆς Ἐκκλησίας στά ἴδια ζητήματα, ὥστε νά κριθεῖ ἄν θίγεται καί σέ ποιό βαθμό ἡ αὐτονομία της.

Εἰδικότερα, τό ζήτημα ποῦ τίθεται εἶναι: Ἡ Διοικοῦσα Ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά εἶναι ἐλεύθερη νά ρυθμίζει τά θέματα ποῦ ἀφοροῦν τήν Ἐκκλησία ἤ πρέπει νά ἔχει τή σύμφωνη γνώμη τῶν ὀργάνων τῆς Πολιτικῆς Ἐξουσίας;

Τό ζήτημα εἶναι διφυές ἀπό τή φύση του: ἀφενός, ἡ Διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἀνεξάρτητος διοικητικός καί λειτουργικός φορέας, πρέπει νά ἔχει τήν δυνατότητα νά ρυθμίζει τά ζητήματα πού ἀφοροῦν τήν ὑπόσταση καί τή λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας, χωρίς ἐξωτερικές παρεμβάσεις, δεδομένου ὅτι εἶναι ὁ μόνος φορέας πού ἀπό τή φύση καί ἀποστολή τοῦ ἔχει αὐτήν τήν καταλληλότητα, καί ἑπομένως ἁρμοδιότητα.

Ἀφετέρου, ὡς ἐκ τοῦ προορισμοῦ της, ἡ Ἐκκλησία ὑπάρχει καί ἀναπτύσσει τή δράση τῆς μέσα στό ἴδιο κοινωνικό περιβάλλον, ὅπου τή γενικότερη νομοθετική καί διοικητική ἐποπτεία ἔχει ἡ Κρατική Ἐξουσία, γεγονός πού δέν εἶναι δυνατόν νά ἀγνοεῖται.

Τή χρυσή τομή στά θέματα αὐτά θέτει ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, στό ἄρθρο 4 τοῦ ὁποίου ὁρίζεται : «Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος ἀποφαίνεται ἐπί παντός ζητήματος ἀφορώντας εἰς τήν Ἐκκλησίαν», ἐνῶ στή συνέχεια προσδιορίζονται εἰδικότερα οἱ ἁρμοδιότητες, οἱ ὁποῖες ἀσκοῦνται τόσο ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, ὅσο, κατά περίπτωση, καί ἀπό τή Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο καί τίς ἐπί μέρους Συνοδικές ἤ Ἐκκλησιαστικές Ἐπιτροπές.

Ἐξάλλου, στόν ἴδιο Χάρτη ὁρίζεται πεδίο συνεργασίας (ἄρθ. 9, 10, 13, 14, 15), μεταξύ της Διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας καί φορέων τῆς Κρατικῆς Ἐξουσίας, ὅπως, ἡ παρουσία τοῦ Ὑπουργοῦ Ἐθνικῆς Παιδείας καί Θρησκευμάτων στίς συνεδριάσεις τῆς Ι.Σ.Ι. , γιά τήν ἐκλογή Ἀρχιεπισκόπου ἤ Ἐπισκόπων, ἡ ὁρκωμοσία τῶν λειτουργῶν αὐτῶν ἐνώπιόν του Προέδρου τῆς Δημοκρατίας καί ἀντίστοιχη δημοσίευση στήν ἜτΚ τῶν οἰκείων Διαταγμάτων, ἡ συμμετοχή δικαστικῶν λειτουργῶν σέ ὁρισμένες ἐκκλησιαστικές ἐπιτροπές μέ διαχειριστικό χαρακτήρα, ἐνῶ, ὡς ἐπιστέγασμα ὅλων τῶν ἁρμοδιοτήτων τῆς Διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας, ὁρίζεται ἡ ἄσκηση αὐτῶν τῶν ἁρμοδιοτήτων σύμφωνα μέ τούς νόμους τοῦ Κράτους. Συναφῶς, πρέπει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι δέν πρέπει νά θεωρεῖται ὡς παρέμβαση τῆς Κρατικῆς Ἐξουσίας στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἡ νομική δυνατότητα τῶν λειτουργῶν της νά προσφέρουν στά διοικητικά δικαστήρια, ὅπως ὅλοι οἱ Ἕλληνες πολίτες, γιά ζητήματα πού ἀναφύονται κατά τήν ἐφαρμογή τοῦ Καταστατικοῦ Χάρτη ἤ ἄλλων διοικητικῶν νόμων, πού φέρονται νά τούς θίγουν, ἀφοῦ ἡ δυνατότητα τῆς προσφυγῆς αὐτῆς ἀποσκοπεῖ στή δική τους προστασία.

Ὅλες αὐτές οἱ ρυθμίσεις καθώς καί ὅσες ἄλλες ἀναφέρονται στό Χάρτη ἤ ἄλλους διοικητικούς νόμους, δέν ἔχουν τή μορφή παρέμβασης τῆς Κρατικῆς Ἐξουσίας στά ἐσωτερικά ζητήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά εἶναι συνάρτηση τοῦ γεγονότος, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, οἱ Μητροπόλεις καί οἱ Ἐνορίες μετά τῶν ἐνοριακῶν Ναῶν, εἶναι, σύμφωνα μέ τόν Καταστατικό Χάρτη, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου καί μέ τήν ἰδιότητα αὐτή ἡ συμμετοχή ὀργάνων τοῦ Κράτους σέ ὁρισμένες διοικητικές διαδικασίες, πού ἀφοροῦν ἐκκλησιαστικά θέματα, δέν εἶναι ἀσύμβατη, σέ σχέση μέ τήν αὐτονομία καί αὐτοδιοίκηση τῆς Ἐκκλησίας.

Ἀνακόλουθο θά ἦταν, ἄν ὁ Καταστατικός Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶχε τή μορφή νόμου «νομοθετική κύρωση», ὅποτε ἡ Ἐκκλησία, στή νομική της μορφή, θά λογιζόταν ὡς ξένο σῶμα, στό πλαίσιο τῆς ἀγαστῆς συνύπαρξης ὅλων τῶν δημοσίων φορέων, πού λειτουργοῦν μέσα στήν ἴδια ἐπικράτεια καί ἀποτελοῦν ὑπόσταση ἑνός καί τοῦ αὐτοῦ λαοῦ.

Μέ τήν ἴδια συλλογιστική του ὀνομαζόμενου «χωρισμοῦ Κράτους – Ἐκκλησίας» - ἤτοι, τῆς πλήρους ἀνεξαρτητοποίησης τοῦ Κράτους ἀπό τήν Ἐκκλησία – ἡ Ἐκκλησία θά εἶχε τή μορφή καί θά λειτουργοῦσε ὡς σωματεῖο «ἰδιωτικοῦ δικαίου», κάτι πού δέν θά ἦταν σύμφωνο, προπαντός, μέ τήν ἐν γένει πνευματική καί κοινωνική της ἀποστολή, ὅπως αὐτή ἔχει διαμορφωθεῖ κατά τό μακρόχρονο διάστημα τῶν δύο χιλιετηρίδων ἀπό τήν ἵδρυσή της.

πηγές: http://enromiosini.gr/2BEDD9B0.el.aspx
http://orthodoxia-ellhnismos.blogspot.com/2010/09/blog-post_6571.html


Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:


Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης