Ο Κύριος κρίνεται από τον Πιλάτο


Ο Κύριος κρίνεται από τον Πιλάτο

Υπό Λεωνίδου Φιλιππίδου

Ο Λεωνίδας Ιω. Φιλιππίδης (1898-1973), θρησκειολόγος διεθνούς κύρους και ακτινοβολίας υπήρξε μια περίλαμπρη προσωπικότητα που προσέφερε πολλά στην Ορθόδοξο Εκκλη­σία και στην Ελληνική πολιτεία, υπηρετώντας κατά καιρούς σε διάφορες επιτελικές θέσεις. Διετέλεσε καθηγητής της Ιστορίας των θρησκευμάτων στην Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και πρύτανις τού Πανεπιστημίου (1965-66). Η βαθειά του ευσέβεια, ο πλούτος των γνώσεών του, η επιστημονι­κή του ευσυνειδησία, η γλωσσική του κομψότης και η ακαταπό­νητη φιλοπονία του καθρεπτίζονται στα πλούσιο συγγραφικό του έργο. Ήταν τόσο ακριβής στην επιστημονική του εργασία, ώστε ήταν ικανός για να ελέγξη μια πληροφορία να κάνη ειδικό ταξείδι στο εξωτερικό!

Το κείμενο που παραθέτουμε εδώ προέρχεται από το μνημειώδες και ανεπανάληπτο έργο του, «Ιστορία της εποχής της Κ. Διαθήκης εξ επόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής» (Αθήναι 1958, σελ. 976), σελ. 539-584. Από την αυστηρή καθαρεύου­σα το μεταφέραμε στην καθομιλουμένη, εξομαλύναμε κάπως την φράσι και το ελαφρώσαμε λίγο από παραπομπές και υποσημειώ­σεις. Περιδιαβάζοντας σ' αυτό ζούμε συγκινητικές στιγμές θαυ­μάζοντας το μεγαλείο τού πάσχοντος Μεσσία ανάμεσα στον μα­νιασμένο όχλο των Εβραίων και στον αιωρούμενο εδώ και 'κει καλό αλλά και συμφεροντολόγο Ρωμαίο ηγεμόνα.
 

Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης


 
 

Α' Η ΠΡΩΤΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ
 

Αφού ωδήγησαν oι Εβραίοι τον Ιησού στο πραιτώριο, όπου είχε την έδρα του ο Πιλάτος, «δεν μπήκαν σ' αυτό για να μη μολυνθούν, αλλά για να φάνε το πάσχα» (Ιω. 18,28). Θα μολύνονταν γιατί θα έμπαι­ναν σε περιοχή όπου υπήρχαν ένζυμα.

Ήταν περίπου η 6η πρωινή ώρα της Παρασκευής, 14ης Νισάν. Από την 6η απογευματινή ώρα της Παρασκευής άρχιζε η 15η Νισάν, η πρώτη ημέρα της επταήμερης εορτής τού Πάσχα, που τότε συνέπιπτε με Σάββατο. Αυτή την ημέρα και επί επτά ημέρες δεν επιτρεπόταν στους Εβραίους να τρώνε, ακόμη και να βλέπουν ένζυμο άρτο: «Θα θυσιάσης το πάσχα στον Κύριο τον Θεόν σου... Δεν θα φας κατ' αυτό ένζυμο. Επτά ημέρες θα τρως άζυμα... Δεν θα αντικρύσης ζύμη σ' όλη την περιοχή σου επί επτά ημέρες» (Δευτερ. 16,2-3). Σε περίπτωσι κατά την οποία μολύνονταν μπαίνοντας σε περιοχή ένζυμων ή με άλλο τρό­πο, δεν μπορούσαν να εορτάσουν το πάσχα παρά μετά από ένα μήνα, και κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις καθάρσεως.

Στο πραιτώριο μπήκε μόνο ο Ιησούς, όπως συμπεραίνεται καθα­ρά από το Ιωάν. 18,33. Πιθανώτατα θα τον παρέλαβαν οι στρατιώτες της φρουράς.

Ο ηγεμόνας πληροφορήθηκε τα καθέκαστα. Είχε λάβει πικράν πείραν από τον θρησκευτικό φανατισμό του όχλου. Γι’ αυτό, αφού έτσι το απαιτούσε η περίστασις, βγήκε εκείνος έξω προς αυτούς, για να μη θιγούν τα θρησκευτικά τους ήθη.

Ο Πιλάτος δεν μάθαινε πρώτη φορά για τον Ιησού εκείνη την στιγμή, διότι κατά την νυκτερινή σύλληψι του Ιησού από τους Εβραίους είχε λάβει ενεργό μέρος και οργανωμένο τμήμα στρατού, πράγμα που βέβαια ήταν σε γνώσι τού Πιλάτου και με την άδεια του, αφού ήταν προϊσταμένη αρχή κατοχής.

Αφού βγήκε από το πραιτώριο ο Πιλάτος και αφού είδε τον Ιησού που έφεραν εκεί, ερώτα τους Εβραίους: «Τι κατηγορία έχετε εναν­τίον αυτού του ανθρώπου»; (Ιω. 28,29).

Η ερώτησις ήταν επιβεβλημένη, διότι κατά το Ρωμαϊκό Δίκαιο, ο ηγεμόνας δεν μπορούσε να προχώρηση σε ανακριτική ενέργεια η δια­δικασία εναντίον κάποιου προσώπου, αν oι κατήγοροι δεν απάγγελλαν εναντίον του συγκεκριμένη κατηγορία. Αλλά τέτοια κατηγορία δεν εί­χαν απαγγείλει oι Εβραίοι εναντίον τού Ιησού, όπως συμπεραίνεται και από την σχετική σιωπή των δύο πρώτων συνοπτικών1.

Το ερώτημα του Πιλάτου ήταν φυσικώτατο και δεν αναμενόταν να προκαλέση δυσφορία. Εν τούτοις ο τρόπος με τον οποίο απάντησαν οι Εβραίοι δείχνει ότι εθίγησαν. Η απάντησίς τους παρουσιάζει κάποιο φόβο για ενδεχόμενη υπεκφυγή του Πιλάτου και εκβιασμό ώστε να αποφύγη την υπόθεσι. Ακόμη η απάντησίς τους προδίδει ύπαρξι οξύτη­τας από πριν στις σχέσεις του με τους Εβραίους. Με αυτές τις πραγμα­τικές και ψυχολογικές προϋποθέσεις οι Εβραίοι «αποκρίθηκαν και εί­παν σ’ αυτόν: Εάν αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα σου τον παραδί­δαμε» (Ιωαν. 18,30).

Η ιταμή αυτή απάντησις δεν ικανοποίησε τον Πιλάτο, διότι «κα­κοποιός» σήμαινε γενική και αόριστη κατηγορία που δεν εξέφραζε συγ­κεκριμένο αδίκημα. Εύλογα από αυτό συμπεραίνει ο Πιλάτος, όπως κα­ταφαίνεται και από την εν συνεχεία απάντησί του, ότι ο Ιησούς δεν εί­χε ακόμη δικασθή από τους φυσικούς του δικαστές. Αυτοί, είναι προ­φανές, ότι κατά την επαφή τους με τον Πιλάτο απέκρυψαν από αυτόν, σκοπίμως βέβαια, την διαδικασία ενώπιον τού Μεγάλου Συνεδρίου και την ενοχοποίησί του για θάνατο, όπως το συμπεραίνουμε από την ίδια εν συνεχεία απάντησί τού Πιλάτου. Και τούτο το έκαναν διότι η δίκη διεξήχθη πάνω σε θρησκευτική κατηγορία, δηλαδή επρόκειτο για ενδοεβραϊκή διένεξι η οποία δεν ενδιέφερε τον Πιλάτο και η οποία θα ματαίωνε την συνέχισι της διαδικαστικής επαφής μαζί του.

Έτσι εξηγείται και η απάντησις τού Πιλάτου: «Είπε λοιπόν σ’ αυ­τούς ο Πιλάτος· να τον λάβετε εσείς και κατά τον νόμον σας να τον κρί­νετε» (Ιωάν. 18,31) «αφού δηλαδή είναι «κακοποιός», γιατί τον ωδηγήσατε σε μένα; Δεν γνωρίζετε ότι εσείς έχετε δικαίωμα να ανακρίνετε και να δικάζετε τους ομοεθνείς σας, με βάσι τους δικούς σας νόμους; Λάβετε τον και δικάστε τον σύμφωνα με τον νόμο σας».

«Είπαν λοιπόν σ' αυτόν οι Ιουδαίοι˙ Σ' εμάς δεν επιτρέπεται να φονεύσουμε κανένα» (Ιωάν. 18,31), έχοντας προφανώς επίγνωσι, ότι είχαν εξουσία μέχρι του να θανατώνουν, αλλά τώρα τους είχε αφαιρεθή αυτή από τους Ρωμαίους. Αυτήν την εξουσία, το δικαίωμα να θανα­τώνουν, η ρωμαϊκή αρχή το είχε επιφυλάξει αποκλειστικό δικαίωμα για τον εαυτό της με το «δίκαιο του ξίφους».

Με την απάντησί τους αυτή οι Εβραίοι προδίδονται, χωρίς να το λένε σαφώς, ότι έχουν σχηματισμένη γνώμη για τον Ιησού, πως υπέ­πεσε σε έγκλημα που συνεπάγεται θάνατο. Ωστόσο δεν απεκάλυπταν ότι το έγκλημα αυτό είναι θρησκευτικού χαρακτήρος και ότι τούτο εκδι­κάσθηκε από το Συνέδριό τους. Αντίθετα, όπως φανερώνεται από την ερώτησι τού Πιλάτου, στον μεθεπόμενο στίχο, προς τον Ιησούν, «συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων;», οι Εβραίοι άφησαν την αόριστη κα­τηγορία ότι ο Ιησούς είναι «κακοποιός» γιατί κινδύνευσε να ματαιωθή η συνέχεια της επαφής τους με τον Πιλάτο και διεμήνυσαν στον Πιλάτο ή έβαλαν τον όχλο να φωνάζη ότι ο Ιησούς αντιποιείται βασιλικό αξίω­μα, υποπίπτει δηλαδή σε συγκεκριμένο έγκλημα. Αυτό το έγκλημα εμ­πίπτει στα πλαίσια τού Ρωμαϊκού Δικαίου και τιμωρείται με την ανώτα­τη των θανατικών ποινών, δηλαδή με την σταύρωσι.

Τόσο η απόκρυψις από τον Πιλάτο τού θρησκευτικού αδικήματος και της δίκης στο Συνέδριο, όσο και η με απότομη στροφή επινόησις πολιτικού αδικήματος αποσκοπούσε σε τούτο: στην οπωσδήποτε εξόντωσι τού Ιησού με σταύρωσι δια της ρωμαϊκής αρχής. Τούτο αποδει­κνύει και το σχόλιο που κάνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην απάντησί των Εβραίων. «σ' εμάς δεν επιτρέπεται να θανατώνουμε κανένα»: «Για να εκπληρωθή ο λόγος τού Ιησού που είπε δείχνοντας με ποιο θάνατο επρόκειτο να πεθάνη» (Ιωάν. 18,32).

Προβάλλοντας ενώπιον τού Πιλάτου την πολιτική κατηγορία της αντιποιήσεως βασιλικού αξιώματος, οι Εβραίοι προέβαιναν, με τρόπο πονηρό και καταχθόνιο, και σε ευθυγράμμισι της πολιτικής αυτής κατη­γορίας με την θρησκευτική κατηγορία που απαγγέλθηκε από το Συνέ­δριο για αντιποίησι από τον Ιησού μεσσιακής ιδιότητος με έννοια κο­σμική, με έννοια δηλαδή μεσσία ως κοσμικού βασιλέως. Έτσι στην μεν νυκτερινή δίκη τού Συνεδρίου τους που την απέκρυψαν από τον Πιλά­το, απέκρουσαν την μεσσιακή ιδιότητα τού Ιησού, τώρα δε τον παρου­σιάζουν ενώπιον τού Πιλάτου σαν ένοχο εγκλήματος προσβολής τού αυτοκράτορος, που στις επαρχίες συνήθως ετιμωρείτο με σταύρωσι.

Διαφαίνεται πλέον με ευκρίνεια η όλη πλεκτάνη, το όλο εβραϊκό σχέδιο και ο τελικός του σκοπός.

Σ' αυτό το σημείο ακριβώς προβάλλει η πρώτη παρανομία τού Πιλάτου. Έπρεπε να διαμαρτυρηθή στους Εβραίους, διότι αυτοί συνέλαβαν τον Ιησούν για πολιτικό έγκλημα, ενώ αρμόδια για την σύλληψι πολιτικού εγκληματία ήταν τα όργανα της ρωμαϊκής εξουσίας, και μάλιστα αν έπαιρναν εντολή από τον Ηγεμόνα. Βέβαια συμμετείχαν και Ρωμαίοι στρατιώτες στην σύλληψι τού Ιησού, αλλά όχι στο όνομα της ρωμαϊκής εξουσίας ή κατόπιν εντολής της. Συμμετείχαν σαν βοηθητικοί παράγοντες τού Μ. Συνεδρίου, που για θρησκευτική κατηγορία έδωσε εντολή συλλήψεως. Οι στρατιώτες εκλήθησαν σ' αυτό από το Μ. Συνέ­δριο.

Σύμφωνα με την μεικτή νομοθεσία που ίσχυε στην Παλαιστίνη, έπρεπε να τηρηθή κάποια τάξις προκειμένου για Εβραίο που κατηγορείτο για πολιτικό έγκλημα. Έπρεπε δηλαδή να τον καταγγείλουν οι Εβραίοι στην ρωμαϊκή αρχή. Έπειτα έπρεπε να εκδώση ο Πιλάτος έν­ταλμα συλλήψεως, εάν από πρόχειρη προανάκρισι επείθετο για το βά­σιμο της καταγγελίας. Έπρεπε να εκτελεσθή το ένταλμα αυτό από τα στρατιωτικά όργανα τού Ρωμαίου ηγεμόνος μετά από τυπική άδεια τού προέδρου τού Μ. Συνεδρίου. Και έπειτα να προχωρήση ο Πιλάτος στην εκδίκασι της υποθέσεως τού κατηγορουμένου, Εβραίου στο γένος και Ρωμαίου στην υπηκοότητα.

Αλλά ας συνεχίσουμε την αφήγησι στην φυσική αλληλουχία των φάσεων της.

Οι Εβραίοι δεν περιορίσθηκαν στην προς τον Πιλάτο κατηγορία τού Ιησού, ότι θεωρούσε τον εαυτό του βασιλέα των Ιουδαίων, κατη­γορία που συμπεραίνεται, όπως είπαμε, από την απάντησί τού Πιλάτου. Αλλά προχώρησαν. Προφανώς από φόβο μήπως ο Πιλάτος εκλάβη και αυτήν την Ιουδαϊκού περιεχομένου κατηγορία σαν ενδοϊουδαϊκή υπόθεσι, όπως και πραγματικά συνέβη. Όπως συμπεραίνεται από το χωρίο Ιωάν. 19,152 συνύφαναν και συνέκλωσαν μ’ αυτήν και άλλες δύο κατηγορίες. Αυτές αναφέρονταν σαφώς στην δημόσια τάξι και στο πρόσωπο τού Ρωμαίου αυτοκράτορος. Δηλαδή επρόκειτο για κατηγο­ρίες σαφώς πολιτικού περιεχομένου που συνεπάγονταν θάνατο, ώστε ο Πιλάτος να αναγκασθή να λάβη θέσι καταδικαστική απέναντι στον Ιησού. Έτσι συναποτελέσθηκε τριπλή κατηγορία πολιτικού περιε­χομένου. Γι' αυτήν μας πληροφορεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς, εξιστο­ρώντας πως μόλις έφεραν τον Ιησού στον Πιλάτο «άρχισαν να τον κα­τηγορούν, λέγοντας: Τούτον τον βρήκαμε να διαστρέφη και να αναταράζη το έθνος μας και να εμποδίζη να δίνουμε φόρους στον Καίσαρα και να λέη ότι είναι Χριστός βασιλεύς» (Λουκ. 23,2).

Δηλαδή κατηγόρησαν τον Ιησού ότι α) φέρνει αναταραχή στο Ιουδαϊκό έθνος, διασαλεύοντας την δημόσια τάξι, β) εμποδίζει τον λαό να πληρώνη τους νόμιμους φόρους στον αυτοκράτορα της Ρώμης και γ) θεωρεί τον εαυτό του σαν κεχρισμένο βασιλέα μας, σφετερίζεται δη­λαδή ιδιότητα, που ανήκει μόνο στον αυτοκράτορα, τον μόνο πραγματι­κό μας βασιλέα.

Την πρώτη κατηγορία κατά τού Ιησού, ότι παρακινεί τον λαό σε επανάστασι, επεξηγούν οι Εβραίοι πιο κάτω: «Ανασείει (=αναταράζει) τον λαό, διδάσκοντας σ' όλη την Ιουδαία. Άρχισε από την Γαλιλαία και έφθασε έως εδώ» (Λουκ. 23,5). Δεν αποσαφηνίζουν το περιεχόμε­νο της διδασκαλίας του. Σιώπησαν τον τρόπο της διδασκαλίας του. Υπογραμμίζουν την αναταραχή τού λαού, για να προσδώσουν στο αδί­κημα χαρακτήρα διασαλεύσεως της δημοσίας τάξεως. Και όπως εκφρά­ζονται, συναρτώντας την κατηγορία αυτή με την επόμενη, αποσκοπούν προφανώς στο εξής: στο να δημιουργήσουν στον Πιλάτο την εντύπωσι ότι η διδασκαλία τού Ιησού ήταν πολιτικού περιεχομένου, δηλαδή επα­ναστατική κατά της κυριάρχου ρωμαϊκής αρχής. Το ήξεραν καλά ότι μία διδασκαλία θρησκευτικού περιεχομένου δεν θα ενδιέφερε τον Πιλάτο και δεν θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς τους.

Η πρώτη αυτή κατηγορία ήταν κατά δύο τρόπους ψευδής: α) Διότι η διδασκαλία τού Ιησού δεν ήταν πολιτικού περιεχομένου και β) Διότι ο Ιησούς διδάσκοντας και θαυματουργώντας δεν «ανέσειε» τον λαό. Δεν απέβλεπε στο να εντυπωσιάση. Αντίθετα συνιστούσε αποφυγή θορύβου. Και ο ίδιος εξαφανιζόταν όταν αντιλαμβανόταν κο­σμοσυρροή. Όπου ο λαός εκδηλωνόταν, εκδηλωνόταν ενθουσιωδώς υπέρ τού Ιησού και εντελώς αυθόρμητα.

Η δεύτερη κατηγορία ήταν επίσης ψευδής.  Διότι τουναντίον ο Ιησούς συνιστούσε την πληρωμή των νομίμων φόρων στον Καίσαρα. Ακόμη είναι και κακοήθης η κατηγορία, διότι αυτή την σύστασι την είχε κάνει ο Ιησούς σ' αυτούς τους κατηγόρους του. Επομένως ψεύδονταν ενσυνείδητα. Και την είχε κάνει την σύστασι αυτή έντονα σε αντίκρουσι παγιδευτικής απόπειράς των, για να του αποσπάσουν αντί­θετη σύστασι. Συνεπώς διαστρέφουν τώρα την σχετική σύστασι τού Ιησού σε αρνητική, που ο Ιησούς με έμφασι είχε αποκρούσει. Αυτή η κακοήθεια αποτελεί επίτασι τού ψεύδους, εν γνώσει των βαρύτατων συνεπειών, που θα συνεπαγόταν τούτο όταν πιστευόταν.

Και η τρίτη κατηγορία ήταν όμοια ψευδής, διότι ο Ιησούς είχε αποκρούσει έντονα την απόδοσι σ' αυτόν της ιδιότητος κοσμικού βασι­λέως. Μιλούσε συνεχώς για βασιλεία τού Θεού ή για βασιλεία ουρα­νών και για τίποτε δεν λογάριαζε όλες τις βασιλείες της οικουμένης, με τις οποίες αντιδιέστελλε την δική του ουράνια θεϊκή βασιλεία. Και την νομιμοφροσύνη του απέναντι στην κυρίαρχη πολιτική εξουσία την είχε επιδείξει και με άλλο τρόπο, αλλά και με την ολοπρόθυμη θεραπεία τού δούλου τού εκατοντάρχου. Εκατόνταρχος εσήμαινε Ρωμαίος αξιωματι­κός της αυτοκρατορίας που έφερε πάνω του τα εμβλήματα τού αυτοκράτορος.

Γι’ αυτούς τους λόγους ο Πιλάτος είχε, όπως φαίνεται, άριστη ιδέα για τον Ιησού. Διότι μόνο στην εισήγησι τού Πιλάτου πρέπει να αποδοθή η μετά την ανάστασιν τού Ιησού επιμονή τού αυτοκράτορος Τιβερίου να τιμήση τον Ιησού. Την εποχή εκείνη που αναμειγνύονταν οι θρησκείες και οι θεοί, ο Τιβέριος επέμεινε να συγκαταριθμηθή και ο Ιησούς μεταξύ των θεών, εάν η σχετική παράδοσις αληθεύη3.

Από τα τρία άρθρα της πολιτικής κατηγορίας των Εβραίων εναν­τίον τού Ιησού, ο Πιλάτος προσέχει στο τρίτο, δηλαδή στην δήθεν αντιποίησι βασιλικού αξιώματος. Η κατηγορία αυτή ήταν πραγματικά η πιο βαρειά, διότι συμπεριλάμβανε τις δύο άλλες. Εάν αυτή αποδεικνυό­ταν αληθινή, οι άλλες δεν χρειάζονταν καμμία απόδειξι, σαν φυσικές συνέπειές της.

Όφειλε ο Πιλάτος τώρα να προχωρήση αμέσως στην ουσία της κατηγορίας, ακριβώς διότι, κατά την αντίληψι τού Δικαίου που και τότε ίσχυε «majestatis crimen omnium accusatorum complementum erat»4.

«Εισήλθε λοιπόν πάλι στο πραιτώριο ο Πιλάτος και φώναξε τον Ιησού και τού είπε, «συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων»; (Ματθ. 27,11).

Από την στιγμή αυτή κυρίως αρχίζει η ανάκρισις, προχωρεί δηλα­δή ο Πιλάτος στην ουσιαστική εξέτασι της κατηγορίας για να εξακρίβω­ση το βάσιμο ή αβάσιμό της και για να σχηματίση δικαστική γνώμη. Η αντιποίησις βασιλικού αξιώματος ήταν έγκλημα θανάσιμο. Γι' αυτό η ερώτησις τούτη τού Πιλάτου, έστω κι αν σκεφθούμε ότι ενέχει ειρωνεία ή αμφιβολία, είναι εν τούτοις βασική ερώτησις για να διαπιστωθή ή όχι το θανάσιμο έγκλημα που καταγγέλλεται.

«Αποκρίθηκε σ' αυτόν ο Ιησούς· «από μόνος σου συ το λες αυτό ή άλλοι σου το είπαν για μένα;» (Ιωάν. 18,34).

Ο Ιησούς δεν απαντά στο ερώτημα τού Πιλάτου, αλλά τού απευ­θύνει άλλο ερώτημα. Αυτό το κάνει, όχι γιατί δεν γνωρίζει τους κατηγό­ρους, αλλά γιατί ήθελε να ξεσκεπάση την πονηρή γνώμη των Ιου­δαίων, όπως παρατηρεί εύστοχα ο Ιερός Χρυσόστομος· για να αποσπά­ση δηλαδή από το στόμα τού Πιλάτου την ομολογία ότι οι Εβραίοι τον κατηγορούν για έγκλημα, για το οποίο ο ίδιος σαν υπεύθυνη εξουσία, σαν εκπρόσωπος τού Αυτοκράτορος, δεν είχε κανένα στοιχείο.

Με την ερώτησι δηλαδή αυτή ο Ιησούς απέδιδε στον Πιλάτο την μομφή: «Πού, σε ποια δικά σου αυθεντικά στοιχεία στηρίζεσαι και μου απευθύνεις τέτοια ερώτησι, αφού τέτοια δεν υπάρχουν και εν τοιαύτη περιπτώσει, επιτρέπεται να δίνης πίστι σε όσα ανεύθυνα και αναπόδεικτα σου καταγγέλλουν οι Εβραίοι, των οποίων άλλωστε γνωρίζεις τις διαθέσεις απέναντί σου»;

Γι' αυτό και η μομφή αυτή έθιξε τον Πιλάτο και σε ύφος ζωηρό, «αποκρίθηκε ο Πιλάτος· «μήπως εγώ είμαι Ιουδαίος; Το δικό σοι έθνος και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν σ' εμένα. Τι έχεις κάνει»; (Ιωάν 18,35). «Τι με ρωτάς; Μήπως εγώ είμαι Εβραίος, για να γνωρίζω τι έ­χετε μεταξύ σας; Οι ομοεθνείς σου και οι άρχοντες σου σε παρέδωκαν σε μένα; τι έκανες»;

Η απάντησις τού Πιλάτου ήταν φυσική. Προδίδει όμως την δυσ­φορία του, διότι έχει πάλι δοσοληψίες με τους Εβραίους, που τού ήταν τόσο αντιπαθείς. Η απάντησίς του και μάλιστα η ερώτησις προς τον Ιησού, «τι έκανες;» προδίδει ότι ο Πιλάτος από την προηγούμενη ερώτησι τού Ιησού, αντιλήφθηκε ότι ήταν ανυπόστατη η κατηγορία, και ζήτησε να μάθη από τον Ιησού τι έκανε, ώστε ν’ αποδώσουν σ’ αυτόν οι ομοεθνείς του τέτοια κατηγορία.

Επί πλέον η απάντησις τού Πιλάτου δείχνει και τα εξής: α) Ποτέ μέχρι εκείνη την στιγμή δεν έλαβε αφορμή η ρωμαϊκή αρχή να ασχοληθή με τον Ιησού ή να υποπτεύση ότι είναι επικίνδυνος στο κυρίαρχο κράτος. Για πρώτη φορά τώρα προσάγεται σε δίκη ο Ιησούς από τους ομοεθνείς του για τέτοια κατηγορία. Εν τω μεταξύ εγνώριζε ο Πιλάτος ότι οι Εβραίοι κάθε άλλο παρά νοιάζονταν για το ρωμαϊκό κράτος, ώστε να αναστατώνωνται δήθεν διότι θίγεται τούτο από τον Ιησού.

β) Ο Πιλάτος είναι αηδιασμένος από τους Εβραίους και με δυσ­φορία αντιμετωπίζει κατ’ ανάγκη την νέα αυτή ενόχλησί τους. Και

γ) Το περιεχόμενο της πολιτικής κατηγορίας το διατύπωσαν οι Εβραίοι και όχι η ρωμαϊκή αρχή.

Ο Ιησούς αντί να απαντήση αν είναι «βασιλεύς των Ιουδαίων» ή όχι, αρχίζει να επεξηγή στον Πιλάτο ποίου είδους είναι η βασιλεία του. «Η βασιλεία μου — λέει — δεν είναι επίγεια. Αν ήταν επίγεια, οι άν­θρωποί μου θα κατέβαλλαν κάθε προσπάθεια να μη παραδοθώ στους Εβραίους. Η βασιλεία όμως η δική μου δεν είναι από εδώ» (Ιωάν. 18, 36).

Ακούοντας αυτά τα λόγια ο Πιλάτος παραξενεύεται, γιατί ωστόσο ο Ιησούς κάνει λόγο για βασιλεία του. Προϋποθέτει λοιπόν τον εαυτόν του σαν βασιλέα. Έτσι έρχεται φυσική η ερώτησις τού Πιλάτου που ακολουθεί. Ζητεί ο Πιλάτος σαφή απάντησί από τον Ιησού, αν είναι βα­σιλεύς ή όχι. «Είπε λοιπόν σ' αυτόν ο Πιλάτος˙ Είσαι λοιπόν βασιλεύς»; (Ιωάν. 18,37).

Είναι χαρακτηριστική η διαφορά αυτής της ερωτήσεως τού Πιλά­του από αντίστοιχη προηγουμένη. Πιο πάνω ο Πιλάτος ερώτησε τον Ιησού: «Συ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων»; Τώρα όμως ερωτά: «Εί­σαι λοιπόν βασιλεύς»; χωρίς τον προσδιορισμό «των Ιουδαίων». Από αυτό φαίνεται καλά ότι τον παραξένεψε κάπως η φράσις που χρησιμο­ποίησε δύο φορές απαντώντας ο Ιησούς, «η βασιλεία η δική μου». Μ' αυτήν την φράσι ο ίδιος πια ο Ιησούς, όχι οι κατήγοροί του απέδιδε στον εαυτό του βασιλική Ιδιότητα.

Ο Ιησούς που αντιλήφθηκε από αυτή την ερώτησι ότι ο Πιλάτος παρά την διευκρίνησι που έγινε, δεν κατανόησε ακόμη την διαφορά ανάμεσα σε ουράνια και επίγεια βασιλεία, αλλά ακόμη τον ερωτούσε αν είναι βασιλεύς με κοσμική έννοια, απαντά: «Συ το είπες ότι εγώ είμαι βασιλεύς. Εγώ γι' αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήρθα στον κόσμο για να μαρτυρήσω την αλήθεια. Όποιος είναι από την αλήθεια, ακούει την φωνή μου» (Ιωάν. 18,37).

Δηλαδή: Όχι. Δεν είμαι. Συ λες ότι είμαι βασιλεύς. Εγώ το αρνού­μαι. Και ποτέ δεν ισχυρίσθηκα ότι είμαι βασιλεύς, τέτοιος βασιλεύς κοσμικός και επίγειος, όπως εσύ τον εννοείς.  Εγώ αντίθετα, μία αποστολή έχω σ' αυτήν την γη, και γι’ αυτήν ήρθα: Να κηρύξω την αλήθεια. Όσοι φλογίζονται από την επιθυμία να μη βρίσκωνται στην πλάνη, αυ­τοί με ακολουθούν, με ακούνε και δέχονται την διδασκαλία μου. Δεν εί­μαι λοιπόν βασιλεύς επίγειος, «δεν είμαι τέτοιος που εσύ υποπτεύεσαι» (Ιω. Χρυσόστομος), αλλά κήρυκας και διδάσκαλος της αλήθειας και πνευματικός ηγέτης όσων ποθούν και δέχονται διδασκαλία απαλλαγμέ­νη από σφάλματα και ψέματα, όπως ακριβώς είναι η αληθινή θεογνω­σία που εγώ διδάσκω.

Ο αραμαϊκός ιδιωματισμός «συ λέγεις» ή «συ είπας» έχει αρνη­τική σημασία. Υπογραμμίζει με έμφασι την προσωπική αντωνυμία «εσύ» σε αντίθεσι με την γνώμη τού ομιλούντος «εγώ». Γι’ αυτό ωμιλήσαμε πιο πάνω, στην αντίστοιχη απάντησι τού Ιησού στον αρχιερέα τού Μ. Συνεδρίου. Οι ερμηνείες που δόθηκαν από τον Wettstein (1751) και μετά, ότι η έκφρασις επιβεβαιώνει το ερώτημα, δεν ευστα­θούν. Αυτό φαίνεται ακόμη και από τα συμφραζόμενα. Αν ο Ιησούς βεβαίωνε ότι είναι βασιλεύς, με την έννοια που τον ερώτησε ο Πιλάτος, τότε δεν θάλεγε αμέσως προς τους Ιουδαίους: «Εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία βάσι για κατηγορία» (Ιωάν. 18,38). Δεν θα σχημάτιζε δηλαδή δικαστική συνείδησι για την απόλυτη αθωότητα τού Ιησού, συνείδησι που την κράτησε σ' όλη την υπόλοιπη διαδικασία.

Κατά το ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο η αρχή επιβάλλει την ποινή συγ­χρόνως με την ομολογία τού κατηγορουμένου, με την οποία επιβεβαιώ­νεται η διάπραξις τού αδικήματος. Δηλαδή η ομολογία τού κατηγορου­μένου είχε την πρώτη θέσι στα αποδεικτικά μέσα και καθιστούσε πε­ριττές τις άλλες αποδείξεις.

Την αρνητική έννοια τού αραμαϊσμού διευκρινίζει όχι μόνο η αντί­στοιχη έκφρασις στο χωρίο Λουκ. 22,71, αλλά και η αντίθεσις των εκ­φράσεων στο χωρίο Ματθ. 26,64, «συ είπας — πλην λέγω...» και η δήλωσις τού Πιλάτου προς τους Εβραίους στο χωρίο Μάρκ. 15,12, ότι αυτοί ονομάζουν τον Ιησού βασιλέα των Ιουδαίων— «τον οποίον εσείς λέγετε βασιλέα των Ιουδαίων».

«Λέγει σ' αυτόν ο Πιλάτος· τι είναι αλήθεια»; Και η ερώτησις αυτή μαρτυρεί ότι ήταν αρνητική η απάντησις τού Ιησού στο ερώτημα, αν ή­ταν βασιλεύς, διότι η απάντησις αυτή καθησυχάζει απόλυτα τον Πιλάτο και παύει πια ν' ασχολήται με την υποτιθεμένη βασιλική ιδιότητα τού Ιησού. Αντίθετα βλέποντας αυτός ότι έχει απέναντί του έναν διδάσκα­λο που ισχυρίζεται ότι ήρθε να κηρύξη την αλήθεια, τον ερωτά, «τι εί­ναι αλήθεια»; Η ερώτησις αυτή φανερώνει την εντύπωσι τού Πιλάτου, ότι ο Ιησούς ήταν ιδεολόγος που ερευνούσε άλλους κόσμους υψηλό­τερους. Η ερώτησις διακρίνεται περισσότερο για σκεπτικισμό παρά για επιθυμία γνώσεως, αφού αυτός που ρώτησε δεν περιμένει καν απάντη­σι, αλλά βγαίνει για να δώση τέλος στην υπόθεσι.

«Και αφού είπε αυτό βγήκε πάλι προς τους Ιουδαίους και τους λέ­γει· εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ενοχή» (Ιωάν. 18,38). Η δήλωσις αυτή τού Πιλάτου εκφράζει την δικαστική του συνείδησι. Είναι το πόρισμα της πρώτης ανακρίσεως τού Ιησού από τον Πιλάτο, αφ' ότου πείσθηκε απόλυτα για την αθωότητά του και το αβάσιμο των Ιου­δαϊκών κατηγοριών κατά τού Ιησού απέναντι στην ρωμαϊκή εξουσία. Από την έκφρασι «σ' αυτόν» δηλαδή στον Ιησού, συμπεραίνεται κα­θαρά ότι ο Πιλάτος βγαίνοντας από το εσωτερικό διαμέρισμα του πραιτωρίου, όπου είχε μπει για να ανακρίνη τον Ιησού, έβγαλε μαζί του έξω και τον Ιησού που τον έδειξε στο πλήθος των Εβραίων που ήταν έξω από το πραιτώριο.

Ακούοντας οι Εβραίοι αθώωσι και αντικρύζοντας τον Ιησού, δη­μιουργούν αληθινό πανδαιμόνιο. Εκτοξεύουν κατά τού Ιησού σωρεία από κατηγορίες, ενώ εκείνος σιωπά. «Και κατηγορούσαν αυτόν οι αρ­χιερείς με πολλές κατηγορίες» (Μαρκ. 15,3). «Και ενώ κατηγορείτο αυ­τός από τους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους δεν έδινε καμμία απόκρισι» (Ματθ. 27,12).

Ο Πιλάτος περιέρχεται σε δύσκολη θέσι. Και η ηρεμία τού Ιησού που σιωπά, ερχόμενη σε αντίθεσι με εκείνη την οχλοβοή, τον ενοχλεί. Απ' αυτό εξηγείται ότι «πάλι τον ερωτούσε ο Πιλάτος λέγοντας, «δεν δίνεις καμμία απόκρισι; δες πόσο πολύ σε κατηγορούν» (Μάρκ. 15,4), «δεν ακούς πόσο πολύ σε κατηγορούν» (Ματθ. 27,13). Έπρεπε φυσι­κά μετά την απαγγελία της κατηγορίας από τους κατηγόρους ν’ ακολουθήση η υπεράσπισις τού κατηγορουμένου. Και επειδή απουσιάζουν μάρτυρες υπερασπίσεως, προτρέπεται ο Ιησούς από τον Πιλάτο και προκαλείται έντονα να υπερασπίση τον εαυτό του. Ο Ιησούς όμως πα­ραιτείται από το να υπερασπίση τον εαυτό του και σιωπά. «Ο δε Ιησούς δεν έδωσε πια καμμία απόκρισι, ώστε να θαυμάζη ο ηγεμών υπερβολικά» (Ματθ. 27,14).

Οι Εβραίοι εν τω μεταξύ προσπαθούν με κραυγές να στηρίξουν την πολιτική κατηγορία. Σε αντίθεσι προς την απαλλακτική κρίσι τού Πι­λάτου, ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς είναι ένοχος. Συγκεκριμένα «επέμε­ναν και έλεγαν ότι αναταράσσει τον λαό και διδάσκει σ' όλη την Ιου­δαία· αφού άρχισε από την Γαλιλαία ήρθε ως εδώ» (Λουκ. 23,5).

Στο άκουσμα της Γαλιλαίος, ο Πιλάτος βρίσκει διέξοδο από την δύσκολη εκείνη θέσι στην οποία είχε περιέλθει. Αφού δηλαδή διεπίστωσε ότι ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος και ότι το αδίκημα που καταγγελλό­ταν είχε αρχίσει να διαπράττεται εκεί, τον στέλλουν αμέσως στον τε­τράρχη της Γαλιλαίας Ηρώδη τον Αντύπα με συνοδεία στρατιωτών, ενώ ακολουθούσαν και οι κατήγοροι με τον όχλο. Τον στέλλει στο μι­κρό ανάκτορο δίπλα στο πραιτώριο, όπου διέμενε ο Ηρώδης5, αφού ήρθε από την Γαλιλαία τις ημέρες εκείνες χάριν των εορτών. «Αφού δε άκουσε ο Πιλάτος Γαλιλαία, ρώτησε αν ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. Και αφού έμαθε ότι ανήκει στην εξουσία του Ηρώδη, τον έστειλε στον Ηρώδη, που βρισκόταν και αυτός στα Ιεροσόλυμα αυτές τις ημέρες» (Λουκ. 23, 6-7).

Η πράξις αυτή τού Πιλάτου επιβαλλόταν από τις διατάξεις τού ρωμαϊκού δικαίου περί ειδικής δικαστικής υποχρεώσεως των κατεχο­μένων λαών. Σύμφωνα μ' αυτές τις διατάξεις το αδίκημα έπρεπε να δι­κάζεται από τις τοπικές αρχές της περιοχής, όπου διαπράχθηκε ή όπου κατοικούσε ή από όπου καταγόταν ο κατηγορούμενος. Στην προκειμένη περίπτωσι ο Ιησούς, αν και γεννήθηκε στην Βηθλεέμ, εθεωρείτο ότι καταγόταν από την περιοχή των υποτιθεμένων γονέων του, δηλαδή την Ναζαρέτ, από την οποία και ωνομαζόταν Ναζαρηνός ή Ναζωραίος ή Γαλιλαίος. Και κατηγορείτο ότι άρχισε την επαναστατική του δράσι από την Γαλιλαία. Επομένως το αδίκημα έπρεπε δικονομικά να δικασθή από την τοπική αρχή τού τόπου όπου διαπράχθηκε, αφού ο τόπος ήταν συγχρόνως ο τόπος προελεύσεως τού κατηγορουμένου. Εάν δε διαπι­στωνόταν ότι πρόκειται για θανάσιμο έγκλημα, έπρεπε να τεθή κάτω από την ουσιαστική κρίσι της ρωμαϊκής αρχής.

Αν ο Πιλάτος απεφάσισε να στείλη τον Ιησού στον Ηρώδη από υπαγόρευσι της δικαστικής του συνειδήσεως για αρμοδιότητα λόγω κατοικίας τού κατηγορουμένου ή αν το έκανε απλώς για να αποφύγη το αδιέξοδο στο οποίο τον είχαν περιαγάγει οι Εβραίοι, δεν μπορούμε με βεβαιότητα να το πούμε. Πάντως είναι γεγονός ότι η ενέργειά του αυτή είναι ντυμένη με νομιμοφάνεια, αφού επέτρεψε στούς Εβραίους να εκτοξεύσουν νέες κατηγορίες κατά τού Ιησού. Θα μπορούσε βέβαια να την κλείση την υπόθεσι, μόλις πείσθηκε από την ανάκρισι τού Ιησού ότι είναι εντελώς αναίτιος των κατηγοριών που τού προσήψαν κατά την προσαγωγή του σ' αυτόν.

Αν έκλεινε τότε την υπόθεσι και αν έπαιρνε διοικητικά μέτρα για να καταστείλη τους εκβιασμούς τού εβραϊκού στοιχείου, θα βρισκόταν οπωσδήποτε κατά πάντα εν τάξει και προς την δικονομία και προς αυτή την έννοια της δικαιοσύνης. Τώρα όμως μετά την αθωωτική ετυμηγο­ρία υπαναχώρησε στούς εβραϊκούς εκβιασμούς, ταλαιπωρούσε έναν αθώο κατηγορούμενο δείχνοντας κάμψι, που πρόδιδε ότι είχε ανα­ποφασιστικότητα και διοικητική αδυναμία. Ακριβώς δε αυτά τα δύο εί­ναι τα κύρια χαρακτηριστικά της αντινομίας που εμφανίζει ο Πιλάτος στην προκειμένη υπόθεσι: Από το ένα μέρος ορθή κρίσις και από το άλλο μέρος αναποφασιστικότητα. Από το ένα μέρος πεποίθησις στην αθωότητα τού κατηγορουμένου και άφ' ετέρου παράδοσίς του για θανάτωσι, σαν να ήταν ένοχος. Ανάμεσα σ' αυτά τα δύο αντίθετα άκρα κινείται το εκκρεμές της αβουλίας του, και σ' αυτήν την κίνησι οφείλε­ται η ανάπεμψις τού Ιησού στον Ηρώδη, μετά την πεποίθησι που σχη­μάτισε και μετά την ομολογία για την αθωότητά του.

Στο σημείο αυτό τερματίζεται η πρώτη φάσις της λεγομένης «δίκης» τού Ιησού ενώπιον του Πιλάτου, ο οποίος ήδη σχημάτισε γνώμη για την αναιτιότητα η αθωότητα τού Ιησού.
 

Β'. Ο ΙΗΣΟΥΣ ΣΤΕΛΛΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΗΡΩΔΗ
 

Ανάμεσα στην πρώτη αυτή και στην δεύτερη φάσι της λεγομένης «δίκης» τού Ιησού ενώπιον τού Πιλάτου παρεμβάλλεται η ανάπεμψίς του προς τον Ηρώδη με την συνοδεία των κατηγόρων του.

Ο Ηρώδης αυτός ήταν ο Αντύπας, γυιός τού Ηρώδου τού Μεγάλου, τετράρχης της Γαλιλαίος και της Περσίας (4 π.Χ. - 39 μ.Χ.). Σύ­ζυγό του είχε λάβει την θυγατέρα τού βασιλέως Αρέτα Δ', την οποία ό­μως εκδίωξε γιατί ερωτεύθηκε την νύφη του Ηρωδιάδα, την σύζυγο του ομομήτριου αδελφού του Φιλίππου. Οι επιτιμήσεις τού Ιωάννου του Προδρόμου για την ανήθικη αυτή πράξι τού κόστισαν το κεφάλι, το οποίο αξίωσε να λάβη η θυγατέρα τού Φιλίππου και της Ηρωδιάδος Σαλώμη, με την εισήγησι της μητέρας της που εμαίνετο για τον έλεγχο του Ιωάννου.

Ολίγο μετά την εγκληματική αποκεφάλισι τού Προδρόμου, τάρα­ξε τον Ηρώδη η φήμη για την δράσι τού Ιησού «εν δυνάμει πολλή». Η εφιαλτική ψύχωσις που τον κατέτρυχε για το έγκλημα τού παρουσίαζε τον Ιησού σαν τον Πρόδρομο που αναστήθηκε εκ νεκρών. Για τον Ιησού θα είχε ασφαλώς πληροφορήσει τον Ηρώδη και η «Ιωάννα, γυ­ναίκα τού Χουζά, τού επιτρόπου τού Ηρώδου», μία από τις γυναίκες που θεραπεύθηκαν από τον Ιησού (Λουκ. 8,3). Την φοβισμένη εφιαλ­τική ψύχωσι τού Ηρώδη από την φήμη για τον Ιησού την φανερώνουν τα λόγια του: «Τον Ιωάννη εγώ τον αποκεφάλισα. Ποιος όμως είναι αυτός για τον οποίο ακούω τέτοια πράγματα»; (Λουκ. 9,9), «ο Ιωάννης που εγώ αποκεφάλισα αυτός αναστήθηκε» (Μάρκ. 6,16), «και ζητούσε να τον ιδή» (Λουκ. 9,9). Κατεχόταν από άγχος και από διάθεσι να εξοντώση τον Ιησού, ο οποίος και το εγνώριζε και χαρακτήρισε σαν «αλε­πού» τον Ηρώδη, στον οποίο παρήγγειλε ότι άφοβα συνεχίζει την δυ­ναμική του δράσι (Λουκ. 13,32 εξ.).

Από αυτά εξηγείται ότι «ο Ηρώδης σαν είδε τον Ιησού χάρηκε πολύ, διότι ήθελε από πολύ καιρό να τον ιδή, διότι άκουσε πολλά γι’ αυ­τόν. Και έλπιζε μήπως ιδή να κάνη κάποιο θαύμα» (Λουκ. 23,8). Από αυτά είναι προφανές ότι πρωτοαντικρύζοντας ο Ηρώδης τον Ιησού, ουδέ καν ενδιαφέρθηκε να μάθη τον λόγο για τον οποίο τον έφεραν μπροστά του με την συνοδεία τόσων Εβραίων αξιωματούχων και όχλου. Εδοκίμασε αντίθετα ζωηρή ικανοποίησι, διότι επί τέλους έβλεπε τον ακουστό Ιησού και θα μπορούσε να ιδή απ' αυτόν και κάποιο θαύ­μα. Γι' αυτό, πριν προλάβουν οι συνοδοί ν’ ανοίξουν το στόμα, «τού έ­κανε πολλές ερωτήσεις, αλλά αυτός δεν έδινε καμμία απόκρισι» (Λουκ. 23,9).

Ούτε απάντησι λοιπόν έδινε ο Ιησούς στις αλλεπάλληλες ερωτήσεις τού Ηρώδη, προφανώς για την προέλευσί του και την δράσι του ούτε έδειξε κάποιο θαυματουργικό σημείο της δυνάμεώς του για να ικανοποιήση την περιέργεια τού Ηρώδη, ο οποίος είναι φυσικό να έγι­νε έξω φρενών. Η σιωπή τού Ιησού γιγάντωνε το άγχος του, ανακι­νούσε τους εφιάλτες του και αφύπνιζε το φονικό του μίσος. Από την δυσμενή αυτή για τον Ιησού σκηνή έσπευσαν να επωφεληθούν οι συνοδοί τού Ιησού. «Στέκονταν oι αρχιερείς και οι γραμματείς και τον κατηγορούσαν έντονα» (Λουκ. 23,10). Εκβίαζαν έτσι τον Ηρώδη να σταματήση τις ερωτήσεις του, οι οποίες και έμεναν αναπάντητες και να προχωρήση στην ουσία των κατηγοριών, οι οποίες προφανώς θα ήταν αναμασήσεις των κατηγοριών εμπρός στο Μέγα Συνέδριο και στον Πι­λάτο, με υπογραμμισμένη την κατηγορία ότι αναταράζει τον λαό, αφού γι' αυτήν είχε γίνει η παραπομπή τού Ιησού στον Ηρώδη (Λουκ. 23, 6-7).

Ο Ηρώδης όμως δεν είχε πλέον ούτε διάθεσι ούτε ψυχραιμία να ανακρίνη και να δικάση. Έξαλλος εξετράπη με τους στρατιώτες της φρουράς του σε εξευτελιστικές πράξεις για να εξουθενώση τον Ιησού. Αυτό ήταν και υποσυνείδητη αντίδρασις τού αγχώδους πλέγματος συν­αισθημάτων φόβου και μίσους που είχε μέσα του κατά τού δυναμικού Ιησού και κατά τού εφιαλτικού φαντάσματος τού Προδρόμου. «Αφού δε τον εξουθένωσε ο Ηρώδης μαζί με τον στρατό του και αφού τον ενέπαιξε, φορώντας του μανδύα λαμπρό τον έστειλε πίσω στον Πιλά­το» (Λουκ. 23, 11).

Από την πληροφορία για «λαμπρό μανδύα» συμπεραίνουμε ότι ο μέχρι εξουθενώσεως εμπαιγμός συνίστατο στην απομίμησι της βασιλι­κής αμφιέσεως. Αυτό έγινε προφανώς από την επανάληψι εμπρός στον Ηρώδη της κατηγορίας ότι ο Ιησούς αντιποιείται βασιλικό αξίωμα. Εκτός από αυτόν τον εμπαιγμό, με τον οποίο ο Ηρώδης εξουδετέρωσε το άγχος που από πολύ καιρό τον συνείχε για τον Ιησού, ούτε ανάκρισι έκανε ούτε απόφασι εξέδωκε, αλλά απλώς, φαίνεται, διεμήνυσε στον Πιλάτο ότι δεν πρόκειται για σοβαρή υπόθεσι, πολύ δε περισσότερο για θανάσιμο έγκλημα.

Συνεπώς η παραπομπή τού Ιησού στον Ηρώδη για ανάκρισι από τον Πιλάτο, πράξις δικονομική, άσχετα αν προέβη σ' αυτήν από καθή­κον, από νομική ή δικαστική συνείδησι ή από πρόσχημα, κατέληξε σε χλευασμό τού κατηγορουμένου, πράγμα αντίθετο προς τους κανονι­σμούς της δικονομίας. «Έγιναν δε φίλοι ο Πιλάτος και ο Ηρώδης αυτή την ημέρα, γιατί προηγουμένως είχαν έχθρα μεταξύ τους» (Λουκ. 23,12).

Από αυτά μπορεί να φανή και τούτο, ότι η δικονομική νομιμοφά­νεια της ενέργειας τού Πιλάτου δεν ήταν απαλλαγμένη από διπλωματι­κότητα. Ακούοντας για Γαλιλαία, της οποίας ο Τετράρχης βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα χάριν της εορτής τού Πάσχα που πλησίαζε, άρπασε την ευκαιρία, για να προβή σε ενέργεια που θα κολάκευε τον Ηρώδη και θα υποβοηθούσε στην αποκατάστασι των σχέσεων μαζί του. Οι σχέσεις αυτές είχαν διακοπή εχθρικά, αφ' ότου ο Ηρώδης, εξωργισμένος ήδη εναντίον τού Πιλάτου για την σφαγή των Γαλιλαίων, την ώρα που σαν προσκυνητές θυσίαζαν στον ναό των Ιεροσολύμων, είχε δεχθή να μεταβιβάση στον αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβέριο, με τον οποίο συνδεόταν φιλικώτατα6, διαμαρτυρία των Εβραίων. Η διαμαρτυρία συνίστατο στο ότι ο Πιλάτος κατ’ επανάληψι προσέβαλλε το θρησκευ­τικό τους αίσθημα κατά τις ταραχές μετά από εκείνη την σφαγή. Ήδη με τις ενέργειες τού Πιλάτου οι σχέσεις με τον Ηρώδη αποκαταστάθη­καν.
 

Γ. Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΣΤΑΣΙΣ

Οδηγείται λοιπόν και πάλι ο Ιησούς με την ίδια συνοδεία των κα­τηγόρων του στον Πιλάτο προς το πραιτώριο, όπου ξετυλίγεται η δεύ­τερη φάσις της παραστάσεως τού Ιησού εμπρός του. Κατ’ αυτήν ο Πι­λάτος ενισχυμένος και από τον Ηρώδη στην πεποίθησι για την απόλυ­τη αθωότητα τού Ιησού, αναζητεί νέα διέξοδο. Προσπαθεί ν’ απολύση τον Ιησού με την ευκαιρία της εορτής που πλησίαζε. Αλλά ας αφήσου­με τις πηγές να ομιλήσουν για την εξέλιξι της υποθέσεως στη νέα της αυτή φάσι.

«Ο Πιλάτος αφού συνεκάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον λαό, τους είπε˙ «μου φέρατε τούτον τον άνθρωπον σαν ταραξία τού λαού, αλλά εγώ αφού τον ανέκρινα μπροστά σας, δεν βρήκα στον άν­θρωπο αυτό καμμία ενοχή. Αλλά ούτε κι ο Ηρώδης, γι' αυτό και μας τον ξανάστειλε. Δεν έχει διαπράξει τίποτε άξιο θανάτου» (Λουκ. 23,13-15). Ο Ευαγγελιστής Λουκάς διακρίνεται για τις ακριβείς εικόνες των αφηγήσεών του. Δεν ήταν μόνο στο πινέλλο αλλά και στην πέννα και στον λόγο ζωγράφος. Η ανώτερη εικόνα είναι πολύ χαρακτηριστική και διαφωτιστική τού όλου θέματος.

Ο Ιησούς στέλλεται πίσω στον Πιλάτο από τον Ηρώδη εξουθε­νωμένος με την συνοδεία των κατηγόρων του. Ο Πιλάτος συγκαλεί τους αρχιερείς, τους άρχοντες και τον λαό, δηλαδή τους κατηγόρους τού Ιησού, και ανακεφαλαιώνει όλα όσα έγιναν από τότε που προσάχθηκε ενώπιόν του, δηλαδή: την προσαγωγή, την κατηγορία, την ανά­κρισι ενώπιόν του, τις πρόσθετες κατηγορίες, την αποστολή στον Ηρώδη, το πόρισμα της δικής του έρευνας για την πλήρη αθωότητα του Ιησού και την συμφωνία του Ηρώδη προς αυτό το πόρισμα.

Από την τελευταία αυτή πληροφορία για τον Ηρώδη συμπεραί­νουμε ότι παρά τις έντονες κατηγορίες των αρχιερέων και των γραμμα­τέων κατά τού Ιησού στον Ηρώδη, παρά την προσωπική του προκατάληψι κατά τού Ιησού, για την οποία μιλήσαμε πιο πάνω και παρά την οργή του κατά τού Ιησού για την περιφρονητική του σιωπή στις επα­νειλημμένες ερωτήσεις που τού απηύθυνε, ο Ηρώδης σχημάτισε την γνώμη ότι ο Ιησούς δεν είναι ένοχος θανασίμου εγκλήματος, όπως ισχυρίζονταν oι κατήγοροί του. Αυτή την γνώμη του την γνώρισε στον Πιλάτο, όπως ο ίδιος το αποκαλύπτει στους κατηγόρους τού Ιησού. Πρέπει λοιπόν να δεχθούμε πως όταν ξανάστειλε ο Ηρώδης τον Ιησού στον Πιλάτο, απέστειλε ταυτόχρονα σ' αυτόν και ένα έμπιστο πρόσω­πο, με το οποίο μάλλον προφορικά — δεν αποκλείεται όμως και με γρα­πτό σημείωμα — τού διεμήνυσε για την αθωότητα τού Ιησού. Απο­κλείεται βέβαια να δεχθούμε ότι αυτό το μήνυμα το έστειλε ο Ηρώδης στον Πιλάτο με τους κατηγόρους τού Ιησού, οι οποίοι μανιασμένοι προς το θύμα τους θα δημιουργούσαν σκηνές όμοιες μ' εκείνες που προκάλεσαν εμπρός στον Πιλάτο για να τον εκβιάσουν.

Σ' αυτό το σημείο, που επιβεβαιώθηκε εκ μέρους αυτού τού Πι­λάτου με έμφασι η γνώμη του για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού, η οποία γνώμη είχε ήδη σχηματισθή και ανακοινωθή από την πρώτη φάσι της δίκης, θα έπρεπε να τερματισθή αυτή η δίκη, αφού δεν τερματί­σθηκε, όπως θα έπρεπε, στο τέλος της πρώτης εκείνης φάσεώς της. Παρά ταύτα επακολουθεί από μέρους τού Πιλάτου μία καταπληκτική πρότασίς του εις βάρος τού Ιησού, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεσι προς την δικαστική του συνείδησι και παρουσίαζε εκ νέου την αντινο­μία των ενεργειών τού Πιλάτου και την αιώρησι όπως στο εκκρεμές ανάμεσα στην ορθή κρίσι και στην ανεπίτρεπτη αναποφασιστικότητα, ανάμεσα στην δικαιοσύνη και στην αδικία. Να, η καταπληκτική πρότα­σίς του στους Εβραίους για τον Ιησού, ευθύς αμέσως μετά την για δεύτερη φορά κατηγορηματική ομολογία για την πλήρη αθωότητα του: «αφού λοιπόν τον βασανίσω, θα τον αφήσω ελεύθερο» (Λουκ. 23,16).

Αυτή η ίδια η πρότασις περιέχει δύο ενέργειες που αποκλείουν η μία την άλλη και παρουσιάζουν την αντινομία: Εάν ο Ιησούς πρέπει να απολυθή λόγω αθωότητος, γιατί να τιμωρηθή; Εάν πάλι είναι ένοχος, γιατί ν' απολυθή; Είναι προφανές ότι στην δικαστική συνείδησι τού Πι­λάτου κυριαρχεί απόλυτα η ανεπιφύλακτη κρίσις και πεποίθησις για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού και ως εκ τούτου ο Πιλάτος έκλινε στο να απολύση τον Ιησού.

Από την απροσδόκητη πρότασι για τιμωρία τού  Ιησού και από το γεγονός ότι δεν τον απολύει αμέσως με σύγχρονη αποπομπή των κατη­γόρων του, όπως έπραξε ανδρικώτατα σε μεταγενέστερο χρόνο σε όμοια περίπτωσι τού Παύλου ο ανθύπατος της Αχαΐας Γαλλίων (Πράξ. 18,12-17), βγαίνει το εξής συμπέρασμα: Ένα συναίσθημα ήταν αντίρροπο στην ορθή για τον Ιησού κρίσι και ανταγωνιζόταν την απόφασι του Πιλάτου για απόλυσι, υπολόγιζε δηλαδή με φόβο τον εβραϊκό ανα­βρασμό. Αυτό οφειλόταν στην έλλειψι ισχυράς θελήσεως, η οποία είχε ατονήσει από τις επανειλημμένες κατά τού Πιλάτου εξεγέρ­σεις του εβραϊκού όχλου και από την υπονόμευσί του από τους Εβραίους στον αυτοκράτορα.

Αντίθετα φέρθηκε ο Γαλλίων. Όταν oι Εβραίοι, έξαλλοι για την δράσι τού Παύλου στην Κόρινθο, που προσείλκυσε στον Χριστό τα πλήθη και τους άρχοντές τους, τον συνέλαβαν, ο Γαλλίων, πριν ακόμη ανοίξη το στόμα του ο Παύλος, τους είπε: «Εάν επρόκειτο για πολιτικό αδίκημα, θα το ανεχόμουνα, αλλά για εσωτερικές σας διαφορές «εγώ δεν θέλω να είμαι δικαστής», «και τους έδιωξε από το δικαστήριο». Τό­τε με μανία oι Έλληνες άρχισαν να δέρνουν τον αρχισυνάγωγο Σωσθένη εμπρός στον Γαλλίωνα, «και καθόλου γι’ αυτά δεν ενδιαφερόταν ο Γαλλίων». Αυτή είναι η νόμιμη στάσις Ρωμαίου ηγεμόνος, εντελώς αν­τίθετη μ’ εκείνη τού Πιλάτου, ο οποίος λέγει στους Εβραίους και στον όχλο:

«Αφού λοιπόν και εγώ κατόπιν ανακρίσεως τού Ιησού ενώπιον σας τον βρίσκω αθώο από τις αποδιδόμενες σ’ αυτόν κατηγορίες, το ίδιο και ο Ηρώδης, όπου έστειλα και σάς για να παρουσιάσετε μπροστά του τις κατηγορίες σας, αφού επομένως τίποτε δεν διέπραξε ο Ιησούς που να συνεπάγεται την θανάτωσί του, ας τον απολύσω, αφού προη­γουμένως τον μαστιγώσω» (Λουκ. 23,14-16).

Εδώ δεν πρόκειται για την μαστίγωσι που συνηθιζόταν στους Εβραίους, αλλά γι’ αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι η οποία ή­ταν πριν από τον θάνατο και πριν από την σταύρωσι τιμωρία που επέ­τεινε τον ατιμωτικό χαρακτήρα της σταυρικής ποινής. Γι’ αυτό η απροσδόκητη δήλωσις τού Πιλάτου, ότι θα μαστιγώση τον Ιησού, κα­θώς ακουόταν από τους Εβραίους, κάτω από τα όμματα των οποίων oι ρωμαϊκές αρχές κατοχής προέβαιναν σε εκτελέσεις σύμφωνα με το δι­κό τους Δίκαιο, αποτελούσε προοίμιο της επιτυχίας τους στην προσπά­θεια να σταυρωθή ο Ιησούς. Ήταν σαν να προεγγυάτο την πορεία των πραγμάτων προς την σταύρωσι.

Καθώς προχωρούσαν με επιτυχία oι καταχθόνιες προσπάθειές τους, η πρότασις τού Πιλάτου που ευθύς επακολούθησε για απόλυσι τoυ Ιησού λόγω διαπιστωμένης αθωότητάς του, αποτελούσε παλινδρόμησι τού Ρωμαίου ηγεμόνος, η οποία τους εξαγρίωσε. Προκάλεσε, όπως το δείχνει η συνέχεια, οξεία αντίδρασι. Και αρπάζουν αυτοί την υπόσχεσι τού Πιλάτου για μαστίγωσι τού Ιησού, αλλά αποκρούουν την απόλυσι τού θύματος. Ο τρόπος τους ήταν τόσο ιταμός και απόλυτος, ώστε το εκκρεμές τού χαρακτήρα τού Πιλάτου, που αιωρείτο μεταξύ της ορθής του κρίσεως και υγιούς δικαστικής συνειδήσεως άφ' ενός και της άβουλης και φοβισμένης υποχωρητικότητάς του άφ’ ετέρου, να χά­ση τον ένα από τους δύο πόλoυς του, και σαν μόνη διέξοδος να απομείνη η υποχώρησίς του. Υποχώρησις στην αξίωσι των Εβραίων να εξοντωθή ο Ιησούς. Οι Εβραίοι αγωνίζονται να επιδράσουν πάνω στον Πι­λάτο με τόσο καταπιεστικό τρόπο, ώστε να πνίξη την φωνή της συνει­δήσεώς του και παρά συνείδησι να παραδώση τον Ιησού για θανάτωσι.

Η ευθύνη δεν ήταν ολοκληρωτικά δική τους. Με την υποχωρητι­κή του προθυμία να μαστιγωθή ο αθώος Ιησούς, ο Πιλάτος έρριξε ο ίδιος το κέντρο τού βάρους του προς την πλευράν της αθωοκτονίας. Μέχρι εκείνη την στιγμή και στις δραματικές σκηνές που θα ακολουθή­σουν τον έπνιγε, αλλά μάταια, η φωνή της συνειδήσεώς του.

Επίσης από τα συμφραζόμενα και ιδιαίτερα από την απόλυσι που πρότεινε, φαίνεται καθαρά ότι ο Πιλάτος προτείνοντάς την δεν εννοού­σε απόλυσι ανθρώπου που δικάσθηκε και αθωώθηκε και επομένως οφείλει ν’ απολυθή χωρίς άλλη διατύπωσι, όπως το αξίωνε και η δικα­στική του συνείδησις. Όχι. Αλλά στο μυαλό του αναδύθηκε εκείνη τη στιγμή ένα έθιμο, που κάθε έτος λάβαινε χώρα και το όποιο μπορούσε να εφαρμοσθή και στον Ιησού, εάν ήθελαν οι Εβραίοι. Η επιλο­γή τούτου ή εκείνου τού προσώπου για εφαρμογή τού εθίμου εξηρτάτο από την θέλησί τους. Επρόκειτο για το έθιμο της ρωμαϊκής αρχής ν’ απολύη κατά την εορτή τού Πάσχα έναν από τους δεσμίους Εβραίους, όποιον αυτοί θα ζητούσαν ονομαστικά.

Με την σκέψι του αυτή ο Πιλάτος να επικαλεσθή το εν λόγω έθι­μο για την απόλυσι τού Ιησού, τον συγκαταριθμούσε ανάμεσα στους δέσμιους που έπρεπε να απολυθούν υπό όρον. Έτσι έπαυε πλέον ο Ιησούς να είναι στα μάτια των Εβραίων αυτός που δικάσθηκε, που αθωώθηκε από ρωμαϊκό δικαστήριο και που δικαιούται ν’ απολυθή ά­νευ όρων. Αντίθετα είναι πια ο δέσμιος, αυτός που ενδέχεται ν’ απολυ­θή, εάν και έφ' όσον το ήθελαν οι Εβραίοι. Τυπικά η απόλυσις τού δεσμίου γίνεται από τον Πιλάτο, και ουσιαστικά από τους Εβραίους. Έτσι ο Ιησούς κατεβάζεται απ’ αυτόν τον ρωμαίο δικαστή από το ύψος τού αθώου που δικαιούται ν’ απολυθή, στο επίπεδο των κρατουμένων κα­κοποιών, και γίνεται ένας απ’ αυτούς συνδεσμώτης και συγκροτούμε­νος χωρίς λόγο.

Στην πρότασι τού Πιλάτου, «παιδεύσας ουν αυτόν απολύσω» (Λουκ. 23,16), ο ρηματικός τύπος «απολύσω» δεν είναι μέλλοντας ορι­στικής — θα απολύσω — αλλά αόριστος υποτακτικής — ας απολύσω, να απολύσω. Όπως αναφέρθηκε, ο Πιλάτος βάσει εθίμου που επεκράτη­σε ώφειλε ν' απολύση έναν από τους δέσμιους, λόγω της εορτής τού Πάσχα που πλησίαζε, αλλά ποιόν απ’ αυτούς θα απέλυε, ποιο συγκεκρι­μένο πρόσωπο θα επιλεγόταν, ήταν προνόμιο των Εβραίων, εκχωρη­μένο σ' αυτούς από την ρωμαϊκή αρχή. Τούτο φαίνεται καθαρά από τις αφηγήσεις των δύο πρώτων συνοπτικών. «Κατά την εορτή ήταν συνή­θεια ο ηγεμών ν' απολύη χάριν τού λαού ένα δέσμιο, όποιον ήθελαν» λέγει ο Ματθαίος (27,1 5). «Κατά την εορτή απέλυε για χάρι τους έναν δέσμιο, όποιον ζητούσαν» λέγει ο Μάρκος (1 5,6). Το ίδιο φαίνεται και στις αφηγήσεις των δύο υπολοίπων ευαγγελιστών.

Το έθιμο τούτο ήταν εβραϊκό και υπήρχε από παλαιά για να θυμίζη την απελευθέρωσι των Εβραίων από την δουλεία της Αιγύπτου. ΟΙ Ρωμαίοι που το βρήκαν το σεβάσθηκαν. Έτσι ασκούσαν στο εξής αυτοί το δικαίωμα της απολύσεως, αφήνοντας στους Εβραίους το προνόμιο να διαλέξουν τον απολυτέο κατά απόλυτη αρέσκειά τους. Το ότι ο Πιλά­τος σκεπτόταν να προσφυγή στο έθιμο, για να επιτύχη έτσι την απόλυσι τού Ιησού, φαίνεται καθαρά από την συνέχεια της σκηνής: «Ο Πιλά­τος αποκρίθηκε σ' αυτούς λέγοντας (Μάρκ. 15,9)· υπάρχει συνήθεια σε σάς να απολύσω προς χάριν σας έναν το Πάσχα; (Ιωάν. 18,39α). Θέλετε λοιπόν (Ιωάν. 18,39β) να απολύσω αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων»; (Μάρκ. 15,9β, 12).

Ενώ στην αρχή υπόμνησε ο Πιλάτος το έθιμο στους Εβραίους χωρίς ν' αναφέρη όνομα δέσμιου και ενώ αυτοί, μόλις το θυμήθηκαν, αξίωσαν την εφαρμογή του, στο εξής αναγκάζεται ο Πιλάτος να προτείνη συγκεκριμένα την απόλυσι τού Ιησού, αποκαλύπτοντας έτσι, κάτω από την πίεσι της δικαστικής του συνειδήσεως την σκέψι του και την πρόθεσί του. Και δεν αναφέρει το όνομα τού Ιησού, παρά μόνο τον τί­τλο, που oι ίδιοι απέδιδαν σ' αυτόν: «αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιουδαίων». Ο ίδιος ο Ιησούς ποτέ δεν απέδωσε στον εαυτό του τέτοιο τίτλο. Γι’ αυτό και ο Πιλάτος είχε αποφανθή για τον Ιησού ότι είναι αθώος ως προς αυτήν την κατηγορία.

Και η τωρινή πρότασις τού Πιλάτου για απόλυσι τού Ιησού πα­ρουσιάζει και πάλι ότι η δικαστική του συνείδησις είχε πλήρη βεβαιότητα για την αθωότητά του. Η δικαστική του συνείδησις είχε διαπιστώσει και το πραγματικό ελατήριο των εβραϊκών ενεργειών. Τούτο μας το αποκαλύπτει η χαρακτηριστική πληροφορία των δύο πρώτων Ευαγγελιστών: «Διότι εγνώριζε ότι τον παρέδωσαν από φθόνο» (Ματθ. 27,18). «Διότι εγνώριζε ότι από φθόνο τον είχαν παραδώσει oι αρ­χιερείς» (Μαρκ. 15,10).

Συνειδητοποιήθηκε λοιπόν στον Πιλάτο το γεγονός ότι oι κατηγο­ρίες εναντίον τού Ιησού ήταν προσχήματα και επινοήσεις για συγκάλυψι τού φθόνου της εβραϊκής ηγεσίας. Ο φθόνος της υπήρξε το μοναδι­κό της ελατήριο στην αμείλικτη προσπάθειά της να εξοντώση τον Ιησού. Το συμπέρασμα αυτό της δικαστικής ευθυκρισίας τού Πιλάτου συμφωνεί πλήρως προς την γραμμή τού εξοντωτικού φθόνου. Αυτή η γραμμή διήκει δια μέσου όλων των γεγονότων και την διαπιστώσαμε σε ό,τι στην αρχή τού παρόντος κεφαλαίου ωνομάσαμε, «Τα προδρομι­κά γεγονότα τού δράματος»7. Με αυτή τη γραμμή τού φθόνου που διήκει δια μέσου αυτών των γεγονότων ευθυγραμμίζεται τώρα το πό­ρισμα της δικαστικής έρευνας του Πιλάτου, που συνάγεται από την όλη κίνησι κατά τού Ιησού.

Αλλά ας παρακολουθήσουμε την συνέχεια.

Σαν πρότεινε ο Πιλάτος να απολυθή αυτός που οι Εβραίοι τον ωνόμαζαν «βασιλέα των Ιουδαίων», δημιουργήθηκε, φαίνεται, μεγάλη αναταραχή. Αυτό δεν αναφέρεται στις πηγές, οι οποίες σ' αυτό το ση­μείο παρουσιάζουν κενό, αλλά συμπεραίνεται με βεβαιότητα από την συνέχεια της διηγήσεως. Η αναταραχή συνίστατο στο εξής: Από το έ­να μέρος η εβραϊκή ηγεσία και μερικοί από τον όχλο σφύριζαν ο ένας στον άλλο το όνομα τού φυλακισμένου Βαραββά κι άρχιζαν να φωνά­ζουν δυνατά και να κραυγάζουν σαν σύνθημα αυτό το όνομα, όπως συμβαίνει στις διαδηλώσεις, με την αξίωσι ν' απολυθή. Έτσι οι πηγές δίνουν αμέσως την εξήγησι ποιος ήταν ο Βαραββάς, που τ' όνομά του για πρώτη φορά ακούεται ανάμεσα στα γεγονότα: «Είχαν τότε έναν ονομαστό φυλακισμένο που λεγόταν Βαραββάς (Ματθ. 27,16). Ήταν δε ο λεγόμενος Βαραββάς στην φυλακή μαζί με τους στασιαστές, που κατά την στάσι είχαν διαπράξει φόνο (Μάρκ. 15,7). Ήταν φυλακισμέ­νος για στάσι που έγινε στην πόλι και για φόνο (Λουκ. 23,19). Ήταν δε ο Βαραββάς ληστής» (Ιωάν. 18,40). Από το άλλο μέρος οι περισσότε­ροι από τον όχλο αξίωναν ν' απολυθή ο Ιησούς, όπως φαίνεται καθαρά από την πιο κάτω πληροφορία, ότι οι Εβραίοι ηγέτες κατέβαλαν πολλή προσπάθεια για να μεταστρέψουν το υπέρ τού Ιησού λαϊκό ρεύμα και να μεταπείσουν τους όχλους να ζητήσουν την απόλυσι τού Βαραββά.

Ο Πιλάτος βρέθηκε απέναντι σ' αυτά τα δυο ρεύματα τού όχλου, που συνωθούνταν εμπρός στο πραιτώριο. «Ενώ λοιπόν αυτοί ήταν συγκεντρωμένοι, είπε σ' αυτούς ο Πιλάτος· «ποιον θέλετε να σάς απο­λύσω, τον Βαραββά ή τον Ιησού που ονομάζεται Χριστός»; (Ματθ. 27,17). Αλλά πριν λάβη απάντησι, παρεμβάλλεται ξαφνικά μια σκηνή που διακόπτει την συνέχεια, δηλαδή το

ΜΗΝΥΜΑ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ: Οι Ρωμαίοι κρατικοί υπάλληλοι συνήθιζαν να παίρνουν μαζί τους σ' όποια επαρχία αποστέλ­λονταν τις γυναίκες τους, όπως συμβαίνει και σήμερα. Ήταν λοιπόν φυ­σικό και για τον Πιλάτο να πάρη μαζί του την γυναίκα του την Κλαυδία Πρόκλα, από την Καισαρεία όπου έμενε μ' αυτήν, στην Ιερουσαλήμ. Ο Πιλάτος είχε έρθει στην Ιερουσαλήμ για να εποπτεύη πιο άμεσα την τάξι κατά την εορτή. Ας σημειωθή μάλιστα ότι η σύζυγός του που κατ’ αρχήν ήταν ειδωλολάτρις, είχε γίνει Ιουδαία προσήλυτος και άνηκε στις «σεβόμενες και καλής τάξεως γυναίκες» (Πράξ. 13,50), δηλαδή στην κατηγορία εκείνη των προσηλύτων, που ωνομάζονταν «οι φοβού­μενοι τον Θεό» ή «σεβόμενοι προσήλυτοι» ή απλώς «οι σεβόμενοι». Γι’ αυτό λέγεται ότι ο Πιλάτος είπε γι' αυτήν ότι «θεοσεβής έστι και μάλ­λον ιουδαΐζει»8.

Στην κρίσιμη λοιπόν εκείνη στιγμή, προτού απαντήσουν oι Εβραίοι στο ερώτημα τού Πιλάτου, «ενώ αυτός καθόταν στην δικαστι­κή έδρα, τού έστειλε η σύζυγός του μήνυμα και τού έλεγε, «μη κάνης τίποτε σ' εκείνον τον δίκαιο και αθώο, γιατί πολύ υπέφερα σήμερα στο όνειρό μου εξ αίτιας αυτού» (Ματθ. 27,19).

Ας μη λησμονούμε ότι ήταν πρωί, λίγο μετά την ανατολή τού ή­λιου. Η αρχόντισσα μόλις ξύπνισε άκουσε, φαίνεται, τον θόρυβο έξω από το πραιτώριο. Ή ρώτησε το προσωπικό και έμαθε ότι δικάζεται ο Ιησούς. Ή, όπως ίσως πρέπει να συμπεράνουμε από την λέξι «εκεί­νον», παρατήρησε μέσα από το πραιτώριο όσα συνέβαιναν έξω, και πε­ρίτρομη από κάποιο όνειρο, που ακριβώς αναφερόταν στον δικαζόμενο Ιησού που ο Πιλάτος είχε μπροστά του, απέστειλε αμέσως μήνυμα στον Πιλάτο ν' απομακρυνθή από κάθε ενέργεια εναντίον τού Ιησού.

Ποιο ήταν το περιεχόμενο τού ονείρου, από πουθενά δεν συμπε­ραίνεται. Από την πληροφορία αυτή συμπεραίνονται με βεβαιότητα τα εξής:

α) Το όνειρο περιστρεφόταν γύρω από τον Ιησού, από όπου συμ­περαίνουμε ότι το πρόσωπο τού Ιησού δεν ήταν άγνωστο στην αρχόν­τισσα, αν όχι από άμεση θέα, τουλάχιστον από την φήμη που προήλθε από την δράσι τού Ιησού, αν και από τις λέξεις «δι' αυτόν» οδηγούμα­στε μάλλον στην εκδοχή, ότι το πρόσωπο που έδρασε στο όνειρο δεν ήταν φυσιογνωμικά άγνωστο στην γυναίκα, διότι έτσι μόνο εξηγείται ότι το εταύτισε με τον δικαζόμενο Ιησού.

β) Το όνειρο ήταν ζωηρό και η πλοκή του ζωντανή, ώστε να δημιουργήση σ' αυτήν κατά τον ύπνο ισχυρές συγκινήσεις υπέρ τού Ιησού.

γ) Περίτρομη από αυτά διαμηνύει στον σύζυγο της να απομα­κρυνθή και να μην αναμειχθή καθόλου στην υπόθεσι, και

δ) Είτε από το όνειρο είτε από τις εντυπώσεις από τον Ιησού είτε από τις φήμες γι' αυτόν είτε από όλα αυτά μαζί, βεβαιώθηκε ότι ο Ιησούς ήταν δίκαιος, και έπρεπε να προσέξη ο σύζυγός της μη τυχόν διαπράξη κάποια αδικία εις βάρος του. Επίσης ίσως περιλαμβάνονταν στο όνειρο και κυρώσεις εναντίον του Πιλάτου, που δικαιολογούσαν τον τρόμο της γυναίκας, οι οποίες λόγω τού οικτρού τέλους που είχε ο Πιλάτος9 μπορούν να χαρακτηρίσουν το όλο όνειρο σαν προφητικό.

Το περιεχόμενο τού μηνύματος κωδικοποιούσε με λίγα λόγια όλο τον συναισθηματικό κύκλο της γυναίκας από όλα αυτά τα βιώματα, ενώ συγχρόνως ήταν σαφής προς τον σύζυγό της προειδοποίησις να τον συγκρατήση. Αυτή η προειδοποίησις στην κρισιμώτατη εκείνη στιγμή, πρέπει να το δεχθούμε, θα συγκλόνισε τον Πιλάτο.

Κατά τον χρόνο που διαβιβαζόταν το μήνυμα προς τον Πιλάτο, «οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τον όχλο να ζητήσουν τον Βαραββά, τον δε Ιησού να τον εξοντώσουν» (Ματθ. 27,20). Φαίνεται όμως ότι παρά ταύτα ακούονταν από τον όχλο φωνές και υπέρ τού Ιησού. Ο Πιλάτος που ήταν πλέον ευνοϊκός προς τον Ιησού από την όλη διαδικασία και από το μήνυμα της συζύγου, επωφελήθηκε από αυτές τις φωνές. Γι' αυτό «αποκρίθηκε ο ηγεμών και τους είπε: Ποιον θέλετε από τους δυο να σάς αφήσω ελεύθερο»; (Ματθ. 27,21).

Αναγκάσθηκε να κάνη αυτή την ερώτησι, γιατί από το ένα μέρος άκουε μερικές φωνές υπέρ τού Ιησού, αλλά η εβραϊκή ηγεσία είχε ήδη παρασύρει με το μέρος της τον περισσότερο όχλο, και ήθελε να αποσαφηνίση την κατάστασι και να έχη μία σαφή εκδήλωσι της βουλήσεως τού συνόλου. Και από το άλλο μέρος ίσως ήθελε να δώση καιρό στους ολίγους οπαδούς τού Ιησού να εκδηλωθούν πιο έντονα. Οι άρχοντες όμως των Εβραίων προσπάθησαν να καταπνίξουν και αυτών των ολί­γων την φωνή. «Οι δε αρχιερείς ξεσήκωσαν τα πλήθη να προτιμήσουν να τους ελευθέρωση μάλλον τον Βαραββά» (Μάρκ. 15,11).

Από αυτή την πληροφορία — ιδίως από την λέξι «μάλλον» — συμ­περαίνουμε ότι παρά ταύτα κάποιες φωνές επέμεναν για την απόλυσι τού Ιησού. Οι φωνές όμως αυτές πνίγονταν πια στις κραυγές τού συνό­λου. «Και είπαν, τον Βαραββά». «Απόλυσέ μας τον Βαραββά». Επειδή όμως ακούονταν ακόμη κάποιες φωνές για τον Ιησού, η πλειονότητα, όπως το μαρτυρεί με χαρακτηριστική διατύπωσι ο αυτόπτης Ιωάννης, εκραύγαζε: «Όχι αυτόν, αλλά τον Βαραββά» (Λουκ. 23,18). Έτσι oι λί­γες φωνές υπέρ τού Ιησού, πνίγηκαν πια στην κραυγή τού συνόλου: «Όλο μαζί το πλήθος κραύγαζε και έλεγε «σκότωσε τον και ελευθέ­ρωσε μας τον Βαραββά» (Λουκ. 23,18).

Από αυτό φαίνεται καθαρά και κάτι άλλο, ότι ο Ιησούς στεκόταν δίπλα στον Πιλάτο. Και κάτω από αυτούς, έξω από το πραιτώριο, το πλήθος μπορούσε να δείχνη — «τούτον» — τον Ιησούν, και να συνοδεύη τις κραυγές με δεικτικές χειρονομίες. Ο Πιλάτος και παρά την συνολική πια αυτή εκδήλωσι, «τους μίλησε πάλι, θέλοντας να ελευθερώση τον Ιησού». «Και λέγει σ’ αυτούς ο Πιλάτος: «Τι να κάνω τον Ιησού που λέγεται Χριστός», «αυτόν που ονομάζετε βασιλέα των Ιου­δαίων»; Η ερώτησις αυτή τού Πιλάτου προδίδει την αμηχανία του. Ήταν σαν να τους έλεγε:

«Να τον κρατήσω δεν μπορώ, διότι είναι αθώος. Να τον ελευθε­ρώσω δεν θέλετε, και σύμφωνα με το έθιμο αυτό είναι δικό σας δι­καίωμα. Εγώ όμως τι να κάνω λοιπόν; Τι θ' απογίνη ο Ιησούς; Γιατί προτιμάτε την απόλυσι ενός ληστού φονιά και όχι ενός προσώπου, το οποίο όχι μόνο δεν έπραξε αποδειγμένα τίποτε από όσα τον κατηγορεί­τε, αλλά επί τέλους είναι ένα πρόσωπο, στο οποίο σεις οι ίδιοι αποδίδε­τε ιδιότητες εθνικού ηγέτου σας, και το οποίο δεν είναι ούτε φονιάς ού­τε ληστής; Γιατί δεν προτιμάτε αυτή την λύσι, που και για σάς από άποψι εθνικής υπολήψεως είναι ευπρεπής, αλλά και σε μένα προσφέρει δί­καιη διέξοδο»;

Οι ερωτήσεις όμως αυτές θα μπορούσαν να έχουν απήχησι σε ή­ρεμους ανθρώπους και σε φιλοδίκαιες συνειδήσεις. Σε μανιασμένα όμως πλήθη που άγονταν και φέρονταν από άρχοντες αποφασισμένους να εξοντώσουν τον Ιησού, οι ερωτήσεις αυτές ένα μόνο αποτέλεσμα μπορούσαν να έχουν, το οποίο και είχαν: Να εξωθήσουν την οχλοκρατία στον τελικό της σκοπό που είχε χαράξει από πριν και είχε υποβάλει στον όχλο η εβραϊκή ηγεσία, δηλαδή στην όσο το δυνατόν ταχύτερη εξόντωσι τού Ιησού. Έτσι μετά το ερώτημα τού Πιλάτου, ακούονται οι φωνές: «Λέγουν όλοι σ' αυτόν, «να σταυρωθή». «Οι δε πάλι εκραύγαζαν «σταύρωσε τον». «Αλλά αυτοί εξακολουθούσαν να φωνάζουν «σταύρωσε τον, σταύρωσέ τον». Με τις κραυγές αυτές αποκαλύπτεται ο σκοπός στον οποίο κατευθυνόταν η εβραϊκή ηγεσία, από τότε που κατέστρωσε το καταχθόνιο σχέδιο να εξόντωση τον Ιησού με τον πιο σκληρό και ατιμωτικό τρόπο θανατώσεως.

Στο άκουσμα αυτών των κραυγών ο Πιλάτος εξανίσταται. Ωστό­σο αυτός είναι ουσιαστικά υπεύθυνος, διότι παρά την δικαστική του συνείδησι δέχθηκε από ασθενική βούλησι να υποχώρηση στην εβραϊκή πίεσι και να καταντήση έρμαιό της. Το εκκρεμές τού χαρακτή­ρα του, που διαπιστώσαμε πιο πάνω να αιωρήται ανάμεσα στην ευσυν­ειδησία και στην αβουλία, κινείται τώρα προς τον θετικό του πόλο: «Και αυτός για τρίτη φορά τους είπε: «Μα τι κακό έκανε τούτος»; (Λουκ. 23,22).

Μ' αυτόν τον τρόπο φανέρωνε και πάλιν την πεποίθησί του ότι ο Ιησούς ήταν αθώος σε όσα τον κατηγόρησαν. Και αυτό «για τρίτη φορά», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο ακριβολόγος Ιστορικός Λουκάς. Πραγματικά είχαν προηγηθή δύο ομολογίες του για την αθωότητα τού Ιησού: Μία, πριν στείλη τον Ιησού στον Ηρώδη, όταν ανακρίνοντας τον μέσα στο πραιτώριο «βγήκε προς τους Ιουδαίους και τους λέγει: «Εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ένοχη» (Ιωάν. 18.38). Δεύτερη μετά την επιστροφή από τον Ηρώδη, όταν επαναλαμβάνη, ανακεφαλαιώ­νοντας την όλη υπόθεσι, την πρώτη ομολογία του: «Να, εγώ, ανακρί­νοντάς τον μπροστά σας, τίποτε δεν βρήκα σ' αυτόν τον άνθρωπο από όσα τον κατηγορείτε» (Λουκ. 23,14). Πράγματι λοιπόν η νέα αυτή ομο­λογία τού Πιλάτου για την αθωότητα τού Ιησού, που εκτίθεται με ερώ­τημα, είναι η τρίτη ομολογία.

Για να μην ύπαρξη καμμία αμφιβολία για την βεβαιότητά του ως προς την πλήρη αθωότητα τού Ιησού από κάθε θανάσιμο αδίκημα, συμπληρώνει το ερώτημα επαναλαμβάνοντας την ομολογία του με την θετική κατηγορηματική διατύπωσι, που έδωσε κατά την ανακεφαλαίωσι της όλης υποθέσεως, λέγοντας και πάλι τώρα: «Καμμία αιτία θανά­του δεν βρήκα σ' αυτόν» (Λουκ. 23,22). Και επαναλαμβάνει την πρότασι εκείνη την τόσο αντιφατική στους όρους και τόσο άστοχη, εναντίον της οποίας είχαν ήδη αποφανθή κατηγορηματικά οι Εβραίοι: «Αφού λοιπόν τον βασανίσω, ας τον απολύσω» (Λουκ. 23,22).

Αυτό αποτελούσε ίσως την πιο τελευταία προσπάθεια για σωτη­ρία τού Ιησού ή μάλλον την δική του από το αδιέξοδο. Η προσπάθεια όμως αυτή ήταν πια μάταιη, αφού οι Εβραίοι, λόγω της ασθενικής του θελήσεως και της άστοχης παρελκύσεως της υποθέσεως, είχαν ήδη υπερφαλαγγίσει και εξουθενώσει, τόσο το δικαστικό του κύρος όσο και το διοικητικό του γόητρο. Και τώρα τα υπερφαλαγγίζουν και τα εξουθε­νώνουν ακόμη περισσότερο με νέες κραυγές εντονώτερες: «Αυτοί δε περισσότερο έκραζαν και έλεγαν «να σταυρωθή» — «να τον σταυρώ­σης». Και «επέμεναν με δυνατές φωνές και ζητούσαν να σταυρωθή» (Λουκ. 23,23).

Φαίνεται ότι ενώ αυτοί φώναζαν δυνατά, ο Πιλάτος θα προσπα­θούσε να ακουσθή, μένοντας σταθερός στην γραμμή του, αλλά οι κραυγές τού όχλου δεν τον άφηναν να ακουσθή. Έτσι εξηγείται η χα­ρακτηριστική πληροφορία τού Λουκά: «Και υπερίσχυαν οι φωνές τους» (Λουκ. 23,23). Με αυτά ο Λουκάς κλείνει το συλλαλητήριο κατά τού Ιησού εμπρός στον Πιλάτο.

Και αυτός λοιπόν τι έκανε; Αφού πια υπερφαλαγγίσθηκε από το πλήθος προβαίνει και πάλι σε δύο πράξεις, που προδίδουν την εσωτερι­κή του διάσπασι και την αιώρησι ανάμεσα στην δίκαια κρίσι και στην αναποφασιστικότητα. Αλλά ας αφήσουμε να συνεχίσουν οι πηγές: «Ό­ταν είδε ο Πιλάτος ότι όλα είναι ανώφελα, και μάλλον θόρυβος γίνεται, πήρε νερό και έπλυνε τα χέρια του απέναντι στον όχλο, λέγοντας· «εί­μαι αθώος από το αίμα τού δικαίου τούτου εσείς να έχετε το κρίμα» (Ματθ. 27,24).

Αυτή είναι μία πράξις στην οποία κατέφυγε κάτω από την πίεσι της δικαστικής του συνειδήσεως για την αθωότητα τού Ιησού, που και πάλι τον ομολογεί «δίκαιον» δηλαδή αθώο σε όλα. Αυτή όμως δεν είναι πια πράξις δικαστού ούτε διοικητού, αλλά απλώς άνθρωπου αδυνάμου, από τα χέρια τού οποίου αρπάζεται βίαια και άδικα το θύμα. Σαν δικαστής θα έπρεπε να είναι και προστάτης. Το θύμα όμως τώρα εγκαταλεί­πεται στην διάθεσι των φονιάδων του.

Ο ηγεμών είναι εξουθενωμένος, ανίκανος να επιβάλη την δικαιο­σύνη και την δημόσια τάξι. Επίσης εμφανίζεται φοβισμένος απέναντι στο θόρυβο που μεγαλώνει. Έχει πια πεισθή ότι η προσπάθεια για απόλυσι τού Ιησού ναυάγησε οριστικά, και νομίζει ότι μπορεί ν' απαλλάξη τον εαυτό του από την ευθύνη τού επικείμενου φόνου τού Ιησού με απλό νίψιμο των χεριών. (Το νίψιμο των χεριών συνηθιζόταν στους Έλληνες, στους Ρωμαίους και στους Εβραίους σε παρόμοιες περιπτώ­σεις αυτοαθωώσεως ή αυτοκαθαρμού από έγκλημα ή κάποια μιαρή πράξι). Έτσι νομίζει ότι επιρρίπτει στους Εβραίους ολόκληρη και πλήρη την ευθύνη για το αίμα τού αθώου, τον οποίον αυτοί πλέον θα φό­νευαν. Ωστόσο όμως αυτός σαν δικαστής και σαν διοικητής είχε και την υποχρέωσι από την δικαστική του συνείδησι και την δύναμι από την διοικητική του εξουσία, να επιβάλη και την δικαιοσύνη και την τάξι προστατεύοντας το θύμα που αδικείτο.

Όταν ο Πιλάτος επιρρίπτη στους Εβραίους την ευθύνη για το αί­μα τού αθώου Ιησού, αυτοί αδίστακτα την αναλαμβάνουν πάνω τους και πάνω στους απογόνους των. «Και αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε˙ «το αίμα του πάνω σε μας και πάνω στα παιδιά μας» (Ματθ. 27,25).

Έτσι ο εβραϊκός λαός, ο εκλεκτός λαός τού Θεού, που τόσο ευ­νοήθηκε και ευεργετήθηκε από τον Θεό, διακηρύσσει ο ίδιος εις βάρος τού εαυτού του την φοβερή απόφασι, χωρίς να έχη συνείδησι τι δύναμι και τι έκτασι έχει αυτή. Ήταν μία απόφασις, ασυνείδητα δίκαιη, η οποία σύμφωνα με τον νόμο της θεϊκής δικαιοσύνης που λειτουργεί αμείλικτα στους λαούς και στους ανθρώπους, επρόκειτο από τότε μέχρι σήμερα να πέση βαρειά πάνω στο Εβραϊκό έθνος. Αυτό το έθνος περιπλανάται από τότε χωρίς εστία ανάμεσα στα έθνη και στρέφεται τώρα τελευταία στην γη της επαγγελίας, που την έβρεξε το αίμα που χύθηκε στον Γολ­γοθά, βρίσκεται πάντοτε κάτω από το βάρος, το άγχος και τις συνέπειες αυτής της αυτοκατάρας του, μετακινούμενο συνέχεια από τόπο σε τόπο και χύνοντας το αίμα του, μέχρις ότου μετανοήση και επιστρέψη σ' αυ­τόν που «εξεκέντησε».

Μετά από την ανεπιφύλακτη και κατηγορηματική αυτή αυτοκατάρα τού εβραϊκού όχλου, με την οποία πήρε πάνω του την ευθύνη που τού επέρριψε ο Πιλάτος, αποστομώθηκε πια και απογυμνώθηκε από κάθε επιβολή πάνω στον όχλο και έγινε άβουλο έρμαιό του. Η δικαστι­κή του πια συνείδησις παραμερίσθηκε. Η διοικητική του εξουσία απέβη ανίσχυρη εμπρός στην λαϊκή μανία.

Δεν απέμεινε άλλη διέξοδος, παρά η ικανοποίησις τού όχλου με δύο άδικες πράξεις που ήταν: η απόλυσις τού ληστού φονιά Βαραββά και η παράδοσις για φόνο στον όχλο τού δικαίου και αθώου Ιησού. Με αυτές τις πράξεις ο Πιλάτος θέτει κατ' ουσίαν ο ίδιος τέρμα στην δικαστική του αρμοδιότητα, στην διοικητική του εξουσία, ακόμη και σ' αυτή την κρατική του ιδιότητα. Με τις πράξεις αυτές θέτει ο ίδιος στις τρεις αυτές ιδιότητες την σφραγίδα της χρεωκοπίας και εξουθενώσεως: «Και ο Πιλάτος τότε, θέλοντας να ικανοποιήση τον όχλο απεφάσισε να γίνη αυτό που ζητούσαν. Και άφησε ελεύθερο τον Βαραββά, που ήταν φυ­λακισμένος για στάσι και φόνο, όπως ζητούσαν, ενώ τον Ιησού τον πή­ρε ο Πιλάτος και τον μαστίγωσε» (Ματθ. 27, 26).

Προηγουμένως ο Πιλάτος είχε προτείνει ν' απολύση τον Ιησού αφού τον μαστιγώση, για να ικανοποιηθή ο όχλος με την μαστίγωσι. Τώρα προσφέρει στον όχλο διπλή ικανοποίησι, την απελευθέρωσι δη­λαδή τού Βαραββά και την άδικη μαστίγωσι τού Ιησού. Την ευθύνη τού Πιλάτου για τον αυτοεξευτελισμό του επιτείνει το γεγονός ότι αυ­τός μαστίγωσε τον Ιησού δια των οργάνων του που ήταν καθωρισμένα για τέτοιες μαστιγώσεις· αυτός που ύστερα από τόσες ανακρίσεις εί­χε πεισθή για την αθωότητα τού Ιησού και που κατ’ επανάληψι την ωμολόγησε.

Με την μαστίγωσι τού Ιησού κλείνεται επονείδιστα η δεύτερη φάσις της παραστάσεώς του εμπρός στον Πιλάτο, η οποία άρχισε με την προσπάθεια τού Πιλάτου να τον απολύση.
 

Δ'. Η ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΙΣ
 

Αλλά επακολουθεί και τρίτη φάσις, δραματικώτατη, των παθών τού Κυρίου κοντά στον Πιλάτο. Γι' αυτήν μας ομιλεί μόνο ο Ιωάννης, ο μόνος αυτόπτης.

Η προηγούμενη δεύτερη φάσις της παραστάσεως τού Ιησού εμ­πρός στον Πιλάτο, δηλαδή η φάσις κατά την οποία προσπαθούσε ο Πι­λάτος να απολύση τον Ιησού, έγινε έξω από το οίκημα τού πραιτωρίου, στο «λιθόστρωτο», όπου ήταν η δικαστική έδρα. Στην έδρα καθόταν ο ηγεμών, δίπλα του στεκόταν ο Ιησούς και κάτω από το πραιτώριο, στον χώρο εμπρός από αυτό ούρλιαζε το εβραϊκό πλήθος.

Η μαστίγωσις, με την οποία κατά τρόπο επονείδιστο για τον Πι­λάτο και με απροσδόκητη αντινομία προς την δικαστική κρίσι για την αθωότητα τού Ιησού, έκλεισε η πιο πάνω δεύτερη φάσις, έγινε μέσα στο πραιτώριο, όπως συμπεραίνεται από τις πληροφορίες τού Ιωάννη. (Ιωάν. 19,1: «έλαβε ο Πιλάτος τον Ιησού και τον εμαστίγωσε». 19,4 και 5: «Και βγήκε πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέγει˙ να, σάς τον φέρνω έξω... Βγήκε λοιπόν ο Ιησούς έξω...»).

Α. Οι εμπαιγμοί. Η επονείδιστη πράξις τού Πιλάτου, δηλαδή η διαταγή προς τα εκτελεστικά του όργανα στο πραιτώριο να μαστιγώ­σουν τον Ιησού, όπως ήταν επόμενο, τους αποθράσυνε στην συμπερι­φορά τους απέναντί του. Όπως πιο πάνω το εκθέσαμε με κάθε λεπτο­μέρεια, από τις πηγές, στο περί σταυρώσεως μέρος10 τού κεφαλαίου «περί ρωμαϊκού πολιτισμού» η μαστίγωσις προηγείτο της σταυρώσεως για να επιτείνη τον ατιμωτικό της χαρακτήρα. Ήταν προσταυρωτική διατύπωσις.

Ήταν λοιπόν φυσικό, oι στρατιώτες να συμπεράνουν από την μαστίγωσι, ότι ο Πιλάτος απεφάσισε να σταυρωθή ο Ιησούς, μάλιστα με­τά τις κραυγές τού όχλου για σταύρωσί του και να θεωρήσουν ότι άνη­κε σ' εκείνη την κατηγορία των εγκληματιών, που η ρωμαϊκή δικαιοσύ­νη τιμωρούσε με σταύρωσι.

Από την συνέχεια της αφηγήσεως συμπεραίνεται και το εξής: ότι οι στρατιώτες είχαν παρακολουθήσει την ανάκρισι τού Ιησού εμπρός στον Πιλάτο και είχαν δώσει προσοχή, ιδιαίτερα στο σημείο της κατη­γορίας για αντιποίησι βασιλικού αξιώματος. Διότι ακριβώς για να διακω­μωδήσουν το βασιλικό αυτό αξίωμα, και μάλιστα τον τίτλο, «βασιλεύς των Ιουδαίων», που οι Εβραίοι ισχυρίζονταν ότι οικειοποιήθηκε ο Ιησούς, πράττουν όσα πράττουν στο εξής, αυτά δηλαδή που μας διέσωσε ο αυτόπτης μάρτυς. Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αρέσκονταν να μυκτηρίζουν τους Εβραίους11.

Αφού λοιπόν ο Ιησούς μαστιγώθηκε κατά διαταγήν τού ηγεμόνος, «οι στρατιώτες, έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια και τα τοποθέτησαν στο κεφάλι του, τού φόρεσαν έναν κόκκινο μανδύα και πλησίαζαν και τού έλεγαν, «χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων», και τού έδιναν ραπίσμα­τα» (Ιωάν. 19,2-3).

ΟΙ δύο πρώτοι συνοπτικοί Ευαγγελιστές ομιλούν για εμπαιγμό από τους στρατιώτες, αλλά σ' αυτούς επακολουθεί αμέσως η προς σταύρωσι πορεία, ενώ στον Ιωάννη που ήταν ο μόνος που απόμεινε ακόλουθος τού Ιησού και αυτόπτης τού δράματος μέχρι τέλους, το πράγματα έχουν ως εξής: Ανάμεσα στον εμπαιγμό τού Ιησού και στο ξεκίνημά του για την σταύρωσι, παρεμβάλλεται μία δραματική προσπά­θεια τού Πιλάτου για να τον διασώση. Αλλά και αυτή κλείνει επονείδιστα με την παράδοσί του στο μανιασμένο πλήθος για σταύρωσι.

Αυτήν την τελευταία σκηνή δεν την μνημονεύουν οι δύο πρώτοι συνοπτικοί, ενώ διαδραματίσθηκε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο τού αυτόπτου Ιωάννου. Και πρέπει βέβαια προς τον Ιωάννη να εναρμονισθούν οι παράλληλες πληροφορίες των δύο άλλων Ευαγγελιστών για τον εμπαιγμό τού Ιησού. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά, μετά την μαστίγωσι έγινε ο εμπαιγμός, και μετά τον εμπαιγμό η νέα δραματική μάχη τού Πιλάτου με τον εβραϊκό όχλο και με τον ίδιο τον Ιησού, και τέλος η παράδοσίς του για σταύρωσι. Οι παράλληλες πληροφορίες για τον εμπαιγμό τού Ιησού, αν εναρμονισθούν με την πληροφορία τού Ιωάννη σε ενιαία σύνθεσι, παρουσιάζουν την επόμενη εικόνα:

«Και τότε oι στρατιώτες του ηγεμόνος, αφού παρέλαβαν τον Ιησού τον έσυραν μέσα από την αυλή, στο πραιτώριο δηλαδή, και συγκαλούν και συγκεντρώνουν εναντίον του όλη την σπείρα. Και αφού τον έγδυσαν του φόρεσαν κόκκινη χλαμύδα12 [τον ενδύουν πορφύρα, τον έντυσαν πορφυρό Ιμάτιο13]. Και αφού έπλεξαν στεφάνι από αγκάθια, το τοποθέτησαν πάνω στο κεφάλι του (περιέθεσαν σ' αυτόν) και καλά­μι στο δεξιό του χέρι. Και τον επλησίαζαν. Και αφού γονυπέτησαν μπροστά του, τον περιέπαιζαν, και άρχισαν να τον χαιρετούν λέγοντας, «χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων». Και πήραν το καλάμι και τού χτυ­πούσαν μ' αυτό το κεφάλι και τον έφτυναν, τού έδιναν ραπίσματα και γονάτιζαν και τον προσκυνούσαν».

Με την κόκκινη χλαμύδα, το ακάνθινο στεφάνι και το καλάμι στο δεξιό του χέρι διακωμωδούνται τα βασιλικά εμβλήματα, δηλαδή η κόκ­κινη βασιλική χλαμύδα, το στέμμα και το σκήπτρο. Η γονυκλισία και το προσκύνημα είναι διακωμωδήσεις των αντιστοίχων κινήσεων σε πρα­γματικό βασιλέα. Τα ραπίσματα, οι εμπτυσμοί και τα κτυπήματα με το καλάμι συμπληρώνουν την όλη εικόνα τού ευτελούς εμπαιγμού, ο οποίος ας σημειωθή γίνεται με την παρουσία και την ανοχή τού Πιλά­του. Και τούτο, ενώ είναι εντελώς βέβαιος ότι διακωμωδείται και διαπομπεύεται ένας αθώος, γεγονός που συνιστά αδιαμφισβήτητη γι’ αυ­τόν ενοχή.

Αν είχε ατονήσει η επιβολή της διοικητικής εξουσίας τού Πιλάτου απέναντι στον εβραϊκό όχλο, είναι εντελώς ακατανόητο και ασυγχώρη­το να εξασθενήση η εξουσία του στους ιδικούς του στρατιώτες. Αυτοί οργιάζουν στον εμπαιγμό τού Ιησού, μπροστά στον Πιλάτο, σαν αυτός να μην ήταν παρών.

Κι αν ακόμη ο Ιησούς ήταν κατηγορούμενος, στον χρόνο πριν από την ανάκρισι, έπρεπε να προστατευθή από τον Πιλάτο, από την δι­καστική και διοικητική του ιδιότητα. Κι αν ακόμη είχε κηρυχθή ένοχος, δεν επιτρεπόταν να χλευασθή μέσα στο πραιτώριο. Το ότι ο ηγεμών ανεχόταν να οργιάζουν oι υφιστάμενοί του στρατιώτες περιπαίζοντας ένα ανυπεράσπιστο θύμα, που η συνείδησίς του το παραδεχόταν και το ανεκήρυττε αθώο και δίκαιο, αυτό δημιουργεί στον Πιλάτο ασυγχώρη­τη ευθύνη.

Β. Νέα αντιπαράστασις Πιλάτου και Εβραίων. Μετά την μαστίγωσι και τους εμπαιγμούς, ο Πιλάτος διατηρώντας και ομολογώντας την απόλυτη βεβαιότητά του για την αθωότητα τού Ιησού, προσπαθεί ν' απαλλαγή από την ενόχλησι των Εβραίων, παραδίδοντάς τον εξευτε­λισμένο σ' αυτούς. Το αξιοθρήνητο είναι ότι και πάλι το εκκρεμές τού ασταθούς χαρακτήρος του κινείται ανάμεσα στην δικαιοσύνη και στην αδικία. Τώρα αποκλίνει προς την ικανοποίησι τού μανιασμένου όχλου, που ζήτησε και έλπισε να χορτάση μαστιγώνοντας τον Ιησού. «Τον μα­στίγωσε ο Πιλάτος θέλοντας κάπως να μαλακώση και να καθησύχαση το Ιουδαϊκό πάθος» (Ι. Χρυσόστομος).

Αλλά για τους Εβραίους η μαστίγωσις θεωρήθηκε σαν δείγμα ό­τι κάμφθηκε ο Πιλάτος στην σταύρωσι που ζητούσαν, αφού αυτή απο­τελούσε προσταυρωτική διαδικασία που επέτεινε το μαστίγωμα από τον σταυρικό θάνατο. Ο Πιλάτος όμως κατέφυγε στην μαστίγωσι σαν αυτοτελή ποινή, για να αρκεσθούν σ' αυτήν οι Εβραίοι και να αποφευχθή η σταύρωσις. Η μαστίγωσις, όπως το είδαμε σε ειδικό κεφάλαιο14 ήταν και αυτοτελής ποινή.

«Βγήκε λοιπόν πάλι έξω ο Πιλάτος και τους λέγει: «Να, σάς τον φέρνω έξω, για να γνωρίσετε ότι δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ενοχή». Βγήκε λοιπόν έξω ο Ιησούς φορώντας το ακάνθινο στεφάνι και τον κόκκινο μανδύα. Και τους λέγει˙ «ίδε ο άνθρωπος» (Ιωαν. 19, 4-6). Μετά από όσα διαδραματίσθηκαν εναντίον τού Αθώου, βγαίνει ο Πι­λάτος από το οίκημα στον λιθόστρωτο εξώστη, κάτω από τον οποίο μαινόταν ο εβραϊκός όχλος που αναταρασσόταν από τους άρχοντές του. Τους αναγγέλλει ότι σε λίγο θα εμφανισθή ο Ιησούς, επαναλαμβά­νοντας και πάλι ότι δεν βρίσκει να ευσταθή καμμία ενοχή σε όσα τον κατηγορούν. Επαναλαμβάνει δηλαδή την απόλυτη και ανεπιφύλακτη βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως για την τελεία αθωότητα τού Ιησού. Αυτή την βεβαιότητα την κρατεί και την ομολογεί από την αρχή μέχρι το τέλος της προσωπικής του επαφής με τον Ιησού: «Ιδού σάς τον φέρνω πάλι έξω, για να μάθετε επί τέλους οριστικά, πως δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία κατηγορία».

Μετά από λίγο πράγματι, προφανώς με εντολή και νεύμα τού Πι­λάτου, βγαίνει ο Ιησούς φορώντας τα ψευτοβασιλικά εμβλήματα με το πληγωμένο και συσπώμενο από την μαστίγωσι σώμα, με τους πόνους τού ακάνθινου στεφάνου, με τα σημάδια από τους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Και δείχνοντας ο Πιλάτος στους Εβραίους τον Ιησού που πρόβαλε από το πραιτώριο, άθλια ταλαιπωρημένο και εξουθενωμένο, τους λέγει˙ «ίδε ο άνθρωπος».

Η οικτρά εκείνη θέα του Αθώου των αιώνων, ο οποίος με τόση καρτερία υπέμεινε τους εξευτελισμούς, τους πόνους και την οδύνη της ανθρώπινης μοχθηρίας και αγνωμοσύνης, κάθε άλλο μαρτυρούσε παρά ότι επρόκειτο για επαναστάτη, που διεκδικούσε η οικειοποιείτο βασιλι­κή ιδιότητα, και για επικίνδυνο στο κράτος, όπως ισχυρίζονταν οι Εβραίοι. Και αυτό επεδίωκε μ' εκείνη την χειρονομία ο Πιλάτος, να δείξη στους Εβραίους πόσο ακίνδυνος ήταν ο Ιησούς και πόσο άξιζε την λύπη και την συμπόνια, διότι υπέφερε όσα υπέφερε χωρίς να φταίη.

Όταν λοιπόν τον είδαν οι αρχιερείς και oι υπηρέτες εκραύγασαν λέγοντας, «να τον σταυρώσης, να τον σταυρώσης». Επαναλάμβαναν δηλαδή την ίδια κραυγή με την οποία ωρύονταν κατά την δεύτερη φάσι. Βιάζονταν για τον τελικό τους σκοπό, την θανάτωσι τού Ιησού με σταύρωσι. Έδειχναν σκληροί και αμείλικτοι σε κάθε άκουσμα αθωότητος και προς το άθλιο θέαμα τού Αθώου, και αμείλικτοι απέναντι στον Πιλάτο, ο οποίος με την ανεπίτρεπτη και ασυγχώρητη υποχωρητικότη­τά του ανέχθηκε να αρπάξουν οι Εβραίοι από την εξουσία του τον χει­ρισμό τού θέματος και να το κατευθύνουν στην λύσι που αυτοί αξίω­ναν.

Ενώ ακούσθηκαν πάλι οι κραυγές αυτές, ο Ιησούς μ' ένα βλέμμα τού Πιλάτου μπήκε πάλι στο πραιτώριο. Αυτό βέβαια δεν λέγεται, αλλά συμπεραίνεται με βεβαιότητα από την συνέχεια της διηγήσεως. Ο Πι­λάτος μένει έξω μόνος, εξωργισμένος για την σκληρότητα των Εβραίων, την απάνθρωπη ακαμψία τους και την φονική τους διάθεσι. Τότε με αγανάκτησι και ειρωνεία τους λέγει: «Πάρτε τον εσείς και σταυρώστε τον, γιατί εγώ δεν βρίσκω σ' αυτόν καμμία ενοχή» (Ιωάν. 19,6).

Καινούργια λοιπόν έντονη ομολογία τού Πιλάτου για την απόλυτη αθωότητα τού Ιησού και κατηγορηματική άρνησίς του να σταυρώση αυτός τον Αθώο.

Στην νέα αυτή τόσο απροσδόκητη όσο και έντονη άρνησι τού Πι­λάτου να υποκύψη στην πίεσί τους, έβλεπαν ότι διαγραφόταν ο κίνδυ­νος να ματαιωθούν τα σχέδιά τους. Διότι αν επέμενε ο Πιλάτος στην αθωότητα τού Ιησού, η αξίωσίς τους να σταυρωθή εστερείτο το απα­ραίτητο νόμιμο στήριγμα. Βέβαια αυτοί δεν ενδιαφέρονταν για την νο­μική βάσι της σταυρώσεως, αλλά προσπαθούσαν να τηρήσουν, «αναλώμασι» της ρωμαϊκής Αρχής, τα προσχήματα, εκβιάζοντάς την να θεωρήση ένοχο τον Ιησού παρά την ανεπιφύλακτη διακήρυξι τού Ηγεμόνος για την αθωότητά του.

Ο Ιησούς έπρεπε οπωσδήποτε να σταυρωθή εκείνη την ημέρα, διότι από το βράδυ ερχόταν το Πάσχα και ο σκοπός τους θα ματαιωνό­ταν. Δεν σημείωσαν επιτυχία αποδίδοντας στον Ιησού πολιτική κατη­γορία που αποδείχθηκε ψεύτικη και ανυπόστατη. Γι' αυτό επανέρχονται τώρα στην θρησκευτική κατηγορία. Σ’ αυτήν δηλαδή για την οποία κατεδίκασαν τον Ιησού σε θάνατο κατά την δίκη ενώπιον τού Μεγάλου Συνεδρίου την προηγούμενη νύκτα.

Όπως ελέχθη, αυτή την κατηγορία, καθώς και την θανάσιμη ενοχοποίησι τού Ιησού γι' αυτή, τα μέλη τού Συνεδρίου την απέκρυψαν από τον Πιλάτο, για τους λόγους που πιο πάνω είπαμε. Τώρα όμως που παραπαίουν την εκστομίζουν μπροστά στον Πιλάτο για πρώτη φορά: «Αποκρίθηκαν σ' αυτόν οι Ιουδαίοι˙ «εμείς έχουμε νόμο, και σύμφωνα με το νόμο μας15 οφείλει να θανατωθή, διότι έκανε τον εαυτό του υιό τού Θεού» (Ιωάν. 19,7).

Με άλλα λόγια: «Εάν εσύ τον ανακηρύσσης αθώο από κάθε πο­λιτική κατηγορία, εμείς σύμφωνα με τον δικό μας νόμο, τον θεωρούμε ένοχο θανάτου, γιατί ανύψωσε τον εαυτό του σε υιό τού Θεού και οι­κειοποιήθηκε έτσι θεϊκή ιδιότητα που μόνο στον Θεό αρμόζει».

«Όταν ο Πιλάτος άκουσε αυτόν τον λόγο φοβήθηκε περισσότε­ρο» (Ιωάν. 19,8). Το εκκρεμές του που αιωρείτο ανάμεσα στην συνεί­δησι και στον ασταθή χαρακτήρα του κινήθηκε περισσότερο προς τον αρνητικό πόλο, της αναποφασιστικότητας. Σ' αυτόν τον πόλο προστέ­θηκε τώρα και το στοιχείο τού φόβου. «Τι φοβήθηκε όμως»; ερωτούν οι ερμηνευτές. Μήπως τον ανυποχώρητο φανατισμό τού όχλου; Μή­πως την αυτοκρατορική εξουσία, που επέβαλλε σαν καθήκον στα όργα­νά της να προστατεύουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των υπηκόων λαών; Ή μήπως ο Πιλάτος δεν βλέπει πια στο πρόσωπο τού Ιησού έ­ναν αθώο άνθρωπο, αλλά ένα ανώτερο Ον, υπερανθρώπινο, στο οποίο οφείλει να απονείμη τιμή, και από το οποίο πρέπει να απομακρυνθή με φόβο, εξασφαλίζοντάς το συγχρόνως από κάθε κακοποίησι;

Το κλειδί για την απάντησι στο πιο πάνω ερώτημα, «τι φοβήθηκε ο Πιλάτος», μας το δίνει διπλό το ίδιο το Ευαγγέλιο τού Ιωάννου που έ­χουμε μπροστά μας. Από το ένα μέρος μας πληροφορεί ότι ο Πιλάτος φοβήθηκε ευθύς μόλις άκουσε «αυτόν τον λόγο», ότι δηλαδή ο Ιησούς έκανε τον εαυτό του Υιό τού Θεού. Και από το άλλο μέρος ότι ο Πιλά­τος, ευθύς μόλις άκουσε αυτόν τον λόγο μπήκε φοβισμένος πάλι στο πραιτώριο και λέγει στον Ιησού, «από πού είσαι συ»; Δηλαδή σπεύδει να μάθη από το στόμα του Ιησού την προέλευσί του. Συγχρόνως διαφαινόταν με αυτό το ερώτημα ότι στην σκέψι του υπήρχε η ιδέα ότι ο Ιησούς προερχόταν από τον Θεό.

Εκείνη την εποχή και μάλιστα στον ελληνορωμαϊκό κόσμο δεν ή­ταν ασυνήθιστο ν' ακούσης ότι οι θεοί εμφανίζονται στους ανθρώπους με ανθρώπινη μορφή (ανθρωπόμορφες θεοφάνειες, θεανθρωπισμός). Έτσι λ.χ. από τις Πράξεις των Αποστόλων πληροφορούμεθα ότι μετά από μερικά έτη, οι κάτοικοι στα Λύστρα της Λυκαονίας θεώρησαν τον Απόστολο Παύλο σαν Ερμή και τον συνοδό του Βαρνάβα σαν Δία, και αναβόησαν: «Οι θεοί πήραν μορφή ανθρώπων και κατέβηκαν σ' εμάς», «ο δε Ιερέας τού Δία μαζί με το πλήθος ήθελε να κάνη θυσία», και οι Απόστολοι παρά τις διαμαρτυρίες τους και τις εξηγήσεις τους «με δυ­σκολία σταμάτησαν το πλήθος να μη τους προσφέρη θυσία» (κεφ. 14).

Αργότερα και oι κάτοικοι της Μελίτης βλέποντας ότι ο Παύλος δεν έπαθε τίποτε από το θανατηφόρο δάγκωμα της οχιάς «έλεγαν ότι αυτός είναι Θεός» (Πράξεις, κεφ. 28). Άλλωστε η παγκόσμια ατμό­σφαιρα ήταν σε πνευματική και ψυχική διέγερσι, θα λέγαμε σήμερα ηλεκτρισμένη, από την παγκόσμια προσδοκία Θεανθρώπου. Σ' αυτό το θέμα αφιερώνουμε πιο κάτω ιδιαίτερο κεφάλαιο16. Αν σ' αυτά προσ­θέσουμε και το τρομακτικό όνειρο της συζύγου τού Πιλάτου, αλλά και την εξαιρετική εντύπωσι που είχε προξενήσει σ' αυτόν η ηρεμία, η γλυ­κύτητα, η πραότητα, η σοφία, η αθωότητα, η ανεξικακία και το μεγαλείο γενικά τού Ιησού, στις φρικτές εκείνες ώρες της οδύνης και τού πόνου, έχουμε όλες τις προϋποθέσεις που δικαιολογούν την ταραχή τού Πιλά­του, μόλις άκουσε από τους Εβραίους, ότι ο Ιησούς ισχυρίζεται για τον εαυτό του ότι προέρχεται από τον Θεό.

Φοβισμένος λοιπόν σπεύδει να διαπιστώση γι’ αυτό από το στόμα τού ίδιου τού Ιησού, αφού είχε λάβει πείρα από τις εβραϊκές ψευδολογίες στις προηγούμενες κατηγορίες που αποδείχθηκαν ανυπόστατες. Ερωτά λοιπόν τον Ιησού: «Από πού είσαι συ; πες μου, από πού προέρχεσαι»;

Τον φόβο του τον είχε επαυξήσει, όπως ήταν φυσικό, και το συν­αίσθημα της ενοχής του, αφού κατέβασε τον Ιησού στο επίπεδο τού ληστή Βαραββά ιδιαίτερα το ότι τον μαστίγωσε, παρά την ανεπιφύλα­κτη βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως για την πλήρη αθωό­τητά του και το ότι ανέχθηκε τον εμπαιγμό και τα ραπίσματα των στρα­τιωτών, ενώ αυτός ήταν παρών. Έτσι εξηγείται το αγωνιώδες ερώτημα που υπέβαλε στον Ιησού.

«Αλλ' ο Ιησούς δεν του έδωσε απάντησι» (Ιωάν. 19,9). Ο Ιη­σούς σιωπά. Τι να πη; Είχε πια δώσει όλες τις απαραίτητες εξηγήσεις για τον εαυτό του, την προέλευσί του και το έργο του. Ο Πιλάτος όμως, στην ψυχολογική κατάστασι που βρισκόταν, θίγεται από την σιω­πή τού Ιησού, η οποία πάλι τού επαυξάνει τον φόβο. Νοιώθει φόβο, που δύσκολα τον αποκρύπτει, εμπρός στον μυστηριώδη πια αυτόν άν­θρωπο που είχε ενώπιόν του. Και δημιουργώντας αντίδρασι σ' αυτόν του τον φόβο, απευθύνει προς τον Ιησού μία εκφοβιστική ερώτησι για να τον εξαναγκάση να απαντήση, ώστε να βγή από την ψυχολογική εκείνη κατάστασι. «Σ' εμένα δεν ομιλείς; Δεν γνωρίζεις ότι έχω εξουσία να σε σταυρώσω και έχω εξουσία να σε απολύσω»; (Ιωάν. 19,10).

Φαινομενικά υπενθυμίζει στον Ιησού την απεριόριστη εξουσία ζωής και θανάτου που είχε πάνω του˙ εξουσία όμως που δεν μπόρεσε να συγκρατήση μπροστά στον εκβιασμό των Εβραίων. Η δυναμικότη­τά τους υπερφαλάγγισε την εξουσία του, την οποία τώρα επισείει στον ανθρωπίνως αδύναμο δέσμιό του. Η ανανδρία αυτή να κάνη επίδειξι ισχύος απέναντι στον ανίσχυρο υποκρύπτει την κρίσι τού εσωτερικού του κόσμου. Ουσιαστικά αυτή η επίδειξις ισχύος με τα λόγια ήταν υπο­συνείδητη αυτοάμυνα στον φόβο και στην ταραχή που τον κατέλαβε σαν άκουσε για θεϊκή προέλευσι τού Ιησού. Για να εξουδετερώση αυ­τά και κυρίως για να προασπισθή τον εαυτό του, ανέσυρε ο ίδιος την ανάμνησι της εξουσίας του.

Από το άλλο μέρος η στομφώδης και εγωιστική αυτή δήλωσις τού Πιλάτου, χωρίς την στιγμή εκείνη να το αντιληφθή, είναι η μεγαλύ­τερη καταδίκη που εκφέρει εις βάρος τού εαυτού του, καθώς ομολογεί με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, ότι στα χέρια του κρέμεται η τύχη τού Ιησού, η σταύρωσίς του ή η απόλυσίς του. Έτσι ο ίδιος παίρνει στους ώμους του την πλήρη και αποκλειστική ευθύνη για τον Ιησού, λησμονώντας ότι προηγουμένως είχε νίψει τα χέρια του και είχε κηρύ­ξει τον εαυτό του αθώο «από το αίμα τού δικαίου τούτου», και ότι είχε επιρρίψει στους Εβραίους την αποκλειστική ευθύνη.

Εύστοχα παρατηρεί ο Ιερός Χρυσόστομος πάνω σ' αυτήν την ερώτησι του Πιλάτου: «Βλέπεις πώς ίδιος κατέκρινε από πριν τον εαυτό του; Εάν λοιπόν το παν εξαρτάται από σένα, για ποιον λόγο δεν τον απολύεις, αφού δεν βρίσκεις καμμία ενοχή»;

Απ' αυτά συμπεραίνουμε ότι ο Πιλάτος παραπαίει όχι μόνο απέ­ναντι στον Ιησού και στους Εβραίους, αλλά και απέναντι στον εαυτό του. Όλο δε το σκηνικό κάθε άλλο είναι παρά δίκη, παρά διαδικασία δηλαδή που διεξάγεται κατά την Ισχύουσα δικονομική τάξι. Ωστόσο η δήλωσις για εξουσία να σταυρώση ή ν' απολύση τον Ιησού δεν εστερείτο νομότυπης βάσεως. Στους Πανδέκτες17 αναγραφόταν η θέσις, ότι «κανένας που μπορεί να καταδικάση δεν αδυνατεί και ν' απολύση».

Στην υπεροπτική ερώτησι τού Πιλάτου, την τόσο αντίθετη προς την άβουλη συμπεριφορά που επέδειξε, η οποία συμπεριφορά κάθε άλ­λο παρά άσκησις διοικητικής και δικαστικής εξουσίας ήταν, απαντά ο Ιησούς με θεϊκή γαλήνη, αλλά και με θεϊκό κύρος: «Δεν θα είχες καμμία εξουσία εναντίον μου, εάν δεν σου είχε δοθή από πάνω. Για τούτο εκείνος που με παρέδωσε σ' εσένα έχει μεγαλύτερη αμαρτία» (Ιωάν. 19,11).

Με άλλα λόγια: Καμμία απολύτως εξουσία δεν θα είχες επάνω μου, εάν δεν σου είχε δοθή τέτοια εξουσία από πάνω, δηλαδή από τον Θεόν. Είσαι λοιπόν ταγμένος από τον Θεό να κρίνης, και οφείλεις να κρίνης δίκαια. Εσύ εν τούτοις με πέρασες από τόσους εξευτελισμούς μέχρι και από την μαστίγωσι, αν και έχεις πεισθή για την αθωότητά μου. Με την πράξι σου αυτή οπωσδήποτε βαρύνεις τον εαυτό σου. Επειδή όμως δεν το κάνεις αυτό χωρίς ν' αντιστέκεσαι στους Εβραίους που ζητούν άδικα και φθονερά τον θάνατό μου, η ευθύνη σου και η αμαρτία σου είναι μικρότερη από εκείνη που έχουν όσοι με παρέδωσαν στα χέρια σου (ο Ιούδας και η παρέα του). Την μεγαλύτερη αμαρτία την έχουν αυτοί και περισσότερο απ' αυτούς ο Ιούδας.

Η απάντησις τού Ιησού και καθ’ εαυτήν, αλλά και για το θεϊκό της κύρος είναι σπουδαιότατη για τον καθορισμό της νομικής ευθύνης τού Πιλάτου και των Εβραίων στο δράμα τού Ιησού. Ο Ιησούς προσδιορίζει το μέτρο αυτής της ευθύνης με λίγες λέξεις, αλλά τόσο καθαρά, ώστε και από τον ομιλούντα και από την διατύπωσι προβάλλει το θεϊκό κύρος τού κλιμακωτού καταλογισμού της ευθύνης. Ρίχνεται έτσι άπλετο φως στην έρευνα για επιμερισμό της ευθύνης στούς συν­τελεστές τού θεϊκού δράματος κατά το μέτρο της ενοχής τους.

Ο Πιλάτος έμεινε έκπληκτος! Τα λόγια αυτά του Ιησού, αυτός ο τόσο κατηγορηματικός καταμερισμός της ευθύνης κάθε ένοχου έκανε στον ηγεμόνα βαθειά εντύπωσι. Και η πρέπουσα ευθύνη τού καταλογι­ζόταν, αλλά και τα ελαφρυντικά δεν παραγνωρίζονταν. Ο Πιλάτος που ενοχλείτο από όλη την καλή εντύπωσι που είχε από τον Ιησού και από την βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως για την αθωότητά του, τώρα ύστερα από αυτό ξεκινάει να δείξη πάλι την αρχική του διάθεσι για απόλυσί του. Θέλει να διαχωρίση την ευθύνη του από την ευθύνη των κατηγόρων τού Ιησού, των οποίων είχε καταντήσει, αντίθετα προς την συνείδησι και την δικαιοσύνη, άβουλο όργανο. «Γι’ αυτόν τον λόγο ζητούσε ο Πιλάτος να τον απολύση» (Ιωάν. 19,12).

Ο Πιλάτος βγήκε έξω από το πραιτώριο, όπως συμπεραίνεται από τα συμφραζόμενα, 19, 13, και ανακοίνωσε στους Εβραίους την θέσι του αυτή. Η νέα αυτή προσπάθειά του έκανε τους Εβραίους να απελ­πισθούν και να βλέπουν πια ότι ματαιώνονται τα σχέδιά τους. Εγνώριζαν πως αν επέμεναν στην θρησκευτική κατηγορία, ο Πιλάτος θα παρέπεμπε την υπόθεσι στα δικαστήριά τους. Γι’ αυτό επανέρχονται στην πρώτη κατηγορία εναντίον τού Ιησού, την πολιτική. «Επειδή πα­ρουσιάζοντας κατηγορία από τον θρησκευτικό νόμο, δεν κατώρθωσαν τίποτε, στρέφονται με κακούργο τρόπο προς τους έξω νόμους» (Ιω. Χρυσόστομος). Και έρριξαν μάλιστα στον Πιλάτο καταπρόσωπα την απειλή:

«Αν συ πείσθηκες ότι ο Ιησούς δεν οικειοποιείται βασιλική ιδιό­τητα, δεν πεισθήκαμε όμως κι εμείς. Και αφού δεν θέλεις να εφαρμόσης τον νόμο τού κράτους και να σταυρώσης, όπως αυτός ορίζει, έναν πολιτικό εγκληματία, σφετεριστή αξιώματος που ανήκει μόνο στον αυ­τοκράτορα, αυτό σημαίνει για μας ότι συ δεν είσαι πιστός φίλος τού αυ­τοκράτορα, διότι καθένας που οικειοποιείται βασιλική εξουσία έρχεται σε αντίθεσι προς τον αυτοκράτορα».

«Οι Ιουδαίοι όμως έκραζαν: «Εάν απολύσης αυτόν, δεν είσαι φί­λος τού Καίσαρος18. Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλέα αντιτίθεται στον Καίσαρα» (Ιωάν. 19,12).

Οι πλάγιες αλλά βαρείες αυτές απειλές σε μία εποχή κατά την οποία εθεωρείτο κανείς ένοχος από την στιγμή που κρινόταν ύποπτος, συγκλόνισαν τον Πιλάτο. Οι Εβραίοι τον προειδοποιούσαν ότι θα τον καταγγείλουν στον αυτοκράτορα για απιστία, δηλαδή για έσχατη προ­δοσία. Έτσι χαρακτηριζόταν η εύνοια προς έναν επαναστάτη. Στα χρό­νια δε τού Τιβερίου το αδίκημα αυτό είχε βαρύτατες συνέπειες και ετιμωρείτο σκληρότατα, γιατί εθεωρείτο το αποκορύφωμα κάθε κατηγο­ρίας.

Για τον Πιλάτο, που τόση πικράν πείραν είχε από εβραϊκές επανα­στάσεις και καταγγελίες προς τον αυτοκράτορα, η νέα αυτή βαρειά απειλή των Εβραίων για έγκλημα που στρεφόταν εναντίον τού αυτο­κράτορα, σήμαινε γι' αυτόν έσχατο κίνδυνο. Γι’ αυτό, κάτω από το κρά­τος της αγανακτήσεως και ταραχής, διαπιστώνοντας και πάλι πως ήταν ανώφελο και μάταιο να μεταστρέψη τον εβραϊκό όχλο, παίρνει την απόφασι να τερματίση την μεγάλη αυτή περιπέτεια κατά τον πλέον ακίνδυ­νο σ' αυτόν τρόπο.

Αυτό απαιτούσε το προσωπικό του συμφέρον, στο οποίο κατά την κρίσιμη αυτή στιγμή, από την οποία κρίνεται τελικά και η ευθύνη του και ολόκληρος ο χαρακτήρας του, εσφαγίασε και θυσίασε την έν­νοια τού δικαίου και της δικαιοσύνης. Θυσίασε ακόμη την ανεπιφύλα­κτη και απόλυτη βεβαιότητα της δικαστικής του συνειδήσεως που κατ’ επανάληψι ο ίδιος διεκήρυξε για την πλήρη αθωότητα τού Ιησού.

Θυσίασε επίσης το όλο γόητρό του σαν ανθρώπου και Ρωμαίου ηγεμόνος. Το εκκρεμές τού ασταθούς χαρακτήρος του που αιωρείτο μεταξύ δικαιοσύνης και αδικούσης αναποφασιστικότητος, το οποίο δια­πιστώσαμε κατ’ επανάληψι και πιο πάνω, κινήθηκε και πάλι έντονα προς τον αρνητικό πόλο, και καρφώθηκε σ' αυτόν κάτω από την ισχυρή πίεσι τού φόβου για την προσωπική του τύχη.

Μόλις λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος την απειλή που εκτόξευσαν οι Εβραίοι, διατάσσει να βγη από το πραιτώριο ο Ιησούς. Από αυτό επί­σης συμπεραίνεται καθαρά ότι η προηγούμενη στιχομυθία Πιλάτου και Ιησού (στ. 9-11) έγινε μέσα στο πραιτώριο, όπως το πληροφορούμεθα και από την αρχή τού στίχου 9. Ο Πιλάτος κάθεται «επί τού βήματος», δηλαδή στην δικαστική καθέδρα που υψωνόταν στο λιθόστρωτο δάπε­δο της θολωτής αψίδας που προεξείχε τού πραιτωριακού μεγάρου. Αφού βγήκε ο Ιησούς, τον δείχνει και λέγει στους Εβραίους με οργή, απέχθεια και ειρωνεία, «ιδού ο βασιλεύς σας», αφού οι ίδιοι είχαν επι­νοήσει την κατηγορία, ότι ο Ιησούς θεωρούσε τον εαυτό του βασιλέα, για να τον ενοχοποιήσουν για πολιτικό έγκλημα. «Όταν λοιπόν άκουσε ο Πιλάτος αυτόν τον λόγο, έφερε έξω τον Ιησού, και αυτός κάθησε στην δικαστική έδρα, στον τόπο που λέγεται Λιθόστρωτο, στα εβραϊκά Γαββαθά... και λέγει στους Ιουδαίους, «ιδού ο βασιλεύς σας» (Ιωάν. 19,13-14).

Στο μέρος τού χωρίου τούτου που σημειώσαμε αποσιωπητικά παρεμβάλλεται μία χρονική πληροφορία για την ώρα που έγιναν αυτά, που διασπά την συνέχεια του λόγου. Από αυτό νομίζουμε ότι δεν προέρχεται από τον Ιωάννη, καθόσον ο Ιωάννης πουθενά στις αφηγή­σεις των παθών δεν προσδιορίζει ώρες, ούτε μνημονεύει το γενόμενο σκότος. Είναι εμβόλιμη και προέρχεται από μεταγενέστερο χέρι, που εί­χε υπ’ όψιν το ωράριο των δύο συνοπτικών Ματθαίου 27,45 εξ. και Λουκ. 23,44. Σύμφωνα με την άποψι μερικών ερμηνευτών έγινε για να διορθωθή η εσφαλμένη πληροφορία του Μάρκ. 15,25. Αυτό δεν το δέχομαι για τους λόγους που εκθέτω πιο κάτω.

Η χρονική πληροφορία τού Ιωάννου που σύμφωνα με την άποψί μας θεωρείται εμβόλιμη είναι η εξής: «Ήταν δε Παρασκευή τού Πάσχα, ώρα δε περίπου έκτη» (Ιωάν. 19,14β) κατά το Ιουδαϊκό ωρολόγιο, δηλαδή περίπου δωδέκατη μεσημβρινή.

Το εμβόλιμο της πληροφορίας αυτής πιστώνεται και από την προ­χειρότητά της για να προσαρμοσθή στις αντίστοιχες πληροφορίες των δύο ευαγγελιστών. Και την προχειρότητα προδίδει το γεγονός ότι ενώ κατά τους δύο συνοπτικούς (Ματθ. 27,45 εξ. και Λουκ. 23,44) η σταύρωσις άρχισε πολύ πριν από την έκτη ώρα και μάλιστα γύρω στην τρίτη ώρα (Μάρκ. 15,25) δηλαδή 9.00 π.μ., διότι οι διατυπώσεις της καθώς και της σταυρώσεως των άλλων ληστών και τα γεγονότα που εφεξής αναφέρονται χρειάσθηκαν τουλάχιστον τρεις ώρες και τερματίσθηκε με τον θάνατο τού Ιησού γύρω στην ένατη ώρα (3.00 μ.μ.) αντίθετα η εμβόλιμη πληροφορία στον Ιωάννη τοποθετεί στην έκτη ώρα την τε­λευταία παρουσίασι τού Ιησού από τον Πιλάτο, (την σκηνή: Ίδε ο άν­θρωπος), οπότε η σταύρωσις θα πρέπει να έλαβε χώραν μετά την έκτη ώρα, δηλαδή κατά το χρονικό διάστημα που οι συνοπτικοί Ευαγγελι­στές αναφέρουν το σκότος. Αλλά και από την έκτη ώρα (δωδέκατη με­σημβρινή), αν άρχιζε η σταύρωσις, που η διάρκειά της έφθασε οπωσδήποτε τις τρεις ώρες, τότε το τρίωρο σκοτάδι που επακολούθη­σε πρέπει να τοποθετηθή ανάμεσα στην ένατη (3.00 μ.μ.) και την έκτη εσπερινή της Παρασκευής. Από τότε όμως άρχιζε το Σάββατο τού Πάσχα και δεν υπολειπόταν χρόνος για την αποκαθήλωσι και την ταφή πριν από την έναρξι τού Σαββάτου (6.00 μ.μ. της Παρασκευής).

Για όλους αυτούς τους λόγους η χρονική αυτή πληροφορία στον Ιωάννη, που διασπά την συνέχεια τού λόγου, παρεμβλήθηκε μεταγε­νέστερα και με προφανή προχειρότητα ως προς τον προσδιορισμόν της ώρας και σε ασυναρτησία με τα κατ' αυτήν γεγονότα.

Ως προς την ημέρα συμφωνούν όλοι οι Ευαγγελιστές ότι αυτή ή­ταν «η Παρασκευή τού Πάσχα, η οποία ήταν πριν από το Σάββατο˙ η δε αυριανή ημέρα, η οποία ήταν μετά την Παρασκευή ήταν το Σάββατο», που άρχιζε στις 6.00 μ.μ. την Παρασκευή. Η ημέρα αυτή λεγόταν «Πα­ρασκευή τού Πάσχα», γιατί κατ' αυτήν έπρεπε να τελειώση όλη η προ­παρασκευή τού σπιτιού και της λατρείας που απαιτούσε ο Ιουδαϊκός νόμος για το Πάσχα, δηλαδή η προμήθεια άζυμου άρτου, αρνιού και άλ­λων αναγκαίων.

Το Πάσχα εωρταζόταν στις 15 Νισάν που τότε συνέπιπτε με το Σάββατο και άρχιζε από τις 6.00 το απόγευμα της προηγουμένης ημέ­ρας. Η προηγούμενη αυτή ημέρα, η «Παρασκευή τού Πάσχα» ήταν η 14η Νισάν, που ωνομαζόταν και «πρώτη των αζύμων», διότι κατ αυτήν άρχιζε, όπως αναφέρθηκε, η προμήθεια ή η προετοιμασία στο σπίτι τού πασχαλινού άζυμου άρτου, τού οποίου η χρήσις θα άρχιζε από τις 6.00 το απόγευμα της Παρασκευής προς το Σάββατο, όταν άρ­χιζε η 15η Νισάν, δηλαδή η πρώτη ημέρα της εβδομαδιαίας εορτής του Πάσχα, η οποία γι' αυτόν τον λόγο ωνομαζόταν «εορτή των αζύ­μων για τον Κύριο»19.

«Παρασκευή τού Πάσχα» λοιπόν ή «πρώτη των αζύ­μων» ήταν μία και η αυτή, η προηγούμενη τού Πάσχα ημέρα, που άρχιζε στις 6.00 το απόγευμα της προηγουμένης, της Πέμπτης 13ης Νισάν. Άρα ο μυστικός Δείπνος που τε­λέσθηκε μετά την 6η απογευματινή ώρα της Πέμπτης, έ­πεφτε στις πρώτες ώρες της «Παρασκευής του Πάσχα» ή «πρώτης των αζύμων», 14ης Νισάν, και τελέσθηκε με έν­ζυμο άρτο. Παρασκευαζόταν βέβαια από τις πρώτες αυτές ώρες της Παρασκευής (απόγευμα Πέμπτης) ο άζυμος άρτος, αλλά καθ’ όλη την ημέρα αυτή της «Παρασκευής» δεν γινόταν τότε, ούτε και σήμερα γίνε­ται από τους Εβραίους χρησιμοποίησις των αζύμων, παρά μετά την δύσι τού ήλιου της («Παρασκευής») 14ης Νισάν, δηλαδή μετά την θρη­σκευτική έναρξι της ημέρας της 15ης Νισάν, που ήταν η κυρίως ημέρα της εορτής τού Πάσχα.

Ώστε ο μυστικός Δείπνος έγινε με ένζυμο άρτο, αφού, όταν έγινε αυτός, αναμφίβολα δεν είχαν τεθή ακόμη σε χρήσι τα άζυμα. Ο μυστι­κός Δείπνος λοιπόν έγινε στις αρχές της νύχτας της 13ης προς την 14η Νισάν, Πέμπτη βράδυ προς Παρασκευή. Δηλαδή έλαβε χώρα 24 ώρες πριν από τον εβραϊκό πασχάλιο δείπνο, ο οποίος γίνεται πάντοτε και αμετάθετα μετά την δύσι τού ήλιου της 14ης προς την 15η Νισάν. Έγι­νε λοιπόν 24 ώρες πριν από την έναρξι της χρήσεως των αζύμων, οπό­τε έγινε σ' αυτόν χρήσις ένζυμου άρτου. Επομένως η θεία Ευχαριστία, που συνεστήθη από τον Κύριο στο τέλος τού Δείπνου εκείνου από τον άρτο που υπήρχε στο τραπέζι, συνεστήθη με ένζυμο άρτο20.

Αυτά, όσον αφορά τον εμβόλιμο στον Ιωάννη προσδιορισμό της ημέρας κατά την οποία έγιναν τα ανωτέρω21. Αλλά ας προχωρήσου­με στην συνέχεια της διηγήσεως.

Μόλις οι Εβραίοι αντίκρυσαν τον Ιησού «εκραύγασαν, θανάτω­σε τον, θανάτωσε τον, σταύρωσε τον» (Ιωάν. 19,15), επαναλαμβά­νοντας τις ίδιες όπως και προηγουμένως κραυγές με τις οποίες δήλω­ναν πόσο επείγονταν να επιταχύνουν την σταυρική θανάτωσι του Κυ­ρίου και πόσο αγανακτούσαν για τις παρελκύσεις τού Πιλάτου που την καθυστέρουσαν. «Τους λέγει ο Πιλάτος «τον βασιλέα σας να σταυρώ­σω»; (Ιωάν. 19,15). Η ερώτησις αυτή εκδηλώνει την τελευταία από­πειρα τού Πιλάτου για να αφαρπάση τον Ιησού από τα νύχια της λαϊκής μανίας. Επίσης κάτω από την ερώτησι υποδηλωνόταν ότι η βασιλική ιδιότητα τού Ιησού είτε πραγματική είτε προβαλλόμενη από αυτούς αποτελούσε δικό τους εσωτερικό ζήτημα —τον βασιλέα σας— δηλαδή υπόθεσι της Ιουδαϊκής μειονότητος, η οποία πρέπει να σέβεται τον εαυ­τό της, για να αξιώνη σεβασμό από την ρωμαϊκή αρχή.

Στην ερώτησι τού Πιλάτου δεν απαντά ο λαός αλλά οι αρχιερείς. «Αποκρίθηκαν οι αρχιερείς˙ «δεν έχουμε βασιλέα παρά τον Καίσαρα» (Ιωάν. 19,1 5). Συνέλαβαν το πνεύμα της ερωτήσεως τού Πιλάτου. Και διαστρεβλώνουν και πάλι τα πράγματα, όπως έπραξαν και προηγουμέ­νως. Την αντιποίησι δηλαδή της βασιλικής Ιδιότητος που οι ίδιοι απέδι­δαν στον Ιησού δεν την χαρακτηρίζουν σαν ιδιότητα και υπόθεσι ενδοεβραϊκή, αλλά σαν ιδιότητα που στρέφεται ενάντια στον αυτοκρά­τορα. Και δεν ανέχονταν να επιμένη ο Πιλάτος στο να χαρακτηρίζη τον Ιησού «βασιλέα των Ιουδαίων». Ωστόσο αυτόν τον χαρακτηρισμό οι ίδιοι επινόησαν, ότι δήθεν τον επρόβαλε ο Ιησούς για τον εαυτό του.

Και επανέρχονται πάλι στην ίδια πλαγία αλλά βαρύτατη απειλή εναντίον τού Πιλάτου, ότι η στάσις του στο προκείμενο ζήτημα αποτε­λεί απιστία προς τον αυτοκράτορα. Και αυτοί μεν τον σέβονται δήθεν σαν τον μόνο βασιλέα τους, ενώ εκείνος με την αδιαφορία του τον αφήνει έκθετο στον Ιησού που αντιποιείται βασιλική ιδιότητα. Ακούοντας για τρίτη φορά ο Πιλάτος το όνομα τού Καίσαρος υπέκυψε στον φόβο για την προσωπική του τύχη. Φοβήθηκε μήπως καταγγελθή σαν ένοχος τού βαρύτατου εγκλήματος απιστίας ή προσβολής προς το πρόσωπο τού αυτοκράτορα, όπως είπαμε πιο πάνω.

Στον προσωπικό του αυτό φόβο θυσιάζει και την δικαστική του συνείδησι και την διοικητική του εξουσία και το όλο γόητρό του σαν Ρωμαίου ηγεμόνος, και παραδίνει τον Ιησού για σταύρωσι, ενώ είχε πλήρη βεβαιότητα για την αθωότητά του και για το αξιοσέβαστο μεγα­λείο της προσωπικότητάς του. «Τότε λοιπόν τον παρέδωσε σ’ αυτούς για να σταυρωθή» (Ιωάν. 19,1 6). Χαρακτηριστική είναι σ' αυ­τόν τον στίχο η λέξις «αυτοίς» (σ' αυτούς), την οποία καθιστά ακόμη πιο χαρακτηριστική η αντίστοιχη διαφωτιστική έκφρασις τού ακριβολόγου Λουκά, «τον δε Ιησούν παρέδωσε στο θέλημά τους» (Λουκ. 23,25)

Πράγματι από τώρα και στο εξής δεν πρωτοστατούν στην σταύ­ρωσι Ρωμαίοι δήμιοι ή -επειδή τέτοιοι απουσίαζαν στην Παλαιστίνη -Ρωμαίοι στρατιώτες, αλλά Εβραίοι.

Οι στρατιώτες που εγνώριζαν τον τρόπο της σταυρικής εκτελέ­σεως, ενεργούν σαν καθοδηγητικά και εκτελεστικά όργανα των Εβραίων. Σ' αυτό το ζήτημα είναι ομόφωνη και η γνώμη της Χριστιανι­κής παραδόσεως καθώς και η έκφρασις της Χριστιανικής τέχνης τόσο στις εικόνες της σταυρώσεως όσο και στην υμνογραφία.

Ήδη ο Απόστολος Πέτρος ομιλώντας την ημέρα της Πεντηκο­στής προς τους Εβραίους, τους κατηγορεί για τον θάνατο τού Ιησού: «Τον Ιησού που σάς παραδόθηκε τον εσκοτώσατε βάζοντας ανθρώ­πους άνομους να τον καρφώσουν στον σταυρό» (Πράξ. 2,23). Την ίδια κατηγορία τους την απευθύνει και αργότερα: «Τον αρχηγό της ζωής τον εφονεύσατε» (Πράξ. 3,15). Και αργότερα από άλλη αφορμή αποτείνε­ται ο Πέτρος «προς τους άρχοντες τού λαού και προς τους πρεσβυτέ­ρους του Ισραήλ» και λέγει για τον Ιησού: «...τον οποίον εσείς εσταυρώσατε» (Πράξ. 4:8,10). Το ίδιο είπαν και οι Απόστολοι αργότερα προς τους Εβραίους άρχοντες: «...τον οποίο εσείς εσκοτώσατε με κρέμασμα επάνω στον σταυρό» (Πράξ. 5,30). Το ίδιο και ο πρωτομάρτυς Στέφα­νος προς τους Εβραίους άρχοντες: «...του δικαίου, του οποίου εσείς γί­νατε προδότες και φονείς» (Πράξ. 7,52).

Έτσι έληξε η λεγομένη «δίκη τού Ιησού» μπροστά στον Πιλάτο. Αλλά όπως φαίνεται καθαρά από την όλη διήγησι των Ευαγγελίων, δεν πρόκειται για δίκη, αλλά για δικοφανή παρωδία, που διατελούσε έξω από κάθε δικονομική τάξι. Ούτε καν αναζητήθηκαν σύμφωνα με τον νόμο μάρτυρες υπερασπίσεως. Από το άλλο μέρος, δέχεται ο Πιλάτος, αντίθετα προς τον νόμο, σαν μάρτυρες κατηγορίας αυτούς τους εισ­αγγελείς της κατηγορίας.

Πρόκειται κυριολεκτικά για φονική εξέγερσι των Εβραίων εναντίον τού Ιησού που από καιρό εμελετάτο και προπαρασκευαζόταν, στην οποία έμπλεξαν και τον Πιλάτο με αποκλειστικό σκοπό τον σταυ­ρικό θάνατο τού Ιησού. Όσα διαδραματίσθηκαν ενώπιον τού Πιλάτου αποτελούν στην πραγματικότητα δραματικό διάλογο ανάμεσα σ' αυτόν και τον όχλο που είχαν μεταξύ τους οξεία αντίθεσι και φιλονεικία γύρω από τον Ιησού. Ο μεν όχλος φανατίζεται από τους άρχοντές του που κινούνταν από φθόνο, και κατηγορεί χωρίς αιτία τον Ιησού για ανύπαρ­κτα θανάσιμα εγκλήματα˙ο δε Πιλάτος από τις ανακριτικές εξετάσεις του Ιησού που παρεμβάλλονταν σ' αυτήν την διένεξι, τον κηρύσσει αθώο έξι φορές. Επτά φορές επρότεινε και προσπάθησε να τον απολύση. Και τέλος, αντίθετα προς κάθε έννοια δικαίου και ηθικής τάξεως, και παρά την δικαστική του συνείδησι, αφού εκφοβίσθηκε από τους Εβραίους, υποκύπτει. Και «χωρίς να κάνη καμμία εξέτασι, νομίζοντας ότι έτσι θα τους καλοπιάση» (Ιω. Χρυσόστομος), παραδίδει στις φονι­κές τους διαθέσεις τον Δίκαιο και Αναίτιο και Αθώο, χωρίς δίκη και χωρίς δικαστική απόφασι.

Να, πώς χαρακτηρίζουν την πράξι αυτή του Πιλάτου αι «Διαταγαί των Αγίων Αποστόλων δια Κλήμεντος»22. «Ο Πιλάτος λοιπόν ντρό­πιασε την εξουσία με την ανανδρία του. Αυτός ο ίδιος αποδεικνύει τον εαυτό του ένοχο, αφού αντί το δίκαιο προτίμησε τα πλήθη. Από το ένα μέρος ωμολόγησε ότι αυτός (ο Ιησούς) είναι αθώος, και από το άλλο μέρος σαν ένοχο τιμωρίας τον παρέδωσε για σταύρωσι, αν και οι νόμοι των Ρωμαίων ώριζαν ότι κανείς δεν θανατώνεται χωρίς να γίνη δικα­στική εξέτασις».

_____________________________________________

1 Δηλαδή των Ευαγγελιστών Ματθαίου και Μάρκου (Σ.τ.έ.).

2 «Οι δε εκραύγασαν άρον άρον, σταύρωσον αυτόν. Λέγει αυτοίς ο Πιλάτος· τον βασιλέα υμών σταυρώσω»;

3 Ο Ευσέβιος Καισαρείας στο β' μέρος της Εκκλησιαστικής του Ιστορίας (§ 1-3) αναφέρει:

«Όσα εβούιξαν σ' όλους σ' ολόκληρη την Παλαιστίνη για την εκ νεκρών ανάστασι τού Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, ο Πιλάτος τα ανεκοίνωσε στον βασιλέα Τιβέριο. Τον πληροφόρησε και για τις άλλες του θαυματουργίες και για το ότι μετά τον θάνατό του αναστήθηκε και από πολλούς ήδη πιστεύθηκε ότι είναι Θεός. Ο Τιβέριος το ανέφε­ρε στην Σύγκλητο, αλλά εκείνη απέρριψε την πρότασι, με φανερή αιτία ότι έπρεπε η ί­δια προηγουμένως να εξετάση... Η αληθινή όμως αίτια ήταν ότι η σωτήριος διδασκαλία τού θείου κηρύγματος δεν είχε ανάγκη της επιβεβαιώσεως και συστάσεως των ανθρώ­πων. Και η ρωμαϊκή Βουλή γι' αυτήν την αιτία δεν δέχθηκε όσα αναφέρθηκαν για τον Σωτήρα μας, αλλά ο Τιβέριος διετήρησε την άποψι που είχε και δεν σκέφθηκε κάτι άσχημο και κακό εναντίον της διδασκαλίας τού Χριστού» (Σ.τ.ε)

4 Δηλαδή, «Το έγκλημα κατά της μεγαλειότητος ήταν το αποκορύφωμα όλων των κατηγοριών» ή σύμφωνα με άλλη μετάφρασι: «Το έγκλημα κατά της μεγαλειότητος ήταν συμπλήρωμα όλων των κατηγόρων» (Σ.τ.έ.).

5 Ιωσήπου III. 2. 16. 3. 2.17.6. ΙΑ. 20. 8. 11.

6 Ιωσήπου ΙΑ, 18, 2, 3: «Πολύ είχε προχωρήσει στην φιλία με τον Τιβέριο» γι' αυτό και έχτισε «πόλι που της έδωσε το όνομά του, Τιβεριάδα, εποικίζοντάς την με τους πιο εκλεκτούς της Γαλιλαίος, στην λίμνη της Γεννησαρέτ».

7 Πρόκειται για προηγούμενο τμήμα κεφαλαίου που βρίσκεται στις σελ. 506-525 τού μνημονευθέντος έργου· «Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης, εξ απόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής» (Σ.τ.έ.).

8 L. Fillion, Femme de Pilate, Εύαγγέλιον Νικόδημου, 2, στο F. Vigouroux, Dictionnaire de la Bible, τόμ. 5ος, Παρίσι 1912.

9 Ο Πιλάτος μετά την σταύρωσι τού Κυρίου γνώρισε πολλές θλίψεις και περιπέ­τειες. Έπεσε στην δυσμένεια τού Ρωμαίου αυτοκράτορα και τελείωσε την ζωή του στην Βιέννη της Γαλλίας με αυτοκτονία. Ο Ιστορικός Ευσέβιος στο δεύτερο βιβλίο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας (κεφ. 7) αναφέρει: «Ο Πιλάτος κατά τους χρόνους τού Γαΐου [δηλ. τού Καλιγούλα] λέγεται ότι περιέπεσε σε τόσες συμφορές, ώστε να αναγκασθή να γίνη φονεύς τού εαυτού του και με αυτοκτονία να τιμωρήση τον εαυτό του, διότι όπως φαίνεται η θεία δίκη δεν άργησε να τον συλλάβη».

10 Αντιστοιχεί στις σελ. 284-374 και φέρει τον τίτλο, «η ποινή της σταυρώσεως» (Σ.τ.ε).

11 Στο έργο τού Φίλωνος, «Εις Φλάκκον 6, ο. 522. Μ., 37-38, αναφέρεται η διακωμώδησις κάποιου παράφρονος Καραβά σαν βασιλέως: «Αφού τον τράβηξαν τον άθλιο μέχρι το γυμναστήριο και αφού τον έστησαν ψηλά για να φαίνεται καλά από όλους, πλάτυναν έναν πάπυρο και τού τον έβαλαν στο κεφάλι για στέμμα, περιέβαλαν το υπόλοιπο σώμα του μ’ ένα στρωσίδι αντί για βασιλικό μανδύα, και αντί για βασιλική ράβδο τού έδωσε κάποιος ένα τμήμα από ντόπιο πάπυρο που είδε πεσμένο στον δρό­μο. Όταν όπως στα θέατρα φόρεσε και τα βασιλικά παράσημα και στολίσθηκε σαν βασιλεύς, στάθηκαν δεξιά και αριστερά του νεαροί που μιμούνταν τους δορυφόρους, ο όποιοι αντί για λόγχες έφεραν στους ώμους ραβδιά. Έπειτα προσέρχονταν, άλλοι δή­θεν να τον χαιρετήσουν, άλλοι για να δικασθούν και άλλοι για να συνεννοηθούν για τις δημόσιες υποθέσεις».

12 Χλαμύδα είναι ο κοντός μανδύας (Σ.τ.έ.).

13 Ιμάτιο είναι το εξωτερικό ένδυμα. το επανωφόρι (Σ.τ.ε.).

14 Αυτό αναφέρεται στις σελίδες 556-557 της «Ιστορίας της εποχής της Κ. Δια­θήκης...» (Σ.τ.έ.).

15 Στο χωρίο τού Λευιτικού, 24,1 6 αναφέρεται: «Οποίος βλασφημήση το όνομα τού Κυρίου, εξάπαντος θα θανατωθή· με λίθους θα τον λιθοβολήσουν». Το ότι ο Ιησούς ισχυριζόταν ότι είναι Υιός Θεού, αυτό αποτελούσε την βλασφημία. Εδώ η ποινή προβλέπει λιθοβολισμό. ΟΙ Εβραίοι όμως ήθελαν τον σταυρικό θάνατο. Ακόμη, σύμ­φωνα με τον νόμο τους, στον λιθοβολισμό, τις πρώτες πέτρες έπρεπε να τις πετάξουν oι μάρτυρες. Στην δίκη τού Κυρίου μεταξύ των μαρτύρων παρουσιάσθηκε ασυμφωνία (Σ.τ.έ.).

16 Αυτό καλύπτει τις σελ. 764-827, δηλαδή 63 σελίδες, μεγάλου σχήματος και με μικρά γράμματα που μπορούν να αποτελέσουν ξεχωριστό Βιβλίο (Σ.τ.έ.).

17 Πανδέκτες ή Digesta θα πη συλλογή αποσπασμάτων κωδικοποιημένων διατάξεων από συγγράμματα Ρωμαίων νομομαθών (Σ.τ.έ.).

18 Ο τίτλος "amicus Caesaris» (=φίλος τού Καίσαρος) ήταν επίσημος τίτλος των εμπίστων τού αυτοκράτορα. Ανάκλησις αυτού τού τίτλου σήμαινε άρσι της εμπιστοσύ­νης τού αυτοκράτορα από αυτούς που τον έφεραν... Πρβλ. Αρριανού, Των Επικτήτου διατριβών, 4,1,8: «Αλλά και συγκλητικός είμι και Καίσαρος φίλος...» - 4, 1, 95: «Τι ποιήσω: φίλος έσομαι Καίσαρος».

19 Λευϊτ. 23,6. Ώστε λοιπόν «πρώτη των αζύμων» ήταν η 14 Νισάν, ή «Παρασκευή τού Πάσχα», ή προηγουμένη τού Πάσχα, κατά την οποία παρασκευάζονταν τα άζυμα. Και «εορτή των αζύμων» ήταν η 15η Νισάν, η πρώτη ημέρα τού Πάσχα, κατά την οποία άρχιζε η χρήσις των αζύμων.

20 Από την σύγκρισι των χωρίων Ματθ. 26,26-29, Ιωάν. 13, 26-27 και παραλ­λήλων προς το Έξοδ. 12, 8-12 αποδεικνύεται και ότι κατά τον μυστικό Δείπνο δεν πα­ρατέθηκε πασχαλινό αρνί ούτε ήταν δυνατό να παρατεθή, αφού η σφαγή του έπρεπε να γίνη μετά 24 ώρες.

21 Η άποψις αυτή για το εμβόλιμο των προτάσεων, «ην δε Παρασκευή τού Πάσχα, ώρα δε ωσεί έκτη» δεν γίνεται δεκτή από όλους τους ερμηνευτές. Άλλωστε στην χειρόγραφη παράδοσι τού κειμένου τού Ιωάννου μαρτυρούνται αυθεντικώτατα oι προτάσεις. Ερμηνευτές τού δ' μ.Χ. αιώνος ισχυρίζονται ότι το «ώρα έκτη», πρέπει να διαβασθή «ώρα τρίτη». Ο εκκλησιαστικός Ιστορικός Ευσέβιος σημειώνει κάτι αξιοπρό­σεκτο, που και άλλοι αρχαίοι ερμηνευτές το δέχονται: Έχει γίνει λάθος αντιγραφικό. Το Τρίτο γράμμα τού Ελληνικού αλφαβήτου, κεφαλαίο φυσικά — τότε μόνο η μεγαλογράμματη γραφή εχρησιμοποιείτο — που δηλώνει την τρίτη ώρα κατέληξε από γάμμα (Γ') να γίνη στίγμα ή επίσημον ή γαβέξ που σημαίνει έκτη ώρα. Η υπόθεσις αυτή έχει υπέρ εαυτής το γεγονός ότι τα δύο στοιχεία ομοιάζουν πολύ και εύκολα παραπλανούν τον αντιγραφέα — «κυρτωθείσης της αποτεταμένης εις μήκος ευθείας εις την τού επι­σήμου μεταχωρήσαι σημασίαν...» (Σωτήρος Αντιοχείας). Σύμφωνα με άλλη άποψι oι ώρες 9.00 π.μ. έως 12.00 μ. αποτελούσαν για το Ιουδαϊκό ημερολόγιο το δεύτερο ημερινό τρίωρο, που άρχιζε με την τρίτην ώρα (την δική μας 9ην π.μ.)· και λέγοντας τρίτη ώρα εκάλυπταν όλο το δεύτερο αυτό τρίωρο (Σ.τ.έ.).

22 Το σύγγραμμα αυτό δεν έχει καμμίαν σχέσι με τον Κλήμεντα Ρώμης, αν και φέρει το όνομά του. Αποτελείται από οκτώ βιβλία που περιέχουν διατάξεις αναφερόμε­νες σε ζητήματα εκκλησιαστικής οργανώσεως, ευταξίας, λατρείας και δικαιοσύνης. Πε­ριέχουν βέβαια προγενέστερο υλικό, αλλά εμφανίσθηκαν και πήραν την τελική τους διαμόρφωσι, περί τα τέλη τού δ' μ.Χ. αιώνος. Το όγδοο βιβλίο στηρίζεται σε μεγάλη έκτασι σε σπουδαιότατο κείμενο που γράφθηκε περί το 217 μ.Χ. δηλαδή στην λεγομένη «Αποστολική Παράδοσι» έργο τού Ιππολύτου Ρώμης (Σ.τ.έ.).

Αρχιμ. Δανιήλ Γούβαλης (1940-2009)
Από το βιβλίο: ΠΕΡΙΠΑΤΟΙ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ




Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 28/3/2024 9:56:51 μμ