Αι πλάναι των Ιεχωβιτών περί την Θεότητα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (Γ)


Αἱ πλάναι τῶν Ἰεχωβιτῶν περὶ τὴν Θεότητα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

του μακαριστού Γέροντος Γεωργίου Καψάνη

(3ον - Τελευταῖον) 

Ἐπὶ τῇ συμπληρώσει ἑνὸς ἔτους ἀπὸ τὴν κοίμησιν τοῦ π. Γεωργίου Καψάνη παραθέτομεν ἀπὸ τὸ βιβλίον του «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΠΙΣΤΙΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΛΑΝΕΣ ΤΩΝ ΙΕΧΩΒΙΤΩΝ» τὸ κεφάλαιον μὲ τίτλον «Ἡ Θεότης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ»:

Ἂς δοῦμε ὅμως καὶ τὰ χωρία ἐκεῖνα, τὰ ὁποῖα δὲν ἐπιδέχονται παρερμηνεία καὶ τὰ ὁποῖα οἱ ἰεχωβῖτες παρασιωποῦν, ὅπως μοῦ δίδεται ἡ εὐκαιρία νὰ διαπιστώσω κάθε φορά, ποὺ συζητῶ μὲ ἀνθρώπους ποὺ προσηλυτίζουν καὶ στοὺς ὁποίους οὔτε κἄν τὰ ἀναφέρουν:

α) Ὁ Κύριος ἀπὸ ἡλικία 12 ἐτῶν ἔχει συνείδησι ὅτι πατήρ Του δὲν εἶναι ὁ Ἰωσήφ, ἀλλ’ ὁ οὐράνιος Πατὴρ (Λουκ. β´ 49).

β) Ὁ Κύριος ὁμιλεῖ ὡς «ἐξουσίαν ἔχων» (Ματθ. ζ´ 29) καὶ διδάσκει αὐτεξουσίως: «ἐγὼ λέγω ὑμῖν» (Ματθ. ε´ 22, 28, 32, 34, 39, 44).

γ) Ἀποδίδει στὸν ἑαυτό Του κατ' ἐπανάληψιν θεῖες ἰδιότητες. Συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἐξουσιάζει καὶ διατάσσει τὴν φύσι, τὸν διάβολο, τὸν θάνατο. Διακηρύσσει: «Ἐγὼ εἰμὶ τὸ φῶς τοῦ κόσμου» (Ἰωάν. η´ 12). «Ἐγὼ εἰμὶ ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ´ 6). «Ὑμεῖς φωνεῖτέ με, ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος, καὶ καλῶς λέγετε, εἰμὶ γάρ» (Ἰωάν. ιγ´ 13).

Ἀλλὰ μόνον ὁ Θεὸς εἶναι τὸ φῶς, ἡ ἀλήθεια, ὁ Κύριος.

δ) Ἀνίσταται ἐκ τῶν νεκρῶν ὡς Θεὸς παντοδύναμος καὶ μεταδίδει τὸ Ἅγιον Πνεῦμα: «Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον» (Ἰωάν. κ´ 22-24).

ε) Δέχεται τὶς προσφωνήσεις τῶν μαθητῶν Του, ποὺ Τὸν ἀποκαλοῦν Θεό. Ὅταν ὁ Θωμᾶς Τοῦ λέγει (μετὰ τὴν ψηλάφησι) «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» ὁ Ἰησοῦς ἐπιβεβαιώνει: «Ὅτι ἑώρακάς με, πεπίστευκας· μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ἰωάν. κ´ 2, 9). Κάποτε μάλιστα ποὺ ὁ Φίλιππος ζήτησε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τοῦ δείξῃ τὸν Πατέρα, ὁ Κύριος ἀπάντησε: «Τοσοῦτον χρόνον μεθ' ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακώς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; (Ἰωάν. ιδ´ 9-11).

στ) Ὡς Θεὸ τὸν πίστευσαν καὶ οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι. Ἰδοὺ μερικὲς χαρακτηριστικὲς ὁμολογίες τους:

«Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος, Οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρὸς τὸν Θεόν. Πάντα δι᾽ αὐτοῦ ἐγένετο... Καὶ ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν...» (Ἰωάν. α´ 1-3, 14). Καὶ μόνον αὐτὴ ἡ περικοπὴ (Ἰωάν. α´ 1-18) θὰ ἀρκοῦσε, γιὰ νὰ ἀποδειχθῆ ἡ Θεότης τοῦ Κυρίου μας. Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Πατὴρ νὰ εἶναι ἄλογος, δηλαδὴ χωρὶς Λόγο, Υἱὸ ποὺ προαιωνίως γεννᾶται ἀπ' αὐτόν; (Μέγας Ἀθανάσιος).

Ὁ ἴδιος Εὐαγγελιστὴς λέγει:

«Οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καὶ ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. Οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος» (Α´ Ἰωάν. ε´ 20).

Ἀλλ' ἂς ἀκούσουμε καὶ τὸν Ἀπ. Παῦλο: «Ὁ Χριστός... ὁ ὤν ἐπὶ πάντων Θεὸς εὐλογητὸς εἰς τοὺς αἰῶνας» (Ρωμ. θ´ 5). «Προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Τίτου β´ 13). «Ἐν αὐτῷ (Χριστῷ) κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς» (Κολασ. β´ 9) δηλαδὴ εἰς τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ κατοικεῖ ὄχι μέρος, ἀλλ' ὅλος ὁ Θεὸς Λόγος.

Στὸ Α´ κεφ. τῆς πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολῆς ἔχουμε ἄλλη σπουδαία μαρτυρία: «Τίνι γὰρ εἶπέ ποτε τῶν ἀγγέλων· υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε; καὶ πάλιν· ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν;» (Ἑβρ. α´ 5).

«Ὅταν δὲ πάλιν εἰσαγάγῃ τὸν πρωτότοκον εἰς τὴν οἰκουμένην, λέγει- καὶ προσκυνησάτωσαν αὐτῷ πάντες ἄγγελοι Θεοῦ» (Ἑβρ. α´ 6).

«...πρὸς δὲ τὸν υἱὸν (λέγει)· ὁ θρόνος σου, ὁ Θεός, εἰς τὸν αἰῶνα καὶ εἰς τὸν αἰῶνα τοῦ αἰῶνος» (Ἑβρ. α´ 8).

Βλέπουμε ἐδῶ ὅτι ὁ πρωτότοκος καλεῖται Θεός, ὁ θρόνος Του εἶναι αἰώνιος, καὶ οἱ Ἄγγελοι θὰ Τὸν προσκυνήσουν. Πῶς ὅμως θὰ Τὸν προσκυνοῦσαν οἱ Ἄγγελοι, ἐὰν δὲν ἦταν Θεός, ἐφ' ὅσον ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἀπαγορεύει τὴν λατρευτικὴ προσκύνησι τῶν κτισμάτων; «Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις» (Ματθ. δ´ 10).

Καὶ ἐρωτῶνται οἱ ἰεχωβῖτες:

Προσκυνοῦν τὸν Χριστό; Ἐὰν Τὸν πιστεύουν ὡς κτίσμα, πῶς Τὸν προσκυνοῦν, παραβαίνοντας τὴν θεία ἐντολή, κατὰ τὴν ὁποία μόνο στὸν Θεὸ ἀνήκει λατρευτικὴ προσκύνησις; Ἔτσι γίνονται εἰδωλολάτρες, διότι προσκυνοῦν τὴν κτίσι παρὰ τὸν κτίσαντα (Ρωμ. α´ 25).

Δὲν προσκυνοῦν τὸν Χριστό; Πῶς πάλι παραβαίνουν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς ὅλα τὰ κτίσματα, ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους, νὰ Τὸν προσκυνήσουν;

Ἰδοὺ τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο ὁδηγεῖ ἡ παρερμηνεία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ἀλλὰ ἂς δοῦμε ἀκόμη μία μαρτυρία τῆς Ἁγίας Γραφῆς.

Ὁ ἴδιος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος διδάσκει τοὺς Φιλιππησίους: «Ὅς (δηλαδὴ ὁ Χριστὸς) ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων, οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ' ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος, ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ» (Φιλιππ. β´ 6-10).

Ἡ θεία δηλ. ἰδιότης καὶ ἰσότης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸν Θεὸ Πατέρα δὲν Τὸν ἐμπόδισε νὰ ταπεινωθῆ, νὰ κενώση τὸν ἑαυτό Του, καὶ νὰ λάβη τὴν μορφὴ δούλου γιὰ τὴν σωτηρία μας.

Δὲν πρέπει βεβαίως νὰ λησμονοῦμε ὅτι ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν εἶναι μόνο τέλειος Θεός, ἀλλὰ καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ συνεπῶς πολλὲς ἐκφράσεις καὶ λόγοι Του ἀναφέρονται στὴν ἀνθρωπίνη Του φύσι, τὴν πληρότητα τῆς ὁποίας ἀρνήθηκαν ἄλλοι αἱρετικοί, οἱ μονοφυσῖτες.

Ὁ Κύριος ὡς ἄνθρωπος, τρώγει, πίνει, κοπιάζει, ἀγωνιᾶ πρὸ τοῦ θανάτου, προσεύχεται, πάσχει, λέγει ὅτι ἀγνοεῖ τὴν ἡμέρα τῆς Β´ παρουσίας, κλαίει πρὸ τοῦ τάφου τοῦ Λαζάρου, ἂν καὶ θὰ τὸν ἀναστήση μετὰ ἀπὸ λίγο, λέγει ἀκόμη ὅτι «ὁ πατήρ μου μείζων μού ἐστι» (Ἰωάν. ιδ´ 28). Ὡς Θεὸς ὅμως διακηρύττει: «Ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν» (Ἰωάν. ι´ 30) καὶ συγχωρεῖ τὸν ληστὴ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ κατὰ τὸν χρόνο ποὺ πάσχει ὡς ἄνθρωπος.

Πῶς εἶναι δυνατὸν ὁ Ἰησοῦς νὰ εἶναι ταυτόχρονα Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, αὐτὸ εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς εὐσεβείας, ποὺ πρέπει ἐν πίστει νὰ προσκυνήσουμε: «Καὶ ὁμολογουμένως μέγα ἐστί τὸ τῆς εὐσεβείας μυστήριον· Θεὸς ἐφανερώθη ἐν σαρκί, ἐδικαιώθη ἐν Πνεύματι, ὤφθη ἀγγέλοις, ἐκηρύχθη ἐν ἔθνεσιν, ἐπιστεύθη ἐν κόσμῳ, ἀνελήφθη ἐν δόξῃ» (Α´ Τίμ. γ´ 16).

Γιὰ τὴν Θεότητα ἄλλωστε τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ ὁμιλεῖ προφητικῶς καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν, υἱὸς καὶ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐγενήθη ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ, καὶ καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» (Ἡσαΐας θ´ 6).

Ορθόδοξος Τύπος 12/6/2015




Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 28/3/2024 6:16:07 μμ