ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ἀκτὴ Θεμιστοκλέους 190, 185 39 ΠΕΙΡΑΙΕΥΣ, Τηλ. +30 210 4514833, Fax +30 210 4518476, Email: [email protected]

ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ

ΓΙΑ ΨΕΥΔΗ ΚΑΤΑΜΗΝΥΣΗ ΕΝΑΓΕΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΕΛΣΙΝΚΙ ΚΑΙ Ο κ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ἐν Πειραιεῖ τῇ 6ᾳ Μαρτίου 2020

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Πειραιῶς κ.κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ κατεμήνυσε τόν κ. Παναγιώτη Δημητρᾶ καί τήν κ. Andrea Gilbert, ἐκπροσώπους τῆς ΜΚΟ «Παρατηρητήριο τοῦ Ἐλσίνκι» γιά ψευδῆ καταμήνυση, ἀδίκημα αὐτεπαγγέλτως διωκόμενο, κατόπιν τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ μέ Ἀποφάσεις τῶν Εἰσαγγελέων Πρωτοδικῶν καί Ἐφετῶν ἀπό τήν μήνυση των εἰς βάρος του, γιά τά ἐγκλήματα τοῦ ἄρθρου 1 τοῦ Ν. 927/79 «Δημόσια ὑποκίνηση βίας ἤ μίσους» μέ τίς ἐπιβαρυντικές περιστάσεις τῆς παραγράφου 5 τοῦ ἄρθρου αὐτοῦ καί τοῦ ἄρθρου 196 ΠΚ «Κατάχρηση ἐκκλησιαστικοῦ ἀξιώματος».

ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ

 

ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ ΠΛΗΜΜΕΛΕΙΟΔΙΚΩΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΓΚΛΗΣΗ
Του Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ .............................

ΚΑΤΑ
1. Andrea Gilbert ............................
2. Παναγιώτη Δημητρά του Ηλία, ............................................

****

1. Στις 29.4.2017 οι εγκαλούμενοι υπέβαλαν προς τη Διεύθυνση Ασφάλειας Αττικής, Υποδιεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας της Ελληνικής Αστυνομίας την από 29.4.2017 μήνυσή τους, η οποία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 7100/33/56 (σχετ. 1), δια της καταμηνύομαι ψευδώς ότι δήθεν τέλεσα τα εγκλήματα του άρθρου 1 του Ν. 927/79 («Δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους») με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού και του άρθρου 196 ΠΚ («Κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος»), εν γνώσει τους ότι ουδέποτε τέλεσα τα παραπάνω εγκλήματα, με σκοπό να προκαλέσουν άδικα την ποινική μου δίωξη.

2. Ειδικότερα στην παραπάνω μήνυσή τους οι εγκαλούμενοι αναφέρουν κατά λέξη τα εξής:

«Κυρίες / Κύριοι

Στο συνημμένο κείμενο που ανήρτησε χθες στο επίσημο ιστολόγιο της Μητρόπολης Πειραιά η οποία είναι δημόσια αρχή, ο Μητροπολίτης Σεραφείμ προβαίνει σε προφανές αντισημιτική παραλήρημα (όπως και με τόσα άλλα κείμενα στο παρελθόν που προκάλεσαν μεταξύ άλλων την από αυτόν αναφερόμενη κήρυξή του ως ανεπιθύμητου ως αντισημίτη από τον Ισραήλ) το οποίο παραβιάζει το Άρθρο 1 του Ν. 927/79 με τις επιβαρυντικές περιστάσεις της παραγράφου 5 του άρθρου αυτού (τέλεση από δημόσιο λειτουργό) και αποτελεί κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος (Άρθρο 196 ΠΚ).

Με την παρούσα τον μηνύουμε.

Επί πλέον, η πρώτη από εμάς Εβραία και υπεύθυνη του τμήματος καταγραφής και καταπολέμησης αντισημιτισμού του ΕΠΣΕ δηλώνει παράσταση πολιτικής αγωγής, για την οποία ως γνωστόν δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου.

Ζητούμε δε να κληθεί ως μάρτυρας το αρμόδιο στέλεχος της κυβέρνησης Γενική Γραμματέας Διαφάνειας και Ανθρώπινων Δικαιωμάτων Μαρία Γιαννακάκη.

Αιτούμεθα να μας γνωρίσετε αριθμό πρωτοκόλλου της καταγραφής της μήνυσης και ενημέρωση για τις ενέργειές σας.

Andrea Gilbert
Υπεύθυνη του τμήματος καταγραφής και καταπολέμησης αντισημιτισμού του ΕΠΣΕ

Παναγιώτης Δημητράς
Εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι».

Στην παραπάνω μήνυση επισυνάπτεται το από 28.4.2017 ανακοινωθέν με τίτλο «Περί της απαγορεύσεως, της Ισραηλινής Κυβερνήσεως, συμμετοχής ως εκπροσώπου της Εκκλησίας της Ελλάδος στην τελετή αφής του Αγίου Φωτός» που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Ιεράς Μητρόπολης Πειραιώς σε απάντηση της κήρυξής μου ως persona non grata από το Ισραήλ, με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να εκπροσωπήσω, ως είχα δικαίωμα, την Εκκλησία της Ελλάδος στην Τελετή αφής του Αγίου Φωτός κατά την εορτή του Πάσχα του έτους 2017.

3. Το παραπάνω ανακοινωθέν όμως ουδόλως αποτελεί «αντισημιτικό παραλήρημα», όπως ψευδώς καταμηνύεται στην παραπάνω μήνυση των εγκαλουμένων.

Πιο συγκεκριμένα Στις 7 Φεβρουαρίου 2017 συνήλθε στην πρώτη Συνεδρία Της για τον μήνα Φεβρουάριου η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και, μεταξύ άλλων θεμάτων, αποφάσισε να με ορίσει ως εκπρόσωπο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Τελετή αφής του Αγίου Φωτός, κατά το Μεγάλο Σάββατο (15-4-2017) στα Ιεροσόλυμα.

Δυστυχώς όμως, ενώ έγιναν όλες οι προετοιμασίες και μου χορηγήθηκε σχετικά και διπλωματικό διαβατήριο από το Υπουργείο Εξωτερικών, η Ισραηλινή Κυβέρνηση ερχόμενη σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρωθυπουργό της χώρας μας, διεμήνυσε ότι ήμουν ανεπιθύμητο πρόσωπο (persona non grata) στο Ισραήλ, επειδή κατά καιρούς είχε εκφράσει δήθεν «αντισημιτικές δηλώσεις».

Η Εκκλησία της Ελλάδος εξήγησε ότι ουδέποτε προέβην σε αντισημιτικές δηλώσεις, ότι είχα ήδη λάβει διπλωματικό διαβατήριο και ότι δεν θα επισκεπτόμουν κάποια εβραϊκή κοινότητα, αλλά τα Ιεροσόλυμα, μια διεθνή πόλη και με αποκλειστικό σκοπό τη συμμετοχή και εκπροσώπηση της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Τελετή αφής του Αγίου Φωτός, πλην όμως η Ισραηλινή Κυβέρνηση παρέμεινε στην απόφασή της, με αποτέλεσμα να παραιτηθώ του διορισμού μου και να αντικατασταθώ από έτερο Ιεράρχη.

Σε απάντηση της παραπάνω απόφασης της Ισραηλινής Κυβέρνησης, προκειμένου να διαμαρτυρηθώ για την αντικανονική παρέμβαση του Ισραήλ στη χώρα μας και στην Εκκλησία της Ελλάδος, για τη σφοδρή καταπάτηση των θρησκευτικών μου δικαιωμάτων, αλλά και προκειμένου να εξηγήσω το σφάλμα της Ισραηλινής Κυβέρνησης και την πλάνη της αφού συγχέει τον «αντισημιτισμό» με τον «αντισιωνισμό», προέβην στο υπό κρίση από 28.4.2017 ανακοινωθέν, ένα κείμενο αποκλειστικά θεολογικό, δια του οποίου, προβαίνω σε σαφή διάκριση μεταξύ:

α) των Σιωνιστών που καθυβρίζουν τον Κύριο ημών Ιησού Χριστού και μετάλλαξαν το θεϊσμό της Παλαιάς Διαθήκης και τον Προφητών σε σατανισμό, εισάγοντας την Καμπαλά και το Ταλμούδ και που επιχειρούν να κυριαρχήσουν παγκοσμίως μέσω του ψευδομεσσία τους, του Αντιχρίστου και

β) των Ἑβραίων, που όπως κατά λέξη αναγράφω στο υπό κρίση ανακοινωθέν προσέφεραν τόσους Πατριάρχες, Δικαίοι και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, όπως και τους Αγίους Αποστόλους και τους πρώτους Χριστιανούς στην εποχή της Καινής Διαθήκης, με κορωνίδα βέβαια την Πανάχραντο Κυρία Θεοτόκο και, πάνω από όλα, τον Θεάνθρωπο Κύριο και Σωτήρα Ιησού Χριστό και ανθρώπους.

Δηλαδή στο παραπάνω ανακοινωθέν γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ «αντισιωνισμού» και «αντισημιτισμού» και διευκρινίζεται πλήρως ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας είναι εναντίον του Σιωνισμού, νοούμενου ως μιας παγκόσμια δικτατορίας που αποβλέπει στην παγκόσμια κυριαρχία μιας συγκεκριμένης ομάδας εβραίων κεφαλαιοκρατών και όχι βεβαίως εναντίον της φυλής και του κράτους των Εβραίων.

Το παραπάνω ανακοινωθέν αποτελεί, κατά τρόπο πρόδηλο σε όποιον το διαβάζει, έκφραση γνώμης και μάλιστα θεολογικού περιεχομένου. Δεν εμπεριέχει την παραμικρή παρότρυνση, παρόρμηση, διέγερση, ενθάρρυνση ή παρακίνηση για την τέλεση κάποιας πράξης ή ενέργειας που είναι ικανή να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία.

Πολύ δε περισσότερο το ανακοινωθέν αυτό δεν θα μπορούσε ποτέ να θεωρηθεί πρόσφορο να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή να απειλήσει τη ζωή, την ελευθερία ή σωματική ακεραιότητα των Εβραίων, προϋπόθεση που ρητά αναφέρεται στο νόμο για την τέλεση του υπό κρίση εγκλήματος.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι η θεολογική και ιδεολογική μου τοποθέτηση ως Ιεράρχη της Εκκλησίας της Ελλάδος σε σχέση με τον Σιωνισμό, τον οποίον καταδικάζει η Ορθόδοξη Πίστη μας, ουδόλως θα μπορούσε να προκαλέσει διακρίσεις, μίσος ή βία ούτε βεβαίως και να εκθέσει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή να απειλήσει τη ζωή, την ελευθερία ή σωματική ακεραιότητα των Εβραίων – πολύ περισσότερο που στο ίδιο το υπό κρίση ανακοινωθέν ρητά χαρακτηρίζονται ως «ιδιαίτερα συμπαθής λαός» που μας προσέφερε Πατριάρχες, Δικαίους και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, τους Αγίους Αποστόλους, τους πρώτους Χριστιανούς με κορωνίδα την Πανάχραντο Κυρία Θεοτόκο και τον Θεάνθρωπο Κύριο και Σωτήρα Ιησού Χριστό ! (βλ. σελ. 2 τελευταία παράγραφος) και ανθρώπων.

Καμιά ρατσιστική διάθεση δεν υπάρχει στο ανακοινωθέν, όπως δεν υπάρχει και στην Εκκλησία, απέναντι σε οιαδήποτε ομάδα ανθρώπων και πολύ περισσότερο απέναντι στους Εβραίους.

4. Τα παραπάνω πολύ καλώς τα γνώριζαν οι εγκαλούμενοι, εντούτοις εν γνώσει τους και με σκοπό να προκαλέσουν την ποινική μου δίωξη, υπέβαλαν την παραπάνω μήνυσή τους.

Μάλιστα, λίγες ημέρες αργότερα και συγκεκριμένα στις 2.5.2017 με έτερο έγγραφό τους που απεύθυναν ομοίως προς τη Διεύθυνση Αστυνομικής Ασφάλειας Υπηρεσία Κρατικής Ασφάλειας και έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 7100/33156-α, στην μήνυσή τους προσέθεσαν την από 2.5.2017 ανακοίνωση του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, ως δήθεν «επιβεβαίωση» του περιεχομένου της μήνυσής τους. Πλην όμως, η ανακοίνωση αυτή του Κεντρικού Ισραηλιτικού Συμβουλίου Ελλάδος, εμμένει μεν στον χαρακτηρισμό μου ως αντισημίτη, πλην όμως σε ουδέν σημείο αυτής αποδίδει σε εμένα την τέλεση οιουδήποτε εγκλήματος, όπως δολίως έπραξαν οι εγκαλούμενοι.

Περαιτέρω στις 12.2.2018, ο δεύτερος εγκαλούμενος, εξεταζόμενος ενόρκως ενώπιον της κας Πταισματοδίκη του 2ου Τμήματος (σχετ. 2), ζήτησε να κληθεί ως μάρτυρας η Μαρία Γιαννακάκη, Γενική Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης, Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας και πρώην Βουλευτής Πειραιά, η οποία πράγματι κλήθηκε , πλην όμως, όπως κατά λέξη κατέθεσε στην από 8.11.2018 κατάθεσή του ενώπιον της κας Πταισματοδίκη του 2ου Τμήματος (σχετ. 3): «Είμαι γενική Γραμματέας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου κατά του Ρατσισμού και της Μισαλλοδοξίας. Αφού έλαβα γνώση της Εισαγγελικής Παραγγελίας που μου αναγνώσατε σας εκθέτω ότι, για τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης δεν γνωρίζω τίποτα».

5. Όπως ήταν εύλογο η παραπάνω ψευδής μήνυση των εγκαλουμένων τέθηκε στο αρχείο και ουδέποτε ασκήθηκε σε βάρος μου ποινική δίωξη, παρά το γεγονός ότι εξαντλήθηκε κάθε περιθώριο διερεύνησης της μήνυσης.

Πιο συγκεκριμένα αφού η ποινική δικογραφία διαβιβάστηκε από τον Διευθυντή της Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής της Ελληνικής Αστυνομίας αρχικά στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών και στη συνέχεια στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς λόγω τοπικής αρμοδιότητας και αφού διενεργήθηκε προκαταρκτική εξέταση και παρείχα εξηγήσεις, ο αρμόδιος Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς συνέταξε την από 23.4.2018 αναφορά του κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ (σχετ. 4), σύμφωνα με την οποία κρίθηκε ότι: «… Πλην όμως με την υπό κρίση ανακοίνωση ο μηνυόμενος δεν υποκινεί, προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βία κατά της Εβραϊκής φυλής κατά τρόπο που να εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή να ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων αυτών, ώστε να πληρούται έτσι η αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 1 παρ. 1, 5 του Ν. 927/1979 ή του άρθρου 196 ΠΚ, αλλά διακηρύττει το δόγμα της Χριστιανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ενόψει αυτού φρονούμε ότι δεν συντρέχουν ενδείξεις τέλεσης στο πρόσωπο του μηνυόμενου Μητροπολίτη των καταγγελλόμενων αδικημάτων…».

Η παραπάνω αναφορά του αρμοδίου Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς υποβλήθηκε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών, ο οποίος παρήγγειλε τη διενέργεια συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης, προκειμένου να ληφθούν οι καταθέσεις των Andrea Gilbert και Μ. Γιαννακάκη.

Μετά το πέρας της παραπάνω συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών Πειραιά επανυπέβαλε την ίδια παραπάνω κρίση περί μη ύπαρξης ενδείξεων τέλεσης στο πρόσωπό μου των καταγγελλόμενων αδικημάτων στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών με την από 17.12.2018 αναφορά του (σχετ. 5), τονίζοντας ότι «… η μεν Μαρία Γιαννακάκη που εξετάστηκε ενόρκως κατέθεσε ότι ουδέν γνωρίζει σχετικά με την υπό κρίση υπόθεση, η δε Andrea Gilbert αναζητήθηκε στη διεύθυνση κατοικίας που ήταν γνωστή στις αρχές (Χαριλάου Τρικούπη αρ. 115 στην Αθήνα) πλην όμως ήταν άγνωστη σε αυτήν».

Ο αρμόδιος Εισαγγελέας Εφετών παρήγγειλε περαιτέρω συμπληρωματική προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να ληφθεί κατάθεση του δευτέρου εγκαλουμένου, προκειμένου να δηλώσει, εφόσον γνωρίζει, την ενεστώσα διεύθυνση κατοικίας της Andrea Gilbert ή να προτείνει, εφόσον επιθυμεί, άλλο μάρτυρα.

Μετά το πέρας και της δεύτερης ως άνω συμπληρωματικής προκαταρκτικής εξέτασης, ο αρμόδιος Εισαγγελέας Πρωτοδικών με την από14.10.2019 επανυπέβαλε στον αρμόδιο Εισαγγελέα Εφετών την δικογραφία, εμμένοντας εκ νέου στην κρίση του περί έλλειψης ενδείξεων τέλεσης των εγκλημάτων εκ μέρους μου αναφέροντας κατά λέξη «Λαμβάνουμε την τιμή να Σας επανυποβάλλουμε τη συνημμένη ποινική δικογραφία, αφού εκτελέσαμε την από 28.3.2019 παραγγελία Σας, και Σας αναφέρουμε ότι σε εκτέλεση αυτής ο μηνυτής Παναγιώτης Δημητράς κατέθεσε ενόρκως ενώπιο της Πταισματοδίκη του 2ου Τμήματος Πειραιά στις 12.8.2019 και προσκόμισε το από 12.8.2019 έγγραφο υπόμνημά του (σχετ. 7), το οποίο συνυπογράφεται από την Andrea Gilbert, και με το οποίο όμως ουδέν ουσιώδες επί της υποθέσεως κατέθεσε, αφού δι’ αυτού προέβαλε μόνον τα παράπονά του σχετικά με την από 23.4.2018 αναφορά μας περί αρχειοθέτησης της υποθέσεως και επιπλέον ζήτησε η δικογραφία να διαβιβαστεί σε άλλη Εισαγγελία ενώπιον της οποίας προτίθεται να απαντήσει με κατάθεσή του σε ερωτήματα που θα του υποβληθούν. Ενόψει αυτών και επειδή φρονούμε ότι δεν συντρέχει περίπτωση τελέσεως του εγκλήματος του αρ. 1 παρ. 1, 5 του Ν. 927/21979 (το δε αδίκημα του άρθρου 196 του προϊσχύοντος ΠΚ ήδη καταργήθηκε υπό την ισχύ του νέου ΠΚ ο οποίος κυρώθηκε με το Ν. 4619/201) αναφερόμαστε καθ’ ολοκληρίαν στην ανωτέρω (από 23.4.2018) αναφορά μας και για τους λόγους αυτούς απείχαμε από την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του μηνυομένου Μητροπολίτη. Κατόπιν αυτών παρακαλούμε για τις δικές Σας ενέργειες».

Μετά από τα παραπάνω και με τη σύμφωνη πλέον γνώμη του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών, η μήνυση των νυν εγκαλουμένων τέθηκε στο αρχείο στις 3.12.2019.

6. Πρέπει επιπλέον να τονισθεί ότι, ειδικά όσον αφορά τον δεύτερο εγκαλούμενο, δεν είναι η πρώτη φορά που ζητά την ποινική μου δίωξη για δήθεν παραβίαση των διατάξεων του Ν. 927/79, πάντα δε με βάση δημοσιεύματα που ουδόλως κατά το περιεχόμενό τους εμπεριέχουν υποκίνηση, πρόκληση, διέγερση ή προτροπή σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος ή βίας σε ομάδες ανθρώπων, κατά τρόπο που να θέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη ή να ενέχει απειλή για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα των προσώπων αυτών.

Πιο συγκεκριμένα ο δεύτερος μηνυόμενος έχει στο παρελθόν υποβάλλει επίσης:

α/ την από 14.4.2016 αναφορά του εναντίον μου, η οποία ομοίως τέθηκε στο αρχείο δυνάμει της από 25.5.2018 αναφοράς του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά (σχετ. 8 και 9 αντίστοιχα) και

β/ την από 2.11.2017 αναφορά του εναντίον μου, η οποία ομοίως τέθηκε στο αρχείο δυνάμει της από 12.8.2018 αναφοράς του αρμοδίου κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά και με τη σύμφωνη γνώμη του αρμοδίου Εισαγγελέα Εφετών (σχετ. 10 και 11 αντίστοιχα).

Πλην όμως, ενώ στις παραπάνω αναφορές ζητείται η διερεύνηση της τέλεσης εγκλημάτων, στην υπό κρίση περίπτωση οι νυν εγκαλούμενοι ρητά ζητούν την ποινική μου δίωξη, την οποία επιδιώκουν βεβαιώνοντας ενόρκως ότι έχει δήθεν τελεσθεί το έγκλημα της δημόσιας υποκίνησης βίας ή μίσους, ενώ καλώς γνωρίζουν ότι τούτο ουδέποτε συνέβη, επιπλέον δε προτείνουν και μάρτυρα που δήθεν θα επιβεβαιώσει την τέλεση του εγκλήματος, η οποία όμως ευθέως τους διαψεύδει, δηλώνοντας ότι ουδέν γνωρίζει.

7. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 229 ΠΚ τιμωρείται όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του.

Η ψευδής καταμήνυση τελείται μόλις περιέλθει η αναγγελία στην αρχή, ανεξάρτητα αν ασκήθηκε ή όχι δίωξη κατά του αναφερόμενου. Δεν είναι δε αναγκαίο να αναφέρει ο αναγγέλλων ότι επιθυμεί τη δίωξη του αναφερόμενου (ΑΠ 671/78, ΠοινΧρ 35, 976). Η αρχή προς την οποία γίνεται η μήνυση ή η ανακοίνωση δεν απαιτείται να είναι και η αρμόδια για τη δίωξη του καταμηνυομένου, γιατί κάθε αρχή έχει υποχρέωση να διαβιβάσει την καταμήνυση στην αρμόδια αρχή. Τέτοια δε αρχή είναι και η Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφάλειας της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής της Ελληνικής Αστυνομίας.

Επειδή σύμφωνα με τα παραπάνω οι εγκαλούμενοι διέπραξαν σε βάρος μου το έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης.

Επειδή προς απόδειξη των παραπάνω προσκομίζω τα εξής έγγραφα:

1. Την από 29.4.2017 ψευδή μήνυση των εγκαλουμένων, η οποία έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 7100/33/56, μετά του από 28.4.2017 ανακοινωθέντος και του από 2.5.2017 συμπληρωματικού εγγράφου που επισυνάπτεται σε αυτήν (σχετ. 1).

2. Την από 12.2.2018 ένορκη εξέταση του δευτέρου εγκαλούμενου, ενώπιον της κας Πταισματοδίκη του 2ου Τμήματος (σχετ. 2).

3. Την από 8.11.2018 ένορκη κατάθεσή της Μαρίας Γιαννακάκη ενώπιον της κας Πταισματοδίκη του 2ου Τμήματος (σχετ. 3).

4. Την από 23.4.2018 αναφορά του αρμοδίου Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ (σχετ. 4).

5. Την από 17.12.2018 αναφορά του αρμοδίου Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ (σχετ. 5).

6. Την από 14.10.2019 αναφορά του αρμοδίου Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά κατά το άρθρο 43 ΚΠΔ (σχετ. 6).

7. Την από 12.8.2019 ένορκη κατάθεση του δευτέρου εγκαλουμένου ενώπιον της κας Πταισματοδίκη Πειραιά του 2ου Τμήματος, με συνημμένο το από 12.8.2019 υπόμνημα που υπογράφεται από αμφότερους τους εγκαλουμένους (σχετ. 7).

8. Την από 14.4.2016 αναφορά του δευτέρου εγκαλουμένου εναντίον μου (σχετ. 8)

9. Την από 25.5.2018 αναφορά του Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά που έθεσε στο αρχείο την παραπάνω αναφορά (σχετ. 9).

10. Την από 2.11.2017 αναφορά του δευτέρου εγκαλουμένου εναντίον μου (σχετ. 10)

11. Την από 12.8.2018 αναφορά του αρμοδίου κ. Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, δυνάμει της οποίας τέθηκε η αμέσως παραπάνω αναφορά του δευτέρου εγκαλουμένου στο αρχείο (σχετ. 11).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΕΓΚΑΛΩ

Τους Andrea Gilbert και Παναγιώτη Δημητρά για τις παραπάνω πράξεις και ζητώ την κατά το νόμο τιμωρία τους.

Δηλώνω δε ότι παρίσταμαι προς υποστήριξη της κατηγορίας, δεδομένου ότι ζημιώθηκα από τις ως άνω εγκληματικές πράξεις των εγκαλουμένων και συγκεκριμένα από τις ως άνω άδικες πράξεις τους υπέστην ηθική βλάβη.

Πληρεξούσια και αντίκλητό μου διορίζω τη δικηγόρο Πειραιά Βαϊα Στεργιοπούλου........................

Μάρτυρες προτείνω τους:
1. Αρχιμ. Νήφων Καπογιάννης, ......................................
2. Χρήστος Παπασωτηρίου, Δικηγόρο Αθηνών ..................................

Πειραιάς, 3.3.2020

Ο Εγκαλών
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ

 



Print-icon 

Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης