Γνωστικισμός - Καθαροί μέρος Δ'- Αίρεση και πολιτική, οι Καθαροί στην Ιταλία.


ΓΝΩΣΤΙΚΟΙ - ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ

ΜΕΡΟΣ Ζ' - ΟΙ ΚΑΘΑΡΟΙ

7.4 Δ’ Μέρος – Αίρεση και πολιτική, οι Καθαροί στην Ιταλία.

Στις 16 Απριλίου του 1268, στην Πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου στο Ορβιέτο, ο Fra Benvenuto, Φραγκισκανός μοναχός με καθήκοντα ιεροεξεταστή, ανακοίνωσε καταδικαστική απόφαση εναντίον ενός σημαντικού προσώπου που είχε κριθεί ένοχος, ως αμετανόητος αιρετικός. Όπως συνηθίζονταν σε παρόμοιες περιπτώσεις, στην πλατεία ήταν παρόντες οι προύχοντες της πόλης, ο podestà[1], ο capitano del popolo, ο επίσκοπος, μαζί με τρεις γραμματικούς, αδελφούς μοναχούς των ταγμάτων, αξιωματούχους και το popolo. Ο ένοχος ήταν ο Stradigotto ο γουναράς, ένας γηραιός άνδρας. Την ποινή διάβασε ένας από τους γραμματικούς. Ο κατηγορούμενος καταδικάστηκε διότι είχε δεχθεί στην οικεία του έξι Καθαρούς Τέλειους, είχε αρνηθεί την αξία των μυστηρίων της Εκκλησίας, η γυναίκα του Benvenuta είχε δεχθεί το consolamentum. Η ποινή ήταν κατάσχεση της περιουσίας του, την οποία θα μοιράζονταν η Ιερά Εξέταση και η κομμούνα της πόλης. Σε τέσσερις μήνες ο Stradigotto πέθανε από γηρατειά.  

Ένα μήνα μετά, στις 14 Μαΐου της ίδιας χρονιάς, η σκηνή επαναλήφθηκε με τους ίδιους πρωταγωνιστές, αλλά διαφορετικούς κατηγορούμενους. Αυτή τη φορά οι ένοχοι ήταν ο Cristoforo de Toste και ο συγγενής του Raynerio de Stradigotto Ricci, επιφανείς πολίτες. Και οι δύο ήταν απόντες. Ο Cristoforo βρέθηκε ένοχος για την επίθεση εναντίον του Δομηνικανού Fra Ruggiero, η οποία είχε συμβεί αρκετά χρόνια νωρίτερα, και αφορίστηκε μαζί με τον Raynerio. Οι οικείες και ο πύργος τους στην Santa Pace έπρεπε να κατεδαφιστούν. Δυο μέρες αργότερα καταδικάστηκε ο Stradigotto Ricci, πατέρας του Raynerio. Η περιουσία του κατασχέθηκε. Μαζί του καταδικάστηκαν και δύο αδέλφια από την Λομβαρδία. Δυο βδομάδες αργότερα, στις 30 Μαΐου καταδικάστηκαν άλλα έντεκα άτομα. Οι έξι από αυτούς ήταν μέλη της οικογένειας των Toste. Στους ενόχους συγκαταλέγονταν η Domina Belverde και ο νεκρός σύζυγός της, ο Bartho Francisci. Παρών ήταν και ο Filippo Buse, ο άνθρωπος που αποκάλυψε στην Ιερά Εξέταση όσα γνώριζε και με βάσει την μαρτυρία του στάθηκε δυνατό να καταδικαστούν όλοι οι προηγούμενοι. Πως φτάσαμε ως εδώ;  

Στο παρόν κεφάλαιο θα εξεταστεί η ανάπτυξη του Καθαρισμού στις ιταλικές πόλεις μέσα από ένα υπόδειγμα, την πόλη του Ορβιέτο. Το Ορβιέτο είναι το ιδανικό μοντέλο για την παρατήρηση του φαινομένου. Μικρή πόλη με δυσανάλογα μεγάλη στρατηγική σημασία, αντικείμενο της αντιπαράθεσης πάπα και αυτοκράτορα, πεδίο δράσης των δύο κυρίαρχων κομμάτων της εποχής, των Guelph και των Ghibellines, με αναπτυσσόμενη αστική οικονομία, στην σκιά μιας μεγάλης πόλης, της Φλωρεντίας. Σ’ αυτό δρούσαν μόνο οι απαραίτητοι εξωτερικοί παράγοντες, οπότε θα μπορέσουμε ευκολότερα ν’ αντιληφθούμε ότι εν τέλει ο Καθαρισμός ήταν μια αίρεση με πολιτικές επιδιώξεις. Στην συνέχεια θα επιβεβαιώσουμε τα συμπεράσματα μέσα από την ιστορία άλλων ιταλικών πόλεων. Για το Ορβιέτο η εικόνα είναι ολοκληρωμένη. Το πλήθος των στοιχείων έχει επεξεργαστεί και έχει παρουσιάσει η Carol Lansing στο έργο της Power and Purity: Cathar Heresy in Medieval Italy.
       

7.4.1 Η επέκταση του Καθαρισμού στο Ορβιέτο και οι προσπάθειες αντιμετώπισής του. 

Το Ορβιέτο είναι μια μικρή και όμορφη οχυρή πόλη, τοποθετημένη πάνω στον κεντρικό δρόμο που συνδέει την Ρώμη με την Φλωρεντία. Μέσα από την αντιπαράθεση του πάπα με τον Γερμανό αυτοκράτορα είχε περάσει στην κυριαρχία του δεύτερου, αλλά το 1189 ο Ερρίκος IV είχε υποσχεθεί να το αποδώσει στον πάπα μαζί με το Viterbo. Μήλο της έριδος μεταξύ της πόλης και του πάπα ήταν το οχυρό του Aquapendente, το οποίο διεκδικούσαν και οι δύο. Τελικά επικράτησε η αξίωση του πάπα. Η σημασία της πόλης φαίνεται και από το εξής γεγονός, μετά τα μέσα του ΙΓ’ αι. ο πάπας μετέφερε συχνά την αυλή του στο Ορβιέτο. Την πόλη επισκέπτονταν σημαίνουσες παπικές προσωπικότητες όπως οι Ούγος του St. Cher, Αλβέρτος Μάγνος και Θωμάς Ακινάτης. Ο τελευταίος έγραψε πολλά από τα έργα του κατά την διαμονή του εκεί. Όταν αργότερα ο πάπας μετέφερε την curia στην Avignon, η πόλη έχασε την αίγλη της.  

Όταν το 1198 έγινε αυτοκράτορας στη Γερμανία ο Όθωνας IV του Brunswick,  η αντιπαράθεση των Welf της Βαυαρίας, μέλος των οποίων ήταν ο Όθωνας, και των Hohenstaufen πέρασε στην Ιταλία. Στην αρχή του ΙΓ’ αι. σχηματίστηκαν δύο κόμματα στις ιταλικές πόλεις, οι οποίες ήταν αδύνατο να παραμείνουν έξω από αυτή την διαμάχη΄ οι Guelph, ως υποστηρικτές των Welf, και οι Ghibellines[2], ως υποστηρικτές των Hohenstaufen. Με την επικράτηση του Φρειδερίκου ΙΙ Μπαρμπαρόσσα, οι Guelph συντάχθηκαν με την πολιτική του πάπα, εναντίον του. Αντίστοιχα, οι Ghibellines, ως υποστηρικτές του Γερμανού αυτοκράτορα ήταν αντίθετοι με την πολιτική του πάπα.  

Όπως αναφέρθηκε στην περίπτωση του Μιλάνου (κεφ. 7.2.2), έτσι και στο Ορβιέτο η αντιπαράθεση πάπα-αυτοκράτορα δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα για την επιβίωση και την ανάπτυξη της αίρεσης. Εδώ οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι σε καμιά περίπτωση η παραπάνω πρόταση δεν σημαίνει την αποδοχή κοινωνικο-πολιτικών ως αιτίων για την γένεση του Καθαρισμού. Η αίρεση είναι θρησκευτικό φαινόμενο και ως τέτοιο εξετάζεται, αλλά οι συνθήκες του περιβάλλοντος, οι οποίες ευνοούν την ανάπτυξη αυτής, καθορίζονται σε κάποιες περιπτώσεις από τα πολιτικά και κοινωνικά τεκταινόμενα και αυτό είναι αναμφισβήτητο. Η αποδοχή ή η απόρριψη μιας αιρετικής πεποίθησης καθορίζεται σε ατομικό επίπεδο από την θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου. Ωστόσο ο ρυθμός μετάδοσης της αιρετικής πεποίθησης καθορίζεται από τις πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες. Όπως έδειξε η Caterina Brushi[3], εξετάζοντας κυρίως την δράση των Καθαρών της Languedoc, η μετάδοση και η λειτουργία του Καθαρισμού, στηρίζονταν σε ένα εκτεταμένο δίκτυο αιρετικών εστιών με στόχο την διευκόλυνση της μετακίνησης των Τελείων για προσηλυτιστικούς και λειτουργικούς λόγους. Ως εκ τούτου η αλματώδης επέκταση του Καθαρισμού και στις άλλες ιταλικές πόλεις κατανοείται καλύτερα μέσα από την εξέταση της πολιτικής της περιόδου. Εκείνο, που μας ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο είναι το αν η πολιτική αυτή επηρεάσθηκε και σε ποιο βαθμό, από την διάδοση του Καθαρισμού. Δηλαδή, με δεδομένη την θετική επίδραση ενός ευνοϊκού κλίματος, το ερώτημα που θα επιχειρηθεί ν’ απαντηθεί είναι αν η επιβολή ενός τέτοιου κλίματος ήταν στόχος των Καθαρών και αν ναι με ποια μέσα προσπάθησαν να το επιτύχουν;  

Ποια ήταν η γαιοστρατηγική της περιοχής και ποια η θέση του Ορβιέτο σ’ αυτήν; Ήδη από την εποχή της γρηγοριανής μεταρρύθμισης, επιδίωξη της παπικής εκκλησίας ήταν η αποτίναξη του ελέγχου της κοσμικής εξουσίας επ’ αυτής. Γρήγορα έγινε κατανοητό ότι για να επιτύχει μια τέτοια προσπάθεια δύο πράγματα ήταν απαραίτητα. Πρώτον η εξασφάλιση εκείνων των πόρων που θα επέτρεπαν στις τοπικές εκκλησίες, ενορίες και επισκοπές, να διατηρήσουν την οικονομική αυτονομία της. Δεύτερον η μετατροπή της Ρώμης σε ένα πολιτικό-εκκλησιαστικό κέντρο, εφόσον ο ρόλος της ως πατριαρχείο είχε παραμερισθεί από τους Φράγκους, όσο οι πάπες ήταν Ρωμαίοι. Οι Ρώμη δεν αρκούσε να ξαναγίνει ο πνευματικός πυρήνας της δυτικής Χριστιανοσύνης. Επιδίωξη ήταν η αποκατάστασή της ως διοικητικό κέντρο και για να γίνει αυτό οι πάπες επεδίωξαν την δημιουργία ενός παπικού κράτους. Η σύγκρουση με τις πολιτικές δυνάμεις της εποχής και της περιοχής ήταν αναπόφευκτη, όπως κι έγινε. Σύγκρουση που δεν περιορίσθηκε στην αντιπαράθεση με την κεντρική εξουσία, που σ’ αυτήν την περίπτωση ήταν ο Γερμανός αυτοκράτορας, αλλά και με τις αρχές της τοπικής διοίκησης των πόλεων που έμελε ν’ αποτελέσουν το παπικό κράτος. Το Ορβιέτο ήταν μια από αυτές τις πόλεις. Η περιστασιακή αδυναμία του Γερμανού αυτοκράτορα στα τέλη του ΙΒ’ αι. έδωσε τις κατάλληλες ευκαιρίες για την επανέναρξη των προσπαθειών, οι οποίες είχαν αντιμετωπισθεί με αποτελεσματικότητα από τον Φρειδερίκο Ι και τις ιταλικές του εκστρατείες. Η εποχή συνέπεσε με την άνοδο στον παπικό θρόνο του Ιννοκέντιου ΙΙΙ.  

Την ίδια εποχή οι ιταλικές πόλεις-κράτη προσπαθούσαν να οικοδομήσουν την βάση της τοπικής τους αυτοδιοίκησης. Οι κομμούνες ξεφύτρωναν σε κάθε πόλη μέσα από την ραγδαία αύξηση του πληθυσμού και την ανάπτυξη της αστικής οικονομίας. Ισορροπώντας μεταξύ εκκλησιαστικής και κοσμικής αριστοκρατίας, αναλάμβαναν σημαντικά καθήκοντα στις πόλεις και προσπαθούσαν, αφ’ ενός μεν να διατηρήσουν την αυτονομία τους, αφετέρου δε να επεκτείνουν τον έλεγχό τους και στην γύρω περιοχή. Την ίδια στιγμή, φιλόδοξοι και δυναμικοί επίσκοποι επιχειρούσαν ν’ αποκαταστήσουν την εκκλησιαστική περιουσία σε μεγέθη προηγούμενων αιώνων, εις βάρος των αρμοδιοτήτων της κομμούνας και της κυριότητας της κοσμικής αριστοκρατίας, η οποία ήδη πιέζονταν με τον μετασχηματισμό της αγροτικής οικονομίας σε αστική.  

Το Ορβιέτο βρίσκονταν στο κέντρο αυτών των προσπαθειών όταν έφθασαν οι πρώτοι Καθαροί απεσταλμένοι. Το 1157 ο πάπας Ανδριανός IV για να μπορέσει ν’ αποσπάσει την πόλη από την επιρροή του Φρειδερίκου Α’ αναγνώρισε την κομμούνα της πόλης και πρόσφερε σ’ αυτήν 300 λίβρες χρυσού. Σε αντάλλαγμα οι κάτοικοι ορκίστηκαν πίστη στον πάπα και αναγνώρισαν την επικυριαρχία του. Ως καθήκον αναλάμβαναν την φύλαξη της Via Cassia, του δρόμου που συνέδεε την Ρώμη με την Σιένα. Το 1197, με τον θάνατο του Ερρίκου IV ο πάπας ξεκίνησε ένα φιλόδοξο στρατηγικό έργο για την εξασφάλιση του Πατριμονίου του Αγίου Πέτρου. Το έργο αυτό προέβλεπε την κατασκευή οχυρώσεων στα Radicofani και Montefiascone και την ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών οχυρώσεων. Το Ορβιέτο εκείνη την εποχή διεκδικούσε τον σιτοβολώνα της περιοχής Val di Lago και τον έλεγχο της κωμόπολης Aquependente. Σ’ αυτήν βρίσκονταν η γέφυρα που έλεγχε την Via Francigena, του σημαντικότερου εμπορικού δρόμου της περιοχής. Το Aquapendente διεκδικούσαν ο πάπας, ο Γερμανός αυτοκράτορας και το Ορβιέτο. Το 1198 ο Ιννοκέντιος ΙΙΙ έθεσε την κωμόπολη υπό τον έλεγχό του με αποτέλεσμα την δημιουργία έντασης στις σχέσεις του με το Ορβιέτο. Ως αποτέλεσμα ο επίσκοπος της πόλης ανακλήθηκε στην Ρώμη για εννιά μήνες. Την εποχή της απουσίας του επισκόπου οι Καθαροί βρήκαν την ευκαιρία για να διαδώσουν την αίρεσή τους στο Ορβιέτο[4]. 

Για την μετάδοση του Καθαρισμού στο Ορβιέτο μοναδική πηγή είναι το έργο La Leggenda[5] του Maestro Giovanni (Μαστρογιάννι), το οποίο αναφέρεται σαν μαρτυρολόγιο στην ζωή του παπικού απεσταλμένου Pietro Parenzo και την δολοφονία του από τους Καθαρούς του Ορβιέτο το 1199. Ο Maestro Giovanni ήταν κληρικός του καθεδρικού της πόλης και υπηρέτησε ως επίσκοπος τα έτη 1211-1212. 

Σύμφωνα με αυτή την πηγή οι Καθαροί εμφανίστηκαν στην πόλη την εποχή της ποίμανσής της από τον επίσκοπο Rustico (1168-1176). Οι πρώτοι απεσταλμένοι ήρθαν από την Φλωρεντία με αρχηγό κάποιον Diotesalvo. Ακόλουθοί του ήταν ο Hermannino της Πάρμα και ο Gerardo του Marzano. Ο επίσκοπος τότε είχε δυσκολίες λόγω της παρουσίας του Φρειδερίκου Ι, ο οποίος είχε ανεβάσει στην έδρα άνθρωπο της επιλογής του, τον Pietro degli Omodei. Ο διάδοχος επίσκοπος Ricardo έδιωξε τους Καθαρούς από την πόλη. Ωστόσο δύο από τις ακολούθους τους, η Milita από το Monte Amiata και η Julitta από την Φλωρεντία, προσποιήθηκαν ότι ήταν καθολικές και παρέμειναν. Ως προβατόσχημες έδρασαν συγκεκαλυμμένα και κατάφεραν με προσποιητή ευσέβεια να τραβήξουν αρκετούς προσήλυτους. Κάποια στιγμή ο επίσκοπος Ricardo αντιλήφθηκε την πραγματική κατάσταση και εκτέλεσε πολλούς αιρετικούς, αλλά όταν ο Ιννοκέντιος τον ανακάλεσε στην Ρώμη, οι Καθαροί βρήκαν την ευκαιρία και εξαπλώθηκαν.  

Η αντιπαράθεση με τον πάπα λειτούργησε υπέρ τους. Ο Maestro Giovanni αναφέρει ότι ήταν περισσότεροι από τους καθολικούς, σε σημείο που οι δεύτεροι φοβόταν έναν ενδεχόμενο πόλεμο της πόλης με τις δυνάμεις της Αγίας Έδρας. Γι’ αυτό  έστειλαν έναν απεσταλμένο στον Ιννοκέντιο ΙΙΙ για να ζητήσουν την βοήθειά του. Ο Ιννοκέντιος είχε αντιληφθεί ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει την καταπολέμηση της αίρεσης, ως πρόφαση για την επιβολή των πολιτικών σχεδίων του. Όπως αναφέραμε σε προηγούμενο κεφάλαιο, εξέδωσε την διαταγή Vergentis in senium στις 25 Μαρτίου του 1199. Η διαταγή αυτή προέβλεπε ποινές για τους αιρετικούς, τους υποστηρικτές και τους προστάτες τους. Από τους λαϊκούς, όσοι κρίνονταν ένοχοι έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα και αυτό ήταν ένα μέτρο που απέβλεπε στον έλεγχο της κομμούνας των πόλεων. Η διαταγή, όμως, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε περιοχές που βρίσκονταν έξω από την δικαιοδοσία του, όπως ήταν πολλές ιταλικές πόλεις. Για την εφαρμογή της πολιτικής του ο Ιννοκέντιος έπρεπε να καταφύγει σε άλλα μέσα. Μπορούσε για παράδειγμα να χρησιμοποιήσει τις αντιπαραθέσεις των πόλεων για να στρέψει την μια εναντίον της άλλης. Έτσι δημιουργήθηκε ένα δίκτυο συμμαχιών και αντιπαλοτήτων, για παράδειγμα, η Παβία και η Κρεμόνα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του Μιλάνου. Εκτός των πολιτικών, μπορούσαν ν’ ασκηθούν και εκκλησιαστικές πιέσεις και μέτρα προς την αντιμετώπιση της αίρεσης. Μπορούσαν να συνενωθούν επισκοπές ή να δημιουργηθούν νέες. Μπορούσαν ναοί να αναβαθμισθούν σε καθεδρικούς, λείψανα να μεταφερθούν σε πόλεις με έντονη παρουσία Καθαρών, όπως έγινε στην Φλωρεντία με την μεταφορά των λειψάνων του Αγ. Αποστόλου Φιλίππου. Με την λεηλασία της Κωνσταντινούπολης πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια μεταφέρθηκαν στην Ρώμη και μπορούσαν να τοποθετηθούν κατά την αρέσκεια του πάπα. Στην Κρεμόνα, πόλη όπου το κόμμα των Ghibellines υπερτερούσε, ο Ιννοκέντιος αγιοποίησε τον έμπορο Homonobus, μέλος του κόμματος των Guelf[6]. Με αυτούς τους τρόπους ο πάπας αντιστάθμιζε την έλλειψη αρμοδιότητας.  

Η παρέμβαση του πάπα στα εκκλησιαστικά ζητήματα του Ορβιέτο έφερε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα και ωφέλησε τους Καθαρούς.  Κατά την διάρκεια της απουσίας του επισκόπου Ricardo, έφτασε στην πόλη κάποιος Καθαρός από το Viterbo, ονόματι Πέτρος Λομβαρδός. Αυτός συγκάλεσε συμβούλιο Καθαρών και σύντομα το Ορβιέτο γέμισε αιρετικούς. Τα κηρύγματα τους γινόταν πια δημόσια και στους ακροατές συγκαταλέγονταν πολλοί αριστοκράτες και άλλοι επιφανείς και μη πολίτες. Η έκκληση των καθολικών προς τον πάπα για βοήθεια απαντήθηκε άμεσα. Ο πάπας έστειλε έναν νεαρό, τον Pietro Parenzo, να υπηρετήσει ως πρύτανης[7]. O Pietro καταγόταν από οικογένεια με μακρά παράδοση στην υπηρεσία του Ρωμαϊκού δήμου και βέβαια, λειτουργούσε υπέρ των συμφερόντων του πάπα. Αναφέρεται για παράδειγμα, κάποιος Iohannes Parentii, ως συγκλητικός της Ρώμης το 1188[8]. Το νεαρό της ηλικίας του Pietro δείχνει ότι είχε από μικρός εκπαιδευθεί για ν’ ακολουθήσει πολιτική καριέρα και η αποστολή του στο Ορβιέτο θα ήταν ένα σκαλοπάτι για την άνοδό του στα δημόσια αξιώματα. Η αποστολή του επίσης δείχνει την συμμετοχή της Ρωμαϊκής Συγκλήτου στην εκτέλεση των αποφάσεων της Αγίας Έδρας. Εκείνο, όμως που γίνεται ξεκάθαρο με την αποστολή του Parenzo είναι η άμεση εμπλοκή του πάπα στην διοίκηση του Ορβιέτο. Η έκκληση μερίδας πολιτών προς τον πάπα για την καταπολέμηση της αίρεσης είναι οπωσδήποτε μια πολλή βολική αφορμή. Δεν είναι σίγουρο αν οι πολίτες του Ορβιέτο επιθυμούσαν την αποστολή πρύτανη. Η έκκλησή τους μπορεί ν’ απέβλεπε στην επιστροφή του επισκόπου τους. Αν είναι έτσι, τότε η κίνηση του πάπα να απαγορέψει την συμμετοχή του επισκόπου στις θρησκευτικές εκδηλώσεις και η ανάκλησή του στη Ρώμη, ίσως να μην ήταν τόσο αφελής, όπως τείνουν να πιστεύουν οι ιστορικοί σήμερα. Η επιτυχής αντιμετώπιση των αιρετικών από τον επίσκοπο Ricardo δεν καθιστούσε την παρέμβαση του πάπα αναγκαία. Η απουσία του επισκόπου με την συνεπακόλουθη αύξηση των αιρετικών λειτούργησε υπέρ των σχεδίων του Ιννοκέντιου και θα μπορούσαμε εκ του αποτελέσματος να πούμε ότι τελικά ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Η κίνηση ήταν σκόπιμη και επιτυχημένη. Το Ορβιέτο είχε πια ως πρύτανη, άνθρωπο του πάπα, ο οποίος θα μπορούσε να τακτοποιήσει την εκκρεμότητα στο θέμα της διεκδίκησης του Aquandepente κατά τα συμφέροντα της Ρώμης. Ο Ιννοκέντιος δεν ήταν απλώς οπορτουνιστής. Δεν περίμενε απλώς τις κατάλληλες ευκαιρίες για να δράσει. Τις δημιουργούσε ο ίδιος.  

Τι σήμαινε, όμως πρύτανης μιας πόλης;   Η αρμοδιότητά του αφορούσε κυρίως περιπτώσεις επιβολής της τάξης και αντιμετώπισης της απειθαρχίας[9]. Άρα η αποστολή του Parenzo ήταν ουσιαστικά η υποταγή του Ορβιέτο, όχι απλώς η αντιμετώπιση των Καθαρών. Ο Parenzo ήταν πολιτικό πρόσωπο, όχι εκκλησιαστικό. Με βάση αυτά τα καθήκοντα ακολουθούνταν από ένα δικαστή, τον Henrico, ο οποίος ήταν επίσης Ρωμαίος. Μάλιστα, σύμφωνα με την διήγηση του Maestro Giovanni, δειπνούσε μαζί του την νύκτα της δολοφονίας του.  

Όταν ο Parenzo έφθασε στην πόλη, η παρουσία του δημιούργησε ανάμικτα συναισθήματα στους πολίτες. Όσοι είχαν αποταθεί στον πάπα για βοήθεια, ένιωσαν αγαλλίαση. Όσοι, όμως, κατάλαβαν ότι η παρουσία του αποτελούσε απειλή για την ανεξαρτησία της πόλης, εξοργίσθηκαν και αντέδρασαν. Μια από τις πρώτες διαταγές του νέου πρύτανη ήταν η απαγόρευση των εορταστικών εκδηλώσεων του καρναβαλιού, με το σκεπτικό ότι λειτουργούσαν ως προκάλυμμα για τις δολοφονίες που συνέβαιναν κατά την διάρκειά του[10]. Η απόφαση αυτή φαίνεται να έχει διττό χαρακτήρα, θρησκευτικό και πολιτικό.  Οι αιρετικοί αντέδρασαν βίαια και μόλις μπήκε η Σαρακοστή σημειώθηκε εξέγερση στην κεντρική πλατεία της πόλης και τους περικείμενους πύργους. O Parenzo επενέβη άμεσα και συνέλαβε τους υπευθύνους. Ως τιμωρία επέβαλε την κατεδάφιση των πύργων τους. Από την ποινή φαίνεται ότι οι υποκινητές των ταραχών δεν ήταν τυχαία άτομα, αλλά σημαντικά πρόσωπα της πόλης, με την οικονομική επιφάνεια και την απαραίτητη δικαιοδοσία ή αυτονομία που τους επέτρεπε να κατέχουν πύργους. Συμπεραίνεται, λοιπόν, ότι το 1199 ο Καθαρισμός είχε εισβάλει στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και δημοτικά κλιμάκια. Όπως, η απόφαση είχε διπλό χαρακτήρα, έτσι και η αντίδραση είχε πολιτικά και θρησκευτικά αίτια. Εκείνο που παρατηρείται είναι η δυνατότητα των Καθαρών να συμμετέχουν στην πολιτική ζωή της πόλης και να προκαλούν αντιδράσεις. Αυτό είναι ένα εισαγωγικό στάδιο. Αργότερα θα φανεί ότι μπορούσαν να καθορίζουν την λήψη πολιτικών αποφάσεων και από κάποια στιγμή και μετά να τις επιβάλλουν.  

Στην συνέχεια ο Parenzo προχώρησε στην λήψη μέτρων με καθαρά θρησκευτικά κριτήρια. Σε συνεργασία με τον επίσκοπο της πόλης, παρείχε αρχικά μια περίοδο χάριτος, κατά την οποία οι αιρετικοί θα μπορούσαν να επιστρέψουν στον παπισμό, χωρίς συνέπειες για την προηγούμενη αιρετική απόκλισή τους. Μετά από αυτήν την περίοδο επιβάλλονταν ποινές που προέβλεπαν δημόσια μαστιγώματα, εξορία από την πόλη και κατεδάφιση των οικιών, κατά τα μεσαιωνικά πρότυπα των ποινολογίων. Στις περιπτώσεις των εύπορων Καθαρών, εμπόρων, τοκογλύφων κλπ. επιβλήθηκαν χρηματικά πρόστιμα.  

Το Πάσχα ο Parenzo επέστρεψε στην Ρώμη για να γιορτάσει με την φαμίλια. Παρουσιάσθηκε στον Ιννοκέντιο κατά την διάρκεια της παραδοσιακής  πορείας του πάπα από τον Άγιο Πέτρο στο Λατερανό. Του ανέφερε τις ανησυχίες για την ασφάλειά του, καθώς οι αιρετικοί επιβουλεύονταν την ζωή του. Ο Ιννοκέντιος τον παρηγόρησε, του έδωσε άφεση αμαρτιών και τον έστειλε πίσω στο Ορβιέτο. Οι υποψίες είχαν βάσει. Την πρώτη νύκτα της επιστροφής του στο Ορβιέτο δείπνησε με τον δικαστή Henrico. Ήδη κατά την απουσία του είχε οργανωθεί ένα σχέδιο απαγωγής του από τους Καθαρούς της πόλης. Για να εφαρμοστεί το σχέδιο ήταν απαραίτητη η συμμετοχή ενός ανθρώπου από το περιβάλλον του Pietro. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο υπηρέτης του Radulph, ο οποίος εξαγοράστηκε για ν’ ανοίξει την πόρτα στους συνομώτες. Το σχέδιο προέβλεπε την απαγωγή και τον εκβιασμό του Pietro.  

Μετά το δείπνο ο Pietro πήγε για ύπνο. Ο Radulph άνοιξε την πόρτα στους απαγωγείς, οι οποίοι όρμησαν στον πάνω όροφο, στο δωμάτιο του θύματος, τον άρπαξαν και του πέρασαν μια κουκούλα στο κεφάλι για να μην βλέπει. Στην συνέχεια τον πήγαν σε έναν αχυρώνα έξω από την πόλη. Εκεί άρχισε ο εκβιασμός. Απαίτησαν να τους επιστρέψει τα πρόστιμα, τα οποία είχαν πληρώσει και να παραδώσει την διοίκηση της πόλης. Για να του χαρίσουν την ζωή ζήτησαν κάτι ακόμη, κάτι πολύ σημαντικό διότι ρίχνει φως στο πως οι Καθαροί πετύχαιναν την συνεργασία αυτών που δεν είχαν συναινέσει, ούτε είχαν αποδεχθεί την αίρεση. Ζήτησαν, λοιπόν, να ορκιστεί ότι, όχι μόνο δεν θα συνέχιζε τις διώξεις εναντίον τους, αλλά αντίθετα θα συνεργάζονταν μαζί τους και θα τους βοηθούσε. Ο όρος “iuratorium cautionem” , τον οποίο χρησιμοποιεί ο Maestro Giovanni, είναι πολύ συγκεκριμένη έννοια του Ρωμαϊκού δικαίου και αναφέρεται σε όρκο, ο οποίος επισφραγίζει μια υποχρέωση. Δηλαδή, με τον όρκο αυτό ο Pietro «δένονταν» νομικά απέναντι στους Καθαρούς με μια υποχρέωση. Δεν θα του επιτρέπονταν πλέον να λειτουργεί επιλεκτικά και διακριτικά, αλλά θα ήταν υποχρεωμένος να κάνει ο,τιδήποτε του ζητούσαν, χωρίς ανταλλάγματα και χωρίς δικαίωμα επιλογής. Από την υπό εξέταση περίπτωση, και στον βαθμό που μας επιτρέπεται η γενίκευση, συνυπολογιζομένης της σπανιότητας των πηγών και της μοναδικότητας της άρνησης του Pietro, με αποτέλεσμα την δολοφονία του και την εξ αυτής ευκαιρία για εξέταση του ζητήματος και την αποκάλυψη πληροφοριών που σε άλλες περιπτώσεις μένουν μυστικές, συμπεραίνεται ότι, οι Καθαροί μπορούσαν να πετύχουν την συνεργασία πολιτικών δυνάμεων εχθρικά διακείμενων προς την περίπτωσή τους, με τον εκβιασμό, την νομική υποχρέωση, ακόμη και με απειλές κατά της ζωής, απειλές τις οποίες δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να πραγματοποιήσουν.  

Ο Pietro Parenzo δεν υπέκυψε στον εκβιασμό και αρνήθηκε να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις τους. Οι Καθαροί τον μαχαίρωσαν και άφησαν τον άψυχο σώμα του κάτω από ένα δένδρο στην άκρη του δρόμου. Η δολοφονία του Pietro από τους Καθαρούς, ήταν μία πολιτική δολοφονία. Όταν οι Καθαροί δεν πετύχαιναν την συμφωνία ή την συνεργασία που ήθελαν, προχωρούσαν σε φυσική εξόντωση των αντιπάλων τους. Ο επίσκοπος επιχείρησε να δημιουργήσει μια λατρεία γύρω από το θάνατο του Parenzo. Προσπάθησε να τον προβάλει ως μάρτυρα. Τον κήδεψε στον καθεδρικό του Αγίου Ανδρέα της πόλης και διέδωσε την φήμη περιπτώσεων θαυματουργικής θεραπείας. Ο πάπας όμως αρνήθηκε να τον αγιοποιήσει γεγονός που εκλαμβάνεται ως ενδεικτικό της κακής τροπής των σχέσεών του με την φαμίλια των Parenzo. Εκτός αυτού ο Ιννοκέντιος δεν ήθελε να επιτρέψει την ενδυνάμωση της επισκοπής στο Ορβιέτο.  

Ποιοι δολοφόνησαν τον Pietro Parenzo; Δεν υπάρχει κάποια σύγχρονη πηγή που να κατονομάζει τους δολοφόνους. Από τον διάλογο του Pietro με τους απαγωγείς του, και συγκεκριμένα από την απαίτησή τους για επιστροφή των προστίμων, φαίνεται ότι ήταν εύποροι. Μόνο σε εύπορους επιβάλλονταν χρηματικά πρόστιμα, εφόσον αυτοί μπορούσαν να πληρώσουν. Ένα χρονικό του ΙΕ’ αι. κατονομάζει τους Prefetti di Vico[11], οικογένεια μέλος της παλαιάς φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Είναι γνωστό ότι μετά το έγκλημα οι δράστες κατέφυγαν σε αγρόκτημα των Prefetti, οι οποίοι λίγο αργότερα έχασαν το κάστρο τους, ίσως ως τιμωρία για το έγκλημα.  

 

7.4.2 Οι Καθαροί του Ορβιέτο. 

Το La Leggenda αναφέρει τους Καθαρούς της πόλης με βάσει την κοινωνική τους θέση. Ματρόνες, νεόπλουτοι μεγαλοαστοί ιδιοκτήτες πύργων στην κεντρικοί πλατεία, έμποροι, τοκογλύφοι. Με βάσει αυτό τον διαχωρισμό, το ερώτημα που γεννιέται είναι αν η μετάδοση του Καθαρισμού ακολουθούσε κάθετη κατεύθυνση ή οριζόντια στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Τα υπάρχοντα στοιχεία για την μικρή πόλη του Ορβιέτο, με τις μεσαίου μεγέθους αριστοκρατικές οικογένειες, σε μια εποχή ανάπτυξης της τοπικής κομμούνας σε πολιτικό επίπεδο, και των συντεχνιών σε επαγγελματικό, δείχνουν ότι οι κάθετες πελατειακές σχέσεις ήταν πολύ ασθενείς για να στηρίξουν μια θεωρία για μετάδοση του Καθαρισμού μέσω αυτών. Σε μεγαλύτερες πόλεις, όπως η Φλωρεντία, η θεωρία αυτή τεκμηριώνεται καλά από τα στοιχεία. Στο Ορβιέτο, όχι[12]. Ο Καθαρισμός χρησιμοποίησε τα νεότευκτα οριζόντια κοινωνικά δίκτυα, όπως τις συντεχνίες, τα αδελφάτα, τους στρατιωτικούς συνδέσμους, για να διαδοθεί.  

Ένας άλλος παράγοντας, ο οποίος επέδρασε θετικά στην ανάπτυξη των Καθαρών στο Ορβιέτο, ήταν η άνοδος του Popolo και η ανάληψη σημαντικών δημόσιων αξιωμάτων από τους πολίτες. Ήδη από το 1240 το Popolo έχει εδραιώσει την θέση του σε θεσμούς δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, δεν έχουν καταγραφεί βίαιες συγκρούσεις στην μετάβαση της εξουσίας από τους παλαιούς στους νέους φορείς[13]. Θα μπορούσε η επίδραση των Καθαρών, με τις γνωστές μεθόδους τους, να ευθύνεται γι’ αυτό; 

Το 1244 η πρυτανεία ήταν στα χέρια του Popolo και από τους τρεις πρυτάνεις ο ένας, ο Raniero de Arari, ήταν αδιαμφισβήτητα Καθαρός. Σύμφωνα με τα αρχεία τις Ιεράς Εξέτασης[14], η μητέρα του “domina Camera” καταδικάστηκε επειδή συμμετείχε σε συναντήσεις αιρετικών στο σπίτι του γιου της. Την ίδια εποχή καταρτίσθηκε η Carta del Popolo[15]. Είναι γνωστό ότι το Popolo της πόλης έδειξε ανοχή απέναντι στην αίρεση. Το 1239 ο θησαυροφύλακας της πόλης ήταν ένας ονομαστός Καθαρός, ο Provenzano Lupicini.  

Την ίδια χρονιά (1239) έγινε απόπειρα εγκατάστασης Δομινικανού Ιεροεξεταστή, του Fra Ruggiero Calgani, ο οποίος ήρθε ύστερα από επιτυχημένη σταδιοδρομία στην Φλωρεντία. Οι Δομινικανοί δεν είχαν πολύ καιρό, που εγκαταστάθηκαν στο Ορβιέτο, μόλις το 1230-32, λίγο μετά τους Φραγκισκανούς. Η αντίδραση των Καθαρών ήταν βίαιη και άμεση. Μια ομάδα εισέβαλε στο νεόκτιστο κατάλυμα τους κι επιτέθηκε στην αδελφότητα.  Η αιματηρή επίθεση δεν αποκάρδιωσε τον Fra Ruggiero. Αμέσως μετά ξεκίνησαν ανακρίσεις, οι οποίες κατέληξαν στην αναγνώριση των δραστών. Μεταξύ αυτών ήταν οι Bartolomeo και Rainerio de Tosti, οι πρώτοι που κλήθηκαν για κατάθεση. Αρχικά αρνήθηκαν την συμμετοχή, αλλά αργότερα ομολόγησαν. Ο Rainerio ήταν αυτός που έδειρε μέχρι αίματος τον Ιεροεξεταστή. Ανάμεσα στους δράστες συγκαταλέγονταν ο συγγενής των δύο αδελφών Cristoforo de Tosti, ο θησαυροφύλακας Provenzano Lupicini, οι Bivieno και Giuliano di Biagio. Οι Δομινικανοί πέτυχαν με την συνδρομή του podestà ικανοποιητική ποινή. Στόχος ήταν ο δημόσιος εξευτελισμός των δραστών. Οδηγήθηκαν γυμνόποδες και φορώντας μόνο τα υποκάμισα, έχοντας σχοινί τυλιγμένο στο λαιμό τους, στην κεντρική πλατεία ενώπιον του πλήθους. Αποκήρυξαν την αίρεση αναγκαστικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τελείωσε η συμμετοχή τους στην αιρετική δράση ή την πολιτική του Ορβιέτο. Εκτός από τον δημόσιο εξευτελισμό δεν αναφέρεται κάποια άλλη από τις συνήθεις ποινές, πρόστιμα, κατεδαφίσεις οικιών ή εξορίες. Ουσιαστικά, η αίρεση δεν δέχθηκε κανένα πλήγμα και αυτό δείχνει την αδυναμία της Ιεράς Εξέτασης ν’ αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αδυναμία που οφείλονταν στο γενικότερο κλίμα που επικρατούσε στην πόλη υπέρ των Καθαρών. Άρα, το Ορβιέτο έδωσε το μήνυμα που ήθελε στους Δομινικανούς και τον εργοδότη τους.  

Για πολύ καιρό δεν παρατηρείται κινητικότητα προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης των Καθαρών. Το 1240 ο Fra Ruggiero άκουσε την εξομολόγηση του Ildebrandino Ricci de Tosti[16]. Ωστόσο, μόλις το 1249, μια δεκαετία μετά την άφιξή του, μπόρεσε να επιβάλλει μια αξιοπρόσεκτη ποινή. Τότε καταδικάστηκαν επτά άτομα, πέντε εκ των οποίων ήταν Tosti. Οι άλλοι ήταν οι Giuliano και Bivieno di Biagio. Παρατηρείται ότι πρόκειται για τα ίδια άτομα που είχαν κατηγορηθεί για την επίθεση στον Fra Ruggiero. Οι di Biagio δεν ήταν αυτόχθονες, αλλά είχαν έρθει από το γειτονικό Todi. Η νέα καταδίκη αφορούσε την επιορκία των Giuliano di Biagio και Ildebrandino Tosti, οι οποίοι υποτίθεται ότι είχαν μετανοήσει και απαρνηθεί την αίρεση, αλλά τελικά ξαναγύρισαν, οπότε παραβίασαν την εκκλησιαστική ασυλία που τους είχε δοθεί. Τους επιβλήθηκε πρόστιμο να πληρώσουν χίλιες λίβρες ο καθένας. Η επιβολή αυτού του προστίμου δείχνει ότι την εποχή αυτή η Ιερά Εξέταση, είτε ήταν αρκετά ισχυρή για να προχωρήσει σε τέτοιες ποινές, είτε προσπαθούσε να γίνει. Οι καταδικασθέντες επιχείρησαν ν’ αποφύγουν την πληρωμή. Μαζί με τους αδερφούς τους Cristoforo Tosti και Bivieno di Biagio επισκέφτηκαν τον γραμματικό Boniohanis, ο οποίος είχε γράψει το πρόστιμο και απείλησαν να τον σκοτώσουν αν δεν τους έδινε απόδειξη ότι πλήρωσαν[17].  

O podestà υποστήριξε για άλλη μια φορά την απόφαση της Ιεράς Εξέτασης. Οι οικογένειες των καταδικασθέντων απάντησαν με επιστράτευση. Εξόπλισαν τους πύργους τους, συγκέντρωσαν όπλα στα σπίτια τους και ξεσήκωσαν τον λαό της πόλης. Ο Bivieno di Biagio, σύμφωνα με την καταδικαστική απόφαση ήταν Καθαρός ήδη από τριακονταετίας. Είχε επίσης καταδικαστεί σε εξορία, εννέα χρόνια πριν, αλλά όπως φαίνεται δεν υπήρχαν οι δυνάμεις για την εκτέλεση τη καταδίκης. Αυτός μίλησε στην κεντρική πλατεία της πόλης, ενώπιον του πλήθους και καταφέρθηκε ενάντια στον podestà και την πολιτική δίωξης των Καθαρών. Τελικά η καταδίκη έμεινε κενό γράμμα. Αποδείχθηκε πως ούτε το 1249 η Ιερά Εξέταση είχε την δυνατότητα να διώξει την αίρεση σε μια πόλη, της οποίας την κυριότητα είχε ο πάπας, μιας πόλης πολύ κοντά  στην Ρώμη. Ο λόγος αυτής της αδυναμίας, όπως μπορεί να καταλάβει ο αναγνώστης, είναι καθαρά πολιτικός. Την ίδια εποχή, που σε πιο απομακρυσμένες περιοχές της Ευρώπης, η αίρεση διώκονταν απηνώς, στην γειτονιά του παπικού κράτους δεν υπήρχε προθυμία των κοσμικών αρχών προς αυτήν την κατεύθυνση και ο λόγος είναι ότι ο νούμερο ένα πολιτικός αντίπαλός τους δεν ήταν οι Καθαροί, αλλά ο πάπας. Έτσι, δεν ξανακούμε πράξεις της Ιεράς Εξέτασης στο Ορβιέτο μέχρι το 1963, οπότε και ανέλαβαν οι Φραγκισκανοί.  

Από τα ανακριτικά αρχεία της δεκαετίας του ’60 αντλούνται χρήσιμες πληροφορίες για τους Καθαρούς των προηγούμενων δεκαετιών, εφόσον μια εξέταση πήγαινε τόσο πίσω, όσο βοηθούσε η μνήμη του εξεταζόμενου[18]. Σ’ αυτά αναφέρεται ο τοκογλύφος Cittadino Viviani Avultronis[19], ως απόγονος ενός από τους εμπλεκομένους στην δολοφονία του Pietro Parenzo. Από την μελέτη των εγγράφων αυτών γίνεται κατανοητό ότι ο Καθαρισμός είχε ευρύτερη διάδοση στις ανερχόμενες φαμίλιες, των οποίων τα συμφέροντα ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με την διοίκηση της πόλης και λιγότερο στην παλαιά αριστοκρατία, όπως οι Prefetti.  

Ο πιο ονομαστός οίκος Καθαρών ήταν των Toste. Αυτοί είχαν τα παλάτια και τους πύργους τους στην γειτονιά (rione) της Santa Pace[20]. Ο οίκος αναφέρεται στις πηγές ήδη από την αρχή του ΙΒ’ αι. Δύο μέλη του υπέγραψαν συνθήκη με την Σιένα το 1202[21]. Κάποιος άλλος ενήργησε ως μεσολαβητής σε διακανονισμό μεταξύ του επισκόπου (πρώην Maestro) Giovanni και των Bulgarelli, κόμηδων του Parrano, το 1212. Το 1221 εμφανίζονται οι υπογραφές των Ranuccio και Ranerio Toste σε συμφωνία πάλι με την Σιένα[22]. Το 1229 έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην επίτευξη συμφωνίας μεταξύ της κομμούνας του Ορβιέτο και του κάστρου Montepulciano, που οδήγησε σε συμμαχία με την Φλωρεντία. Η συμφωνία υπογράφηκε στην οικία τους[23].  

Στα αρχεία της ίδιας περιόδου αναφέρονται ως Καθαροί τα μέλη της οικογένειας Lupicini. Πρόκειται για παλιά οικογένεια της πόλης και κάποιοι από αυτούς είχαν υπηρετήσει ήδη ως δημοτικοί σύμβουλοι στα τέλη του ΙΒ’ αι[24]. Κάποιος Johannes Lupicini συμμετείχε στην υπογραφή της συμφωνίας με την Σιένα το 1202[25]. Ο Provenzano, ο θησαυροφύλακας (camerarius) του 1239, ο οποίος αναφέρθηκε παραπάνω, εμφανίζεται στα δημόσια έγγραφα από το 1220[26]. O Amideo Lupicini εμφανίζεται ως σύμβουλος, την εποχή που ο Provenzano ήταν θησαυροφύλακας, το 1239. Υπηρέτησε ως πρύτανης από κάποια στιγμή μέχρι το 1266[27]. Τα φορολογικά αρχεία δείχνουν ότι η οικογένεια είχε υψηλά εισοδήματα στα μέσα του ΙΓ’ αι. Οι δύο αυτές οικογένειες, οι Toste και οι Lupicini δεν κατείχαν τίτλους. 

Μια τρίτη οικογένεια που εμφανίζεται στα έγγραφα της Ιεράς Εξέτασης είναι οι Toncelle. O πατερφαμίλιας ήταν ο Toncella, όπως δείχνει και το επίθετο της οικογένεια, γιος του Αρώνη (Arone), ο οποίος το 1202 εμφανίζεται ως απλός πολίτης σε μια λίστα Ορβιετάνων[28]. Το 1215 υπηρέτησε ως θησαυροφύλακας[29]. Η φαμίλια κατείχε μέγαρο και πύργο στο San Andreas. O Toncella και ο γιος του Artone πέθαναν ως Καθαροί, έχοντας λάβει το consolamentum. Ο άλλος γιος του, ο Messer Domenico,  ήταν θησαυροφύλακας το 1234 και συμμετείχε σε έναν διακανονισμό της κομμούνας της πόλης με τον επίσκοπο. Ο τελευταίος είχε αφορίσει ολόκληρη την πόλη και η κομμούνα του κατέβαλε ένα σημαντικό ποσό (δωροδωκία;) για να άρει τον αφορισμό[30]. Η καταδίκη των Καθαρών της οικογένειας το 1268, στηρίχθηκε στην ομολογία της συζύγου του Domenico, Syginetta[31]. Ένα άλλο μέλος της οικογένειας, ο Messer Matteo, υπηρέτησε σε σημαντικές δημόσιες θέσεις. Δεν κατηγορήθηκε για αίρεση. Ο γιος του Pietro de Matteo αναδείχθηκε σε σπουδαίο νομικό.  

Οι πληροφορίες που συλλέγονται από τα αρχεία για την δεκαετία του ’40 δείχνουν ότι η παρουσία των Καθαρών στα δημόσια αξιώματα είχε δημιουργήσει όχι απλώς κλίμα ανοχής, αλλά ευνοϊκό κλίμα γι’ αυτούς. Δηλαδή, όχι μόνο η αίρεση εξαπλώνονταν στην πόλη, αλλά όλο και περισσότεροι Καθαροί ανέρχονταν σε διοικητικές θέσεις, με τους περισσότερους να προέρχονται από οικογένειες εμπόρων και τοκογλύφων[32].  

Με την έναρξη της δεκαετίας, τρεις Καθαροί κατείχαν υψηλά δημόσια αξιώματα΄ ο Ranerio Raneri di Arari, o Ranieri Adilascie και ο Martino Guidutie. Ο πρώτος έφτασε μέχρι το αξίωμα του πρύτανη το 1244. Η μητέρα του Camera, χήρα του Rainucci de Arari καταδικάστηκε το 1268 για αίρεση[33]. Σύμφωνα με την ομολογία της ο γιος της είχε ενεργό ρόλο στην αίρεση. Η ίδια δέχονταν τους Τελείους στην οικία της και τους παρείχε τροφή και στέγη καθ’ υπόδειξη του Ranerio. Αυτός, μαζί με τον αδελφό του Bonifatio ασχολούνταν με εμπορικές επιχειρήσεις, ενώ δυο άλλα μέλη, οι Bonifatio Dominici Ranucti de Arari και Bartolomeo Boncompagni Ranucti de Arari, συνδέονταν με την τοπική αριστοκρατία, μέσω του Pietro Munaldi, του οίκου των Monaldeshi. Λόγω της οικονομικής τους επιφάνειας μπορούσαν να μπουν εγγυητές για τους συγκεκριμένους αριστοκράτες, όπως και μπήκαν το 1248. Μια τέτοια κίνηση δημιουργούσε τις ανάλογες υποχρεώσεις, όπως μπορούμε να καταλάβουμε. Ο Pietro Munaldi, ως μικρός φεουδάρχης ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του. Του δόθηκε η ευκαιρία να δεχθεί την υποτέλεια του οχυρού της Sberna, αλλά έπρεπε να δώσει τα ανάλογα ανταλλάγματα. Επειδή δεν είχε την οικονομική ευχέρεια ν’ ανταπεξέλθει, στράφηκε στους τοκογλύφους. Αυτοί ζητούσαν εγγυητές και ο Pietro Munaldi απευθύνθηκε στους προστατευόμενους του de Arari. Αυτοί φάνηκαν πρόθυμοι να συζητήσουν και στο τέλος δέχθηκαν, αφού έλαβαν τα ανάλογα προνόμια΄ προστατευόμενο εμπορικό μονοπώλιο στο νέο φέουδο, ανοχή ή και προστασία της αίρεσης. Τοκογλύφοι και έμποροι είχαν κάθε λόγο να γιορτάσουν την νέα επικερδή συμφωνία, καθώς ανοίχτηκαν νέες προοπτικές για μπίζνες και προσηλυτισμό, και ο καλύτερος τρόπος ήταν η νυχτερινή συγκέντρωση στα υπόγεια του μεγάρου των de Arari με το καθιερωμένο «φίλημα της γάτας[34]».  

Ο Ranieri Adilescie ήταν επίσης πρύτανης τον Φεβρουάριο του 1947 με τον Martino Martini Guidutii σύμβουλο και εκπρόσωπο της συντεχνείας των εμπόρων στο δημοτικό συμβούλιο. Από τους γιους του Ranieri ο Pietro Coroza ήταν σύμβουλος του Capitano το 1262 και καταδικάστηκε για αίρεση[35]. Ο άλλος γιος του, ο Jacobo, έγινε κληρικός στον Άγιο Ανδρέα και ήταν παρών στην καταδίκη της Syginetta, της χήρας του Domenico Toncelle. Η συνεργασία του με τους Καθαρούς της κομμούνας ήταν επικερδής, καθότι ήταν ο άνθρωπος που εκμεταλλεύτηκε την δημοτική περιουσία, ως αντάλλαγμα για δάνειο που παρείχε μαζί με τον Martino στον podestà για την αποπληρωμή κάποιου οφειλόμενου ποσού στους Φλωρεντίνους[36].  

Οι Guiduttie ήταν οικογένεια εμπόρων και όπως είπαμε, το 1247 είχαν αρκετή επιρροή ώστε να διορίσουν ως εκπρόσωπο της συντεχνίας στο δημοτικό συμβούλιο, μέλος δικό τους. Διέμεναν στην γειτονιά της Santa Pace, όπως και οι Toste. Ήταν αφοσιωμένοι Καθαροί. Στις καταδίκες του 1268 αναφέρονται οι αδελφές του Martino. Η Matthea είχε παντρευτεί τον τοκογλύφο Miscinello Ricci Miscinelli και είχε λάβει το consolamentum όταν είχε αρρωστήσει βαριά με την προοπτική του θανάτου να πλανάται[37].  Μια άλλη αδελφή του Martino, η Albasia, σύζυγος του Pietro Frascambocca, καταδικάστηκε την ίδια περίοδο. Η Amata, σύζυγος του αδελφού του Martino, Enrico Martini, καταδικάστηκε επίσης το 1268 κι έχασε την προίκα της μαζί με την περιουσία του άνδρα της[38]. Μαζί καταδικάστηκαν και οι γιοι της Mathutio και Barthutio[39]. Στην καταδίκη αναφέρεται ότι μυήθηκαν στην αίρεση από τους γονείς τους. Η καταδίκη του Martino αναφέρει ότι ο ίδιος ήταν απών[40]. Το πιο πιθανό είναι ότι ήταν ήδη νεκρός την χρονιά εκείνη.  

Την δεκαετία του ’50 οι Καθαροί κατείχαν τα περισσότερα δημόσια αξιώματα της πόλης. Τα ονόματά τους εμφανίζονται στα ανακριτικά αρχεία του 1268. Εκτός από τους προαναφερθέντες καταγράφονται οι εξής:
- Raynerius Stradigotto Ricci de Tostis, κατείχε το αξίωμα του anziano, του συμβούλου δηλ. του capitano, το 1262[41],
- Bevenutus Pepi, anziano το 1256, καταδικάστηκε ύστερα από ομολογία της χήρας του Domina Benamata[42],
- Amideo Lupicini, αρχηγός συντεχνίας (Priore delle arti e delle Compagnie) το 1255 και πρύτανης το 1266, όπως είπαμε παραπάνω[43],
- Petrus Raineri Adilascie, επίτροπος (sindaco del Comuna d’ Orvieto[44]) της κομμούνας το 1256 και anziano το 1262[45],
- Domenico Toncelle, αρχηγός των συνδικάτων της πόλης το 1255, 1256 και 1259 και Capitano del Popolo το 1257[46],
- Messer Munaldo Ranieri Stefani, θησαυροφύλακας το 1245[47].  

Από όλους αυτούς ο πιο ισχυρός, όπως φαίνεται, ήταν ο Domenico Toncelle, διότι κατείχε κατά καιρούς τα ίδια αξιώματα με τους υπόλοιπους, αλλά στις θητείες του παρακολουθούσε σημαντικές εξελίξεις. Για παράδειγμα ανέλαβε Priore delle Arti e delle Soscietà το 1255 και αντικατέστησε τον Amideo Lupicini εν μέσω εξεγέρσεως της Aquandepente, την οποία αντιμετώπισε επιτυχώς και επανέφερε την πόλη υπό την κηδεμονία του Orvieto. Το αξίωμα του priore αποδείχθηκε ισχυρότατο για τα θέματα της πόλης και ενδεχομένως ήταν το αντίπαλο δέος σε αυτό του podestà, στην θέση του οποίου τοποθετούσε άνθρωπο της επιλογής του ο εκάστοτε επικυρίαρχος. Το 1256 το Aquadepente εξέλεξε τον Friar Lorenzo για να εμφανιστεί ενώπιον του Toncelle και να τελειώσει τις συνομιλίες και να συμφωνήσει τους όρους υποταγής στο Ορβιέτο. Από την επιλογή του ατόμου συμπεραίνεται ότι το Aquandepente παρέμενε πιστό στην πολιτική του πάπα, δηλ. το 1256 ήταν ο Καθαρός priore αυτός που επέβαλε τους όρους της συμφωνίας στον εκπρόσωπο της παπικής πολιτικής. Το 1259, όταν ο Toncelle ήταν και πάλι priore οι άρχοντες του Bisenzio[48] παρέδωσαν το νησάκι Martana[49] στην λίμνη Bolsena στην κυριαρχία του Ορβιέτο[50]. Τελικά η υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας στα χέρια του προκάλεσε αντιδράσεις και την ίδια χρονιά (1259) ο Domenico Toncelle δολοφονήθηκε από τον Filipeschi Bartolomeo di Pietro Gani στην πλατεία του Αγίου Ανδρέα[51].  

Ο προσηλυτισμός του Benvenuto Pepi, όπως ομολόγησε η χήρα του Domina Benamata το 1268, όταν αυτός κατείχε το δημόσιο αξίωμα. Κατά την ομολογία, ο άνδρα της είχε δεχθεί στο σπίτι του τους αιρετικούς 16 ή 18 χρόνια πριν και ακολουθούσαν τον Καθαρισμό για μια περίοδο έξι χρόνων, δηλ. 1250-8. Φαίνεται ότι την περίοδο που οι Καθαροί κυριαρχούσαν στα πολιτικά δρώμενα της πόλης, η αποδοχή της πίστης τους ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την συμπλήρωση των κενών διοικητικών θέσεων της πόλης. Από πλευράς υποψηφίου η είσοδος στον Καθαρισμό ήταν μέσο ανάδειξης. Πρόκειται για παράνομη συναλλαγή με πολιτικές προεκτάσεις και αποκαλύπτεται ο τρόπος με τον οποίο οι αιρετικοί κατέλαβαν την εξουσία της πόλης, προωθώντας δικούς τους ανθρώπους στα δημόσια αξιώματα, αναγκάζοντας όσους ήθελαν να αναδειχθούν στην τοπική κοινωνία, ν’ αποδεχθούν την πίστη τους.
        Η πολιτική κλίκα του Ορβιέτο δεν ήταν ο μοναδικός κύκλος των Καθαρών. Ήδη αναφέραμε μερικά ονόματα από τον κύκλο των εμπόρων με βαρύτερο αυτό των Toste. Η σύνδεση των δύο αυτών κύκλων αποκαλύπτεται από τον γάμο της Matthea, αδελφής του Martino Guidutie με τον τοκογλύφο Miscinelli. Το Καθαρό κύκλωμα των εμπόρων και των τοκογλύφων δεν εμπλέκονταν με εμφανή τρόπο στα πολιτικά δρώμενα της πόλης. Το έπρατταν παρασκηνιακά και μέσω επιγαμιών. Είχαν, βέβαια, τον δικό τους τομέα δραστηριοτήτων. Η οικογένεια των Miscinelli είναι παρούσα στην αρχειακή ιστορία της πόλης από το 1202[52]. Την χρονιά εκείνη ο Ranieri Miscinelli ήταν παρών στην υπογραφή συνθήκης με την Σιένα. Ο γιος του ονομάστηκε Nanzilotto (Λάνσελοτ)[53]. Κάποιος Benedetto Miscinelli παραβρέθηκε το 1212 ως μάρτυρας για την λύση ενός γάμου στο επισκοπικό δικαστήριο της πόλης. Ο σύζυγος ήταν επίσης Miscinelli, Oderisio ή Ricco[54]. Κλάδος της οικογένειας του Miscinello ήταν οι Ricci Miscinelli, περιβόητοι τοκογλύφοι του Ορβιέτο. Είχαν σημαντικές οικονομικές συναλλαγές με τους Σιενέζους, στους οποίους είχαν δανείσει σημαντικά κεφάλαια.  

Οι Ricci Miscinelli ήταν γείτονες των Toste. Στην κατοχή τους είχαν ένα ακίνητο στην Santa Pace, στη διασταύρωση με την Piazza del Popolo, αυτή που είχε δημιουργηθεί μετά από κατάσχεση τμήματος οικοπέδου από τους Toste. Το 1268 καταδικάστηκαν τέσσερα μέλη της οικογένειας, ο Miscinello Ricci μαζί με την σύζυγό του και οι Cambio & Petrutio Ricci. Ο πρώτος ήταν ήδη καταδικασμένος αιρετικός το 1268, αλλά δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες μέχρι τότε για την εκτέλεση της ποινής του[55]. O Cambio Ricci ομολόγησε ότι είχε έρθει σ’ επαφή με τους Τέλειους στο μαγαζί του γουναρά Stratigotto, του οποίου ο ανιψιός ήταν επίσης τοκογλύφος μικρής εμβέλειας[56]. Ο Petrutio Ricci καταδικάστηκε επίσης[57], όπως και ένας νεαρός τρομπετίστας ο Petrutio Guidi Becci[58]. Ο τρομπετίστας τότε ήταν ένα δημόσιο αξίωμα΄ έπαιζε την τρομπέτα για να ειδοποιήσει τον κόσμο στις πλατείες όταν συνέβαιναν σημαντικά γεγονότα ή ανακοινώσεις. Βλέπουμε, ότι και το κατώτερο δημόσιο αξίωμα έπρεπε να είναι καλυμμένο από άτομο της αίρεσης. Μάλιστα στην καταδικαστική απόφαση αναφέρεται επίσης ως τοκογλύφος.  

Το 1268 καταδικάστηκαν δεκατέσσερα μέλη της οικογένειας των Toste. Δύο από αυτούς, εκτός της αίρεσης ασκούσαν και την τοκογλυφία. Πρόκειται για τους Bartholomeo & Ranerio di Ranuccio[59]. Ένας από αυτούς, ο Cristoforo, ήταν  τοπικός αρχηγός της αίρεσης. Μαζί του καταδικάστηκαν ο γιος του Ranucetto και η κόρη του Tafura[60]. Αξίζει να σημειωθεί ότι εκτός των άλλων στις ποινές των τοκογλύφων προβλέπονταν απαλοιφή των χρεών των οφειλετών τους, σοβαρότατο πλήγμα, όπως και οι κατασχέσεις.   

Στις ίδιες καταδίκες του 1268 μπορεί να παρατηρηθεί ο σεκταριστικός χαρακτήρας των κοινωνικών σχέσεων των επιφανών οικογενειών των Καθαρών. Η Berardina, χήρα του Johane Marini, καταδικάστηκε μετά θάνατον για αίρεση. Λίγο πριν το θάνατό της είχε λάβει το consolamentum από τον γιο της Rainuccetto[61]. Η διαθήκη της διαβάστηκε στην οικεία του Bartho di Pietro Saraceni. Στην κόρη της Tecta άφηνε τις οφειλές από το δάνειο κάποιου εμπόρου μαζί με τους τόκους και τα έσοδα από το μισό μερίδιο ενός κοπαδιού. Η Tecta ήταν σύζυγος του Bartolomeo Rainuti Toste, που σημαίνει ότι η Berardina ήταν πεθερά του. Έχουμε δηλ. μια συμμαχία Καθαρών οικογενειών μέσω γάμου. Ο Bartolomeo και ο αδερφός του καταδικάστηκαν επίσης για αίρεση. Δεν υπάρχει καταδίκη της Tecta[62]. Ο έμπορος στον οποίο είχε δανείσει η Berardina ήταν ο Giovanni Claruvisi. Μαζί με την γυναίκα του Vianese καταδικάστηκαν για αίρεση[63]. Προστιμήθηκαν 400 λίβρες. Ο Bartho di Pietro Saraceni, στο σπίτι του οποίου διαβάστηκε η διαθήκη της Berardina, καταδικάστηκε ως αιρετικός μαζί με την γυναίκα του Adalascia[64].  

Οι υπόλοιποι καταδικασθέντες δεν έχουν τόσο εμφανή και στενή σχέση με τους επιφανείς αυτούς οίκους. Δεν ήταν, όμως, άγνωστοι μεταξύ τους. Ο Bartho Fancisci, ο οποίος καταδικάστηκε με την γυναίκα του Belverde και τον ανιψιό του Neri, ήταν γείτονας με τους Toste στη Santa Pace[65]. Ομοίως ο Ranerio Zamfongini ήταν γείτονας των Lupicini και των Toncelle στο Monte Rubiaglio, μια περιοχή λίγα χιλιόμετρα ΒΔ του Ορβιέτο. Άλλοι ήταν έμποροι, μέλη της ίδιας συντεχνίας, όπως ο Ingilberto Tignosi, ο οποίος καταδικάστηκε μετά θάνατον. Ίσως να συνδέονταν με τον J. Tiniosi, τον αρχηγό των Καθαρών του κοντινού Viterbo, που αντιμάχονταν στις αρχές του αιώνα την πολιτική του Ιννοκέντιου στην πόλη του.  

Μέχρι στιγμής αποκαλύφθηκαν τα διαπλεκόμενα κυκλώματα των Καθαρών που επηρέαζαν την πολιτική και το εμπόριο της πόλης. Ένα ακόμη κύκλωμα Καθαρών είχε απλωθεί στην παραγωγική οικονομία του Ορβιέτο. Πρόκειται για καλοστεκούμενους τεχνίτες, ιδιοκτήτες καταστημάτων στο κέντρο της πόλης και άλλων επαγγελματικών και ιδιωτικών ακινήτων. Το κύκλωμα αυτό συσπειρώνονταν γύρω από τις δραστηριότητες ενός Σιενέζου μέτοικου του Stradigotto. Αυτός ήταν γουναράς και είχε δικό του κατάστημα. Δεν είναι γνωστό αν μυήθηκε στον Καθαρισμό στην Σιένα ή στο Ορβιέτο. Η ανάκρισή του από τον Ιεροεξεταστή Fra Ruggiero δείχνει ότι κατοικούσε στην πόλη επί εικοσαετία. Η καταδίκη του περιελάμβανε και μια ομολογία πίστεως[66]. 

O Stradigotto μερίμνησε για την διάδοση της αίρεσης στην συντεχνία των γουναράδων, όπως και σε άλλες επαγγελματικές συντεχνίες. Έχουμε δηλαδή οριζόντια μετάδοση. Ο Amato ένας ακόμη Σιενέζος που κατοικούσε στο Ορβιέτο κατέθεσε ότι δέχθηκε δύο Καθαρούς Τέλειους στην οικία του, καθ’ υπόδειξη του Stradigotto. Άκουσε το κήρυγμά τους και τους απέτισε τιμή κατά τον τρόπο που του είχε δείξει αυτός[67].  Άλλος ένας γουναράς, ο Blanco, ομολόγησε ότι παραβρέθηκε στο κήρυγμα ενός Φλωρεντίνου Καθαρού, του Nicola di Casalveri, ύστερα από πίεση του Stradigotto, και στην συνέχεια συνόδευσε την ομάδα των φιλοξενούμενων Καθαρών σε διάφορα μέρη[68]. Ο Nicola de Casalveri συναντήθηκε και με τους Benefactus & Rainerio Stephani, οι οποίοι καταδικάστηκαν για αίρεση[69]. Ο πρώτος ήταν υποδηματοποιός, ο δεύτερος σιδηρουργός. 

Ένας άλλος γουναράς που καταδικάστηκε ως αιρετικός ήταν ο Vuscardo. Την χρονιά της καταδίκης του, το 1265, ήταν ήδη νεκρός. Το σπίτι του κατεδαφίστηκε και το οικόπεδο δόθηκε στην χήρα του Bellapratu, ως αποζημίωση για την προίκα της. Αυτή διέμενε με τον γιό της Frederico στη Serancia, ο οποίος ήταν επίσης γουναράς. Δώρισε το οικόπεδο στον γιό της, μια κίνηση που γεννά ερωτηματικά εφόσον θα την κληρονομούσε έτσι κι αλλιώς. Παρόντες και μάρτυρες της δωρεάς ήταν οι Blanco & Filippo Brusse, και οι δυο Καθαροί. Συμπεραίνεται ότι η δωρεά απέβλεπε στην αποφυγή της κατάσχεσης του οικοπέδου, σε περίπτωση καταδίκης της Bellapratu[70]. Πράγματι, τρία χρόνια μετά η Bellapratu, η νύφη της Grana και οι δύο μάρτυρες Blanco & Filippo Busse καταδικάστηκαν ως αιρετικοί. Οι δύο γυναίκες υποχρεώθηκαν να φορούν τον κίτρινο σταυρό στο στήθος, ενώ η περιουσία τους κατασχέθηκε. Ο Frederico δεν καταδικάστηκε και το πιθανότερο είναι ότι το οικόπεδο έμεινε στην κατοχή του.  

Ο πληροφοριοδότης ήταν ο Filippo Busse. Δεν είναι γνωστό τι επαγγέλονταν. Είχε ένα σπίτι στο San Giovenale. Πριν την ομολογία πούλησε την οικία του, με τον Frederico εγγυητή. Όταν, αργότερα συνελήφθη και καταδικάστηκε για αίρεση, αποφασίστηκε η κατεδάφιση του σπιτιού επειδή σ’ αυτό είχαν γίνει consolamenta. Ο νέος αγοραστής έμεινε ν’ αναρωτιέται πως έπεσε θύμα απάτης, ενώ ο Filippo έμεινε με την ικανοποίηση ότι μπόρεσε να ρευστοποιήσει το ακίνητο. Με την ομολογία του ενέπλεξε τους γνωστούς του[71].  

Οι γουναράδες ήταν μια ανερχόμενη επαγγελματική τάξη την εποχή. Αξιοποιώντας νέες τεχνικές στην επεξεργασία δερμάτων, κατάφεραν να ξεπεράσουν τις παλαιές προκαταλήψεις που υποτιμούσαν τα προϊόντα τους και να προσφέρουν συνδυασμούς γούνας με άλλα υφάσματα. Ουσιαστικά λάνσαραν νέα μόδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η τέχνη τους να γίνει περιζήτητη και οι γουναράδες να ταξιδεύουν ή ακόμη και να μετοικούν σε άλλες πόλεις, όπως ο Stratigotto.  Ταυτόχρονα, απέφευγαν την πιο βρώμικη βυρσοδεψία. Η εμπλοκή τους με το εμπόριο άνοιξε την πόρτα της συντεχνίας τους στον Καθαρισμό, όπως συνέβη και με τα άλλα είδη της υφαντουργίας. Το επικερδές εμπόριο ανέβασε την οικονομική τους κατάσταση και στο Ορβιέτο η συντεχνία απόκτησε φωνή στην πολιτική. Εξέλεγαν δικό τους σύμβουλο σε όλους τους πολιτικούς θεσμούς της διοίκησης[72].  

Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι οι Καθαροί κατάφεραν να διεισδύσουν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της κοινωνίας και να ελέγξουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή της πόλης. Θα επιχειρηθεί παρακάτω η επιβεβαίωση του συμπεράσματος αυτού μέσω των στοιχείων που μπορούμε να αντλήσουμε για άλλες σημαντικές πόλεις της Λομβαρδίας. 

 

7.4.3 Η κατάσταση στην Φλωρεντία. 

Εφόσον ο Καθαρισμός επεκτάθηκε στο Ορβιέτο από την Φλωρεντία, είναι λογικό να προσπαθήσουμε να διακρίνουμε, αν η μικρή κοινωνία του πρώτου αντέγραψε την μεγαλύτερη της δεύτερης. Η Φλωρεντία ως σημαντικότερη πόλη  συνδέεται με τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής με μια αμφίδρομη σχέση, η ζωή της δεν ακολουθεί μόνο την ιστορική εξέλιξη αλλά οι πολιτικές της αποφάσεις την καθορίζουν ως ένα βαθμό. Συνεπώς, σ’ αυτήν εμφανίζονται δύο χαρακτηριστικά, τα οποία δεν διέθετε το Ορβιέτο. Πρώτον, στην Φλωρεντία υπήρχε έδρα Καθαρού επισκόπου. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερο αριθμό πιστών και τα παραδείγματα έχουν μεγαλύτερη αντιστοιχία και βαρύτητα στην αναλογική κλίμακα. Δεύτερον, τα δύο κόμματα, οι Guelph και οι Ghibellines δίνουν πιο ενεργό ρόλο στον πάπα και τον αυτοκράτορα και τους επιτρέπουν να καθορίζουν μέσα από την δυναμική της αντιπαράθεσης ένα περιβάλλον εχθρικότερο στην ανάμειξη τρίτων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Άρα οι Καθαροί, αν μπορούσαν να λάβουν μέρος στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων, αφενός μεν θα το είχαν κατορθώσει δυσκολότερα, αφετέρου θα μπορούσαν να επηρεάζουν επαγωγικά σημαντικότερα γεγονότα. Η δυσκολία των Καθαρών στην διείσδυση των κέντρων λήψης αποφάσεων, η οποία προέκυπτε από το άμεσο ενδιαφέρον των ανταγωνιστών τους αντισταθμίστηκε, όπως θα φανεί από δύο παράγοντες. Την εμβέλεια των προσώπων που έφεραν εις πέρας το έργο και την εκμετάλλευση του «πατριωτικού συναισθήματος», της επιθυμίας των τοπικών παραγόντων να καθορίζουν οι ίδιοι τις τύχες τους, την αυτοδιάθεσή τους, όπως θα λέγαμε σήμερα, στο βαθμό βέβαια κάτι τέτοιο ήταν εφικτό σε μια μεσαιωνική πόλη. 

Πηγή πληροφόρησης για τους Καθαρούς της Φλωρεντίας είναι τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης, των ετών 1244-5[73]. Προϊστάμενος των ανακρίσεων ήταν τότε ο Fra Ruggiero Calgani, ο Δομινικανός τον οποίο είχε ξυλοκοπήσει στο Ορβιέτο ο Provenzano Lupicini. Στα αρχεία αυτά η αντιμετώπιση της αίρεσης είναι σκληρότερη από την αντίστοιχη στο Ορβιετό, έντεκα εκτελέσεις στην πυρά και πολλές άλλες καταδίκες.  

Τα βαριά ονόματα των καταδικασθέντων δείχνουν μεγαλοαστούς, εμπόρους και τραπεζίτες. Η φαμίλια των Macci περιελάμβανε τραπεζίτες από το 1203. Κατείχαν ακίνητα στην κεντρική πλατεία Orsanmichele, μερικά από τα οποία νοίκιαζαν σε δημόσιες υπηρεσίες από το 1232[74]. Η γυναίκα του Cavalcante de Maccis είχε λάβει το consolamentum και η κόρη τους με τον άντρα της είχαν δεχθεί Τελείους[75]. Όπως υποδεικνύει το όνομα οι Macci είχαν συγγένεια με τους Cavalcanti, οικογένεια εμπόρων και τραπεζιτών[76].  Ήταν κάτοχοι ενός πύργου στην νέα αγορά. Δύο μέλη της οικογένειας καταδικάστηκαν ως Καθαροί: ο Ugoccione είχε υπηρετήσει ως δημοτικός σύμβουλος, εκπρόσωπος της εμπορικής συντεχνίας της Porta Santa Maria, το 1218΄ μαζί καταδικάστηκε και ο γιος του Herrigo.  

Οι de Pulci ήταν άλλη μια επιφανής οικογένεια μπλεγμένη με την αίρεση. Ο Rinaldo de Pulci ήταν ιδιοκτήτης πύργου στην γειτονιά πίσω από την πλατεία που είναι σήμερα γνωστή ως Piazza Signoria και ιδρυτής της τράπεζας Pulci-Rimbertini. Κάποια Τέλεια, η Μαρία, μετά το consolamentum έμεινε στην οικία του για τέσσερις μήνες. Στο σπίτι πηγαινοέρχονταν συχνά Καθαροί[77]. Επίσης κάποιος Albano έλαβε το consolamentum στο σπίτι τους από τον Καθαρό επίσκοπο Torsello μαζί με μια γυναίκα, ονόματι Gemma de Caccialupis. Ο ίδιος ο Rinaldo ομολόγησε ότι είχε σχέσεις με τους Καθαρούς, επί δωδεκαετία, μέσω της γυναίκας του αδελφού του Tedora. Τους είχε σε εκτίμηση, τους θεωρούσε «καλούς ανθρώπους» και τους φιλοξενούσε τακτικά[78]. Οι Καθαροί κατέθεταν τα χρήματά τους σ’ αυτόν. Στην ομολογία του οι ανακριτές πρόσθεσαν ότι είχε λάβει το consolamentum από τον Torsello. Η Margherita, σύζυγος ενός των Pulci, είχε γνωρίσει πολλούς Τελείους στο σπίτι του Rinaldo και παραβρέθηκε σε δύο περιπτώσεις σε τελετή consolamentum.  

Οι Pulci συνδέονταν με τους Nerli. Η Margherita προέρχονταν από αυτή την φαμίλια και ήταν αδελφή των Gherardo, Ghisola, Diana Avegnente και Sophia Nerli. Ο πατέρας τους λεγόταν Nerlo di Ottavante και είχε διατελέσει δικαστής στην Santa Cecilia το 1221[79]. 

Από τους Καθαρούς που καταδικάστηκαν το 1244-45 κάποιοι αποδείχθηκαν πιστωτές της αριστοκρατίας. Για παράδειγμα, ο Albizzo Tribaldi ήταν πιστωτής του κόμη Guido Guerra το 1240[80]. O Claro Mainetti υπηρέτησε ως φοροεισπράκτορας το 1242, επιφορτισμένος με την είσπραξη του καπνικού φόρου από την αριστοκρατία[81].  

Η σπουδαιότερη ίσως φαμίλια τραπεζιτών ήταν οι de Baroni. Λόγω της επιφάνειάς τους έγιναν στόχος των ανακριτών το 1245 και τα δυο αδέλφια, Pace & Barone de Baroni κλήθηκαν να καταθέσουν. Ήταν ιδιοκτήτες διαφόρων ακινήτων στην Φλωρεντία, τα οποία φιλοξένησαν κατά καιρούς Καθαρούς και στέγασαν τις δραστηριότητές τους. Ο επίσκοπος Torsello τέλεσε το consolamentum πολλές φορές εντός αυτών. Οι καταθέσεις μαρτύρων, βεβαίωναν συνεστιάσεις και προσευχές αιρετικών[82]. Τρεις γυναίκες Τέλειες φιλοξενήθηκαν για τέσσερις μήνες και στο διάστημα αυτό δίδασκαν την αίρεση[83]. Δύο άνδρες Τέλειοι, δραπέτες από την φυλακή (πύργος Μαρινεττα), βρήκαν καταφύγιο σε οικία των de Baroni. O Fra Ruggiero συγκέντρωσε συνολικά καταθέσεις είκοσι δύο μαρτύρων εναντίον τους.  

Από τα παραπάνω είναι εμφανές ότι ο Καθαρισμός στην Φλωρεντία, όπως και στο Ορβιέτο, βρήκε ανοικτό πεδίο στην μεγαλοαστική τάξη. Μένει τώρα να εξεταστεί αν και πως επηρέασε την πολιτική κατάσταση της πόλης. Στο Ορβιέτο, η εμπλοκή της μεγαλοαστικής τάξης συνδέθηκε με την άνοδο της κομμούνας της πόλης. Το Ορβιέτο, όμως, είχε στενή πολιτική οπτική λόγω του μικρού μεγέθους του και έπαιρνε κάποια αξία στα δρώμενα εξαιτίας των σχεδίων του πάπα γι’ αυτό. Αντίθετα η Φλωρεντία είχε μεγαλύτερη συμμετοχή στην πολιτική ζωή της Λομβαρδίας, όπως εξηγήσαμε και παραπάνω. Η εμπλοκή της μεγαλοαστικής τάξης συνδέθηκε με τις πολιτικές βλέψεις των Ghibellines και μέσω του κόμματός τους εκφράστηκαν τα συμφέροντά της. Έτσι, οι Nerli, οι Macci, οι Pulci, οι de Baroni, ήταν όλοι τους Ghibellines. Οκτώ από αυτούς εξοριστήκαν όταν επικράτησαν οι Guelph. Πέντε μέλη των Macci συμμετείχαν στο δημοτικό συμβούλιο, όταν ανέλαβαν την πόλη οι Ghibellines. Τρεις Pulci και τρεις Nerli υπηρέτησαν στα διοικητικά όργανα του κόμματος[84] και μαζί τους ο Chiaro Maineti, καταδικασμένος Καθαρός με διασυνδέσεις με την αριστοκρατική οικογένεια των Uberti[85].  

Παρά την προτίμησή τους για τους Ghibellines, οι Καθαροί μεγαλοαστοί διατηρούσαν σχέσεις και με τους Guelph. Για παράδειγμα, ο μεγαλέμπορος Uguccione Cavalcanti θεωρούνταν Guelph. Επίσης ο Messer Albizo Tribaldi, καταδικασμένος αιρετικός, ήταν πιστωτής του αρχηγού των Guelph Guido Guerra[86]. Φρόντισαν δηλαδή να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους, διατηρώντας σχέσεις και με τους Guelph, άσχετα αν την εποχή του ανταγωνισμού συντάχθηκαν με τους Ghibellines. Όταν φάνηκε ότι τελικά θα επικρατήσουν οι πρώτοι, οι σχέσεις αυτές διευρύνθηκαν. Έτσι, οι συνέταιροι των Pulci στην τράπεζα, ορκίστηκαν πίστη στον πάπα το 1263 και σχετίστηκαν με τους νέους προστάτες, τους Ανδεγαυούς[87]. Οι Nerli με την σειρά τους έγιναν μέλη των Guelph και το 1278 ανήλθαν στο συμβούλιο του κόμματος[88].  

Ο Fra Ruggiero καταδίκασε τους de Baroni στις 25 Μαρτίου 1245 ως αιρετικούς[89]. Οι de Baroni έχαιραν της αυτοκρατορικής προστασίας και ο podestà, Pace Pesamigola, γόνος οικογένειας Γκιμπελλίνων της Bergamo ήταν εγκάθετός του. O Barone de Baroni ήταν μέλος του δημοτικού συμβουλίου εκείνη την περίοδο. O Ruggiero αποφάσισε την κατάσχεση της περιουσίας των καταδικασμένων de Baroni στις 11 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς. Ο podestà έστειλε την επομένη δύο αγγελιοφόρους μαζί με εκπρόσωπο της κομμούνας στο μοναστήρι των Δομινικανών, για να πιέσει τον ιεροεξεταστή ν’ ακυρώσει την απόφαση. Αλλά ο Ruggiero ήταν όργανο της πολιτικής του πάπα Ιννοκέντιου IV (1243-1254), ο οποίος είχε κηρύξει έκπτωτο και αιρετικό τον Φρειδερίκο ΙΙ Βαρβαρόσα στις 17 Ιουλίου της ίδιας χρονιάς, στην Α’ Σύνοδο της Λυών. Δεν αναγνώριζε την αρμοδιότητα του αυτοκράτορα στην Φλωρεντία. Κατηγόρησε τον podestà ως προστάτη των αιρετικών. Στις 24 Αυγούστου, την ημέρα της εορτής του Αγίου Βαρθολομαίου, ο επίσκοπος της Φλωρεντίας Ardingo και ο Fra Ruggiero αφόρισαν τον podestà, ενώπιον του εκκλησιάσματος. Σε αντίδραση ο podestà σήμανε την καμπάνα της κομμούνας και σήκωσε το λάβαρο της πολιτοφυλακής. Επιτέθηκαν στην εκκλησία και ξέσπασε εμφύλια διαμάχη, η οποία μεταφέρθηκε στο νεκροταφείο της πόλης. Ο επίσκοπος και ο ιεροεξεταστής αποτραβήχτηκαν στην πλατεία μπροστά από το δομινικανό μοναστήρι, φρουρούμενοι από ένοπλους υποστηρικτές τους και αφόρισαν ξανά τον Pace και τον Barone[90]. Τελικά επικράτησε η παράταξη των de Barone.  

Το γεγονός δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμονωμένο. Εντάσσεται στην ευρύτερη ένταση που δημιουργήθηκε στις σχέσεις πάπα-αυτοκράτορα την περίοδο αυτή. Η πολιτική προτίμηση των Καθαρών ήταν αναμενόμενη. Συντεταγμένοι με τους Ghibellines έλπιζαν ότι η απομάκρυνση από την επιρροή της Ρώμης θα ήταν ευνοϊκή για την υπόθεσή τους. Η διαμάχη ήταν εν μέρει πολιτική εν μέρει εκκλησιαστική. Δεν υποστηρίζουμε ότι οφείλεται αποκλειστικά στην δράση της αίρεσης. Κάτι τέτοιο θα ήταν αστείο. Εκείνο , όμως, που μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά, είναι ότι οι Καθαροί δεν περίμεναν τις εξελίξεις, αλλά προσπάθησαν να τις κατευθύνουν προς την πλευρά τους. Η διαμάχη πάπα-αυτοκράτορα, επίσης είναι εν μέρει πολιτική, εν μέρει εκκλησιαστική και σ’ αυτήν ενεπλάκησαν πολλοί παράγοντες. Ένας από αυτούς ήταν και οι αιρετικοί. Εκείνο που επέτρεψε την εμπλοκή των Καθαρών στην διαμάχη, ήταν η υψηλή κοινωνική θέση και οικονομική επιφάνεια των μελών του. Όσο και αν θέλουμε να βλέπουμε διαμάχη κομμούνας-πάπα στις ιταλικές πόλεις και ν’ αποδίδουμε κοινωνικά και άλλα αίτια, η αλήθεια είναι ότι η κομμούνα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα πιόνι που χρησιμοποιήθηκε για την άσκηση κοινωνικής πίεσης. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για τους αιρετικούς, αν δεν είχαν τόσο ισχυρά μέλη, τόσο ισχυρούς προστάτες. Οι μεγαλέμποροι και οι τραπεζίτες, η μεγαλοαστική τάξη των πόλεων αυτών, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να θεωρηθεί πιόνι. Προσπάθησε να γίνει ο τρίτος παίκτης και χρησιμοποίησε τις πολιτικές αναζητήσεις των κατοίκων για να το καταφέρει. Με τον τρόπο αυτό η αντιπαράθεση πάπα-αυτοκράτορα έγινε πολυεπίπεδη. Σε επίπεδο πόλεων οι Καθαροί καθόριζαν το περιβάλλον, αλλά τελικά η αναμέτρηση κρίθηκε σε ανώτερα επίπεδα κι έπρεπε να προσαρμοσθούν. 

Οι Uberti (αναφέρθηκαν παραπάνω) ήταν αριστοκρατική οικογένεια της Φλωρεντίας, αφοσιωμένοι Ghibellines και καταδικάστηκαν για αίρεση το 1283 από τους Φραγκισκανούς της Ιεράς  Εξέτασης που δρούσε την χρονιά εκείνη στην πόλη. Το 1258 ήταν η σειρά των Guelph ν’ αναλάβουν την διοίκηση της Φλωρεντίας, ύστερα από μια αιματηρή εξέγερση που είχε σαν αποτέλεσμα τον θάνατο μελών της οικογένειας. Την χρονιά εκείνη οι Ghibellines εξορίστηκαν και βρήκαν καταφύγιο στον μεγάλο αντίπαλο της Φλωρεντίας, τη Σιένα.  

Ο Farinata degli Uberti (πραγματικό όνομα Manente degli Uberti), γεννήθηκε στην Empoli το 1212 και από το 1239 ήταν ο αρχηγός των Φλωρεντίνων Ghibellines. Εξορίστηκε μαζί με τους υπόλοιπους και βρήκε καταφύγιο επίσης στην Σιένα. Την ίδια εποχή βρισκόταν στην Νάπολι ο Μανφρέδος της Σικελίας, γιος του Φρειδερίκου ΙΙ Βαρβαρόσα. Καθώς οι Φλωρεντίνοι Guelphs ετοίμαζαν επίθεση κατά των Σιενέζων Ghibellines, οι τελευταίοι στράφηκαν στο Μανφρέδο για βοήθεια. Τους χορηγήθηκε μισθοφορικό βαρύ ιππικό. Η Φλωρεντία μαζί με τους συμμάχους της κατόρθωσε να συγκεντρώσει ένα στρατό που αριθμούσε 35.000 στρατιώτες. Οι δυνάμεις της Σιένα υστερούσαν κατά πολύ, καθώς μετά βίας έφθαναν τους 20.000 άνδρες.  

Η Φλωρεντία επιτέθηκε στην Σιένα και η καθοριστική μάχη δόθηκε σε έναν λόφο, το Montapetri, στις 4 Σεπτεμβρίου. Παρά την αριθμητική υπεροχή, τα αμυντικά έργα της Σιένα κατάφεραν να κρατήσουν τους αντιπάλους όλη την ημέρα. Όταν η μέρα έκλινε προς το εσπέρας, οι δυνάμεις της Σιένα, με αρχηγό τον Farinata degli Uberti, επιχείρησαν αντεπίθεση. Για την κίνησή τους αυτή δεν στηρίχθηκαν στην πολεμική τους αρετή, αλλά στο σχέδιο που είχε καταστρώσει ο Farinata. Στον στρατό των Φλορεντίνων υπήρχε ένας Εφιάλτης, ο Bocca degli Abati. Αυτός εμφανίζονταν ως Guelph, αλλά ήταν κρυφο-Ghibelline και κρυφο-Καθαρός. Είχε συνεννοηθεί με τον Farinata να προδώσει την παράταξή του, μόλις δίνονταν το σύνθημα, όπως και έπραξε. Το σύνθημα ήταν αυτό της αντεπίθεσης. Έτσι μόλις ο στρατός του Farinata εξήλθε από τις αμυντικές του θέσεις κι επιτέθηκε στους Φλωρεντίνους, ο Bocca επιτέθηκε στον σημαιοφόρο τους και του έκοψε το χέρι με αποτέλεσμα να πέσει το λάβαρο. Όταν οι μαχητές της Φλωρεντίας είδαν το λάβαρο να πέφτει, πίστεψαν ότι ο αρχηγός τους σκοτώθηκε, κατελήφθησαν από πανικό και υποχώρησαν άτακτα. Μέσα στην σύγχυση οι Ghibellines κατέκοψαν τους Guelph και όχι μόνο κέρδισαν την μάχη, αλλά ξαναπήραν τον έλεγχο της Φλωρεντίας.  

Η νέα εποχή της διοίκησης των Καθαρών και των Ghibellines θα είχε καταλήξει σε τραγωδία για την Φλωρεντία, διότι προτάθηκε η κατεδάφιση της πόλης. Την έσωσε ο Farinata, ο οποίος αντιτάχθηκε σθεναρά στην πρόταση και αντιπρότεινε την κατεδάφιση των αμυντικών οχυρώσεων της πόλης. Οι νέες ρυθμίσεις στον τρόπο διοίκησης είχαν ως στόχο να επιτρέψουν στους Ghibellines να διατηρήσουν τον έλεγχο, αλλά τελικά οι Guelph επανήλθαν το 1266[91].  

Από τα παραπάνω βγαίνει  ως συμπέρασμα ότι χάρη στις μυστικές συνεννοήσεις των Καθαρών των δύο παρατάξεων οι Ghibellines κέρδισαν την μάχη και ανακατέλαβαν την Φλωρεντία. Η μορφή του Καθαρού αρχηγού τους Farinata degli Uberti θυμίζει την μορφή του μασόνου επαναστάτη Γαριβάλδη, ο οποίος κατέλαβε το 1860 το μεγαλύτερο μέρος του Παπικού Κράτους, περιορίζοντας την εξουσία του πάπα μόνο στην Ρώμη. Η αγώνας που ξεκίνησε τον ΙΓ’ αι. για την δημιουργία του Παπικού Κράτους, τελείωσε οριστικά τον ΙΘ’ με την κατάλυσή του. Σημαντικός παράγοντας και στις δύο περιπτώσεις η αίρεση, η οποία τελικά πήρε την ρεβάνς αρκετούς αιώνες μετά.  

 

7.4.4 Η περίπτωση του Ezzelino III da Romano. 

Το αντάλλαγμα για την υποστήριξη των Καθαρών στο κόμμα του Γερμανού αυτοκράτορα ήταν προστασία από την Ιερά Εξέταση και ελευθερία κινήσεων, στις περιοχές που υπάγονταν μέσω των ενεργειών των αιρετικών στην αρμοδιότητα του. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από την περίπτωση του Ezzelino III da Romano[92]. O Ezzelino δεν ήταν απλώς ένα μέλος του κόμματος των Ghibelines. Ήταν ένας ψυχρός υπολογιστής και φιλόδοξος τοπικός άρχοντας. Ξεκίνησε την καριέρα του ως podestà στην Βερόνα. Το 1232 εγκαινίασε την συνεργασία του με τον Φρειδερίκο ΙΙ, μια συνεργασία που διήρκησε μέχρι τον θάνατο του αυτοκράτορα. Ο Φρειδερίκος του έδωσε μια νόθα κόρη του, ως σύζυγο. Σε αντάλλαγμα ο Ezzelino πολέμησε γι’ αυτόν και του πρόσφερε την Βερόνα, μια πόλη κλειδί στον δρόμο από τη Γερμανία στην Ιταλία. Ο Φρειδερίκος χρειάζονταν την Βερόνα και βοήθησε τον γαμπρό του να την κρατήσει. Ο Ezzelino εξελίχθηκε σε άνθρωπο του αυτοκράτορα στην Λομβαρδία. Όταν ο δεύτερος κατέλαβε την Vicenza την έδωσε στον Ezzelino. Αυτός με την σειρά του κατέλαβε την Πάδοβα το 1241 και στην συνέχεια την Trevizo. Έτσι, έφθασε να διοικεί μια μεγάλη και σημαντική περιοχή με τα όπλα, προσφέροντας με την σειρά του ένα σταθερό περιβάλλον που επέτρεψε στους μεγαλοαστούς να κτίσουν ισχυρές επιχειρήσεις και στους Καθαρούς να διαδώσουν την αίρεσή τους ανενόχλητοι. 

Στην επικράτειά του διοικούσε ως δικτάτορας. Όλες οι εξουσίες ήταν συγκεντρωμένες στο πρόσωπό του. Συνεπώς δεν ανέχονταν τους ιεροεξεταστές, διότι θεωρούσε ότι η δράση τους μείωνε την αρμοδιότητά του. Δεν τον ενδιέφερε ο αφορισμός. Η μόνη περίπτωση, κατά την οποία χρειάστηκε τον πάπα ήταν για ν’ ακυρώσει τον γάμο του με την Isotta Lancia και να μπορέσει να παντρευτεί την κόρη του Φρειδερίκου. Στην περιοχή του οι καθολικοί επίσκοποι μπορούσαν να συνεχίσουν το έργο τους, με την προϋπόθεση να μην διώκουν τους αιρετικούς. Σε αντάλλαγμα τους απάλλασσε από την κηδεμονία του πάπα, αφήνοντάς τους ελεύθερους και ανενόχλητους από τις παπικές δολοπλοκίες. Η διοίκηση του χαρακτηρίστηκε από τους συγχρόνους του ως τυραννική. Ο Albertino Mussato τον παρουσιάζει ως τον Αντίχριστο. Το έργο του Eccerinus, το οποίο θεωρείται ως η πρώτη αναγεννησιακή ιταλική τραγωδία γραμμένη το 1315, βασίζεται εξολοκλήρου στην καριέρα του Ezzelino.  Ο Δάντης στην Θεία Κωμωδία του, τον τοποθετεί στον Έβδομο Κύκλο της Κολάσεως (Inferno XII.109). Για τους νεώτερους ιστορικούς, όπως ο Jacob Burkhardt[93], αποτελεί το υπόδειγμα του μακιαβελικού τύπου ηγεμόνα.  

Στο θέμα της ανοχής της αίρεσης, ο Ezzelino ακολουθούσε την πολιτική του πατέρα του. Ο Ezzelino II πέθανε αφορισμένος επειδή στην περιοχή του προστάτευε τους αιρετικούς. Η διαφορά πατέρα και γιού ήταν ότι ο δεύτερος διοικούσε μεγαλύτερη και σημαντικότερη περιοχή. Η άνεση στην ελευθερία των κινήσεων των Καθαρών αντανακλούσε και στην συμπεριφορά των μεγαλοαστών, όσων είχαν ενδώσει στην αίρεση. Για παράδειγμα ο Pietro Gallo ήταν γόνος μιας από τις επιφανέστερες οικογένειες της Vicenza. Αρχικά έγινε filius major του Καθαρού επισκόπου της πόλης Nicola, και στην συνέχεια Καθαρός επίσκοπος. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να συμβεί στις υπόλοιπες ιταλικές πόλεις, ακόμη και αν η Ιερά Εξέταση ήταν ανεπιθύμητη, διότι εκεί φρόντιζαν να τηρούν τουλάχιστον τα προσχήματα, εμπλεκόμενοι αφανώς με την πολιτική. Αντίθετα, στην επικράτεια του Ezzelino κάτι τέτοιο δεν ήταν απαραίτητο, κυρίως διότι η τυραννική διοίκησή του είχε καταργήσει το popolo και όλες τις δημοτικές εξουσίες. Οι διαπλεκόμενες συναλλαγές καθορίζονταν από τον ίδιο, δεν χρειαζόταν να παραμυθιαστεί η κοινή γνώμη. Με αυτές τις προϋποθέσεις, η περιοχή είχε καταστεί καταφύγιο για τους Καθαρούς της Ευρώπης, ειδικά αυτούς της Languedoc, οι οποίοι διώκονταν σκληρά την ίδια περίοδο. Ο Ιννοκέντιος ΙV πίστεψε ότι το μοναστήρι του S. Pietro είχε πέσει στα χέρια των Καθαρών, για να μπορούν οι Τέλειοι να ζουν την ασκητική ζωή τους. Η υποψία παρέμεινε ακόμη και μετά τον θάνατο του Ezzelino το 1259.  

Η συμμαχία του Ezzelino με τον Oberto Pallavicino της Κρεμόνα το 1254, και η εξ αυτής ενδυνάμωση της θέσης του, οδήγησε τις υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις της Λομβαρδίας σε μια συμμαχία εναντίον του.  Ο Oberto ήταν υποστηρικτής του Φρειδερίκου ΙΙ από το 1234. Το 1250 ξεκίνησε την δική του εκστρατεία για την υποταγή των γύρω πόλεων και κατάφερε να φέρει υπό την εξουσία του τις Πάρμα, Παβία, Brescia και Piacenza, την περιοχή του μέσου Πάδου. Αντέγραψε την πολιτική του Ezzelino στο θέμα των αιρέσεων. Επί της εποχής του οι Καθαροί της Κρεμόνα απέκτησαν προστασία και ελευθερία κινήσεων. Ακόμη και όταν αργότερα στράφηκε εναντίον του Ezzelino και συνεργάστηκε με τον πάπα, οι Καθαροί εξακολούθησαν ν’ απολαμβάνουν την ασυλία που τους πρόσφερε.  

Τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του προστάτη του Φρειδερίκου ΙΙ, ο Ezzelino αφορίστηκε από τον πάπα Αλέξανδρο ΙV. Ο τελευταίος έστειλε νέο επίσκοπο στην Vicenza, τον δομινικανό Βαρθολομαίο της Breganza. Την επόμενη χρονιά κήρυξε σταυροφορία εναντίον του, με αρχηγό τον αρχιεπίσκοπο Ραβέννας, Φίλιππο της Pistoia. Η σταυροφορία απέτυχε και ο αρχιεπίσκοπος αιχμαλωτίστηκε. Η Brescia αποδείχθηκε το μήλο της έριδος στις σχέσεις του Ezzelino με τον Oberto. Όταν αρνήθηκε να την παραδώσει στον Oberto, αυτός στράφηκε σε συμμαχία με τον πάπα και υποστήριξε ανοικτά τους Guelph εναντίον του. Το 1259 ο Ezzelino επιτέθηκε στο Μιλάνο, αλλά τραυματίστηκε από σαϊτιά στο Cassano d’ Adda και αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Αιχμαλωτίστηκε κοντά στο Bergamo και παρότι του παρασχέθηκε ιατρική φροντίδα πέθανε σύντομα.  

Ο Βαρθολομαίος αποδείχθηκε ο κατάλληλος επίσκοπος για ν’ αντιμετωπίσει τους Καθαρούς στην Vicenza, μετά τον θάνατο του Ezzelino. Ο Καθαρός επίσκοπος Pietro Gallo είχε καθαιρεθεί για λόγους πορνείας[94]. Στην θέση του είχε ανέβει ο Viviano Boglo, ο οποίος συνελήφθη, δραπέτευσε και τελικά εκτελέστηκε δια πυρός στην Πάδοβα[95]. Δύο διάκονοι και οκτώ ακόμη αιρετικοί κάηκαν στην Vicenza, την περίοδο της δράσης του Βαρθολομαίου[96].  

 

7.4.5 Η αναστροφή του κλίματος. 

Όταν οι Ghibellines κατέλαβαν την εξουσία στην Φλωρεντία έκαναν ένα μοιραίο λάθος. Εξόρισαν τους Guelph τραπεζίτες. Οι τελευταίοι βρήκαν καταφύγιο στο Arras και στο Παρίσι. Αντίστοιχα οι εξόριστοι Guelph Σιενέζοι τραπεζίτες βρήκαν καταφύγιο στην Αγγλία. Το 1262 οι Ghibellines κατέλαβαν την εξουσία στη Ρώμη κι έδιωξαν τον πάπα Ουρβάνο IV, ο οποίος κατέφυγε στο Viterbo και ύστερα στο Ορβιέτο. O Μανφρέδος, θείος του νόμιμου αλλά ανήλικου διαδόχου και εγγονού του Φρειδερίκου ΙΙ, Κορραδίνου, ένιωθε αρκετά ισχυρός και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς των Δύο Σικελιών. Επόμενο ήταν να σταματήσουν οι διαπραγματεύσεις με τον πάπα και ο Ουρβάνος ξεκίνησε την αναζήτηση ενός νέου συμμάχου.  

Τον βρήκε στο πρόσωπο του Καρόλου Ανδεγαυού, κόμη της Προβηγκίας από τα κληρονομικά δικαιώματα της συζύγου του. Ο Κάρολος ήταν νεότερος αδελφός του Φράγκου μονάρχη Λουδοβίκου ΙΧ, χωρίς κληρονομικά δικαιώματα και σε αναζήτηση βασιλείου. Έχει αποδειχθεί ότι τον Κάρολο έφεραν σε επαφή με τον επίσης Φράγκο πάπα Ουρβάνο (το κοσμικό του όνομα ήταν Jacques Pantaléon και καταγόταν από την Troyes) οι εξόριστοι τραπεζίτες της Φλωρεντίας[97]. Η συμμαχία των δύο αποδείχθηκε επιτυχημένη και καρποφόρα. Μετά από διαπραγματεύσεις συμφωνήθηκε σε γενικές γραμμές, ο Κάρολος να κερδίσει με κατάκτηση το στέμμα της Νάπολης και της Σικελίας και ν’ αναγνωρίσει τον πάπα ως επικυρίαρχό του, να μην επεκτείνει την εξουσία του στην κεντρική και βόρεια Ιταλία, αλλά να βοηθήσει τον πάπα  επικρατήσει στις περιοχές αυτές.  

Τα γεγονότα είναι πολυσυζητημένα[98]. Ο Κάρολος αποβιβάστηκε στην Ιταλία το 1265, παρά τον αποκλεισμό του Μανφρέδου και νίκησε τον Γερμανό σφετεριστή στην μάχη του Benevento στις 26 Φεβρουαρίου του 1266. Στην συνέχεια νίκησε τον Κορραδίνο, στην μάχη του Tagliacozzo στις 23 Αυγούστου του 1268. Ο τελευταίος των Hohenstaufen κατέφυγε στην Ρώμη, αιχμαλωτίστηκε και αποκεφαλίστηκε. Εκείνο που έχει ιδιαίτερη αξία είναι το πώς κατάφερε να μεταφέρει τα στρατεύματά του ο Κάρολος διαμέσου της εχθρικής Λομβαρδίας, δημιουργώντας ένα δίκτυο συμμαχιών και ανατρέποντας της καθεστηκυία τάξη. Για να το πετύχει ήταν απαραίτητο να βρεθούν οι οικονομικοί πόροι. Βέβαια, ο Ουρβάνος και ο διάδοχός του Κλήμης IV είχαν κηρύξει σταυροφορία, είχαν θέσει την δεκάτη στην διάθεση των στρατιωτικών επιχειρήσεων,  αλλά χρειαζόταν χρόνος για να συγκεντρωθούν οι φόροι, τη στιγμή που τα γεγονότα πίεζαν για άμεση δράση.  

Σε επιχειρησιακό επίπεδο ο Κάρολος εξασφάλισε αρχικά την ουδετερότητα του κόμη της Σαβοΐας και συμμάχησε με τον Μαρκήσιο Μομφερατικό. Τον Ιανουάριο του 1265 ενίσχυσε τους δεσμούς του με την φαμίλια των Torriani που ήλεγχαν το Μιλάνο, την Bergamo, το Como, στέλνοντας τον Barral de Les Baux με μια ίλη ιππικού για να τους βοηθήσει. Με την απελευθέρωση της Emilia κέρδισε ως αντάλλαγμα την ελεύθερη δίοδο από την Φερράρα, την οποία έλεγχαν οι Este ( να σημειωθεί ότι ο αρχηγός των παπικών δυνάμεων ήταν ο Azzo d’ Este) και από το 1264 είχαν ονομαστεί λόρδοι. Η Γένοβα ήταν σε ρήξη εκείνη την εποχή με τον Μανφρέδο, διότι είχαν ξεγελαστεί να συμμετάσχουν σε σχέδιό του για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης ενάντια στον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο. Το σχέδιο ανακαλύφθηκε και ο Αυτοκράτορας ανακάλεσε τα προνόμια των Γενοβέζων στην Πόλη, αυτά που είχαν συμφωνηθεί με την Συνθήκη του Νυμφαίου. Για να ξαναπάρουν πίσω τα προνόμια έπρεπε να διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τον Μανφρέδο, οπότε επέτρεψαν στον Κάρολο να περάσει ανενόχλητος από την περιοχή τους. Έτσι ο δρόμος από το Πεδεμόντιο και τη Λομβαρδία ήταν ανοικτός. Έπρεπε, όμως να βρεθούν και τα κατάλληλα κεφάλαια. 

Όπως προέβλεπε η συμφωνία, το οικονομικό βάρος της εκστρατείας έπεφτε στην εκκλησία της Φραγκίας, δηλ στις επισκοπές των κομητειών Venaissin, Hainault και τη Αόστα. Αλλά την στιγμή που ο Κάρολος έπρεπε να δράσει δεν είχαν μαζευτεί οι φόροι. Η μόνη λύση ήταν οι τραπεζίτες της Τοσκάνης. Ο πάπας δανείζονταν από αυτούς εδώ και χρόνια και εξαιτίας των χρεών του δεν ήταν πρόθυμοι να τον πιστώσουν με μεγαλύτερα ποσά, φοβούμενοι ότι η αποπληρωμή θα εξαρτιόταν από την επιτυχή έκβαση της εκστρατείας. Ο πάπας έλπιζε ότι το θησαυροφυλάκιο της Φραγκίας θα ήταν ανοικτό για τον αδελφό του βασιλιά, αλλά οι ελπίδες του διαψεύστηκαν. Ο Λουδοβίκος πρόσφερε 4000 ασημένια μάρκα, τα οποία δεν ήταν αρκετά ούτε στο ελάχιστο. Όταν έφθασε ο Κάρολος στη Ρώμη, ο πάπας του είχε προσφέρει 20.000 tournois αλλά και πάλι δεν ήταν αρκετά. Τελικά ο Κάρολος και ο πάπας συμφώνησαν να υποθηκεύσουν κάποιους ναούς στην Ρώμη για να μπορέσουν να πάρουν δάνειο 62.000 tournois. Επίσης ο Κάρολος επέμενε στην οικονομική συμμετοχή των Φλωρεντίνων και Σιενέζων ταπεζιτών, και είχε δίκιο διότι ευθυγράμμισε τα συμφέροντά του μαζί τους, κι ας ήταν Ghibellines. Στους τραπεζίτες της Τοσκάνης υποθηκεύθηκαν οι φόροι από την είσπραξη της δεκάτης των εκκλησιών της Φραγκίας. Ταυτόχρονα, παραχωρήθηκαν ειδικά προνόμια σ’ αυτούς από την στιγμή που το βασίλειο θα καταλαμβάνονταν από τον Κάρολο. Στην πραγματικότητα, όλο το οικονομικό και εμπορικό μέλλον του βασιλείου των Δύο Σικελιών υποθηκεύτηκε στους τραπεζίτες πριν καν αυτό γεννηθεί[99]. Μόλις στα μέσα του ΙΔ’ αι. κατάφερε ο Ροβέρτος Ανδεγαυός να ξεπληρώσει το δάνειο που είχε συνάψει ο πρόγονός του. Στο ενδιάμεσο οι συνέταιροι των Nerli, για τους οποίους κάναμε νύξη παραπάνω έκτισαν ισχυρές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και σπουδαία ονόματα, όπως οι Bardi, oι Peruzzi και οι γνωστοί από την Φραγκοκρατία στην ελληνική επικράτεια, Ατσαγιόλι  (Acciaiuoli, δούκες Αθηνών).  

Όλη η οικονομική ζωή του Mezzogiorno πέρασε στα χέρια των τραπεζιτών, το εμπόριο του χρήματος, τα δημόσια οικονομικά, τα δάνεια προς την αυλή και τους βαρόνους, τις πόλεις και τους εμπόρους, η καταθέσεις της εκκλησίας, η είσπραξη φόρων και διοδίων, ακόμη και η πληρωμή των στρατιωτών. Η εκμετάλλευση φυσικών πόρων και το εμπόριο των «ευαίσθητων» ή «στρατηγικών» αγαθών γινόταν μόνο από τους πελάτες (clientele) τους εμπόρους. Επίσης όριζαν δικούς τους ανθρώπους σε ευαίσθητες θέσεις της αυλής, όπως συμβούλους, οικονόμους και θαλαμηπόλους[100]. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι η προσπάθεια επιβολής του παπισμού και ο πόλεμος, στον οποίο κατέληξε, απέβη κερδοφόρος για την μεγαλοαστική τάξη κάποιων ιταλικών πόλεων (στην μοιρασιά συμμετείχαν Γενοβέζοι, Βενετοί και Πιζάνοι, ανταγωνιζόμενοι του Φλωρεντίνους του Σιενέζους) που μέχρι τότε βοήθησαν την σταθεροποίηση της κατάστασης εναντίον του Ρωμαίου Ποντίφικα, με την προώθηση των σχεδίων των Καθαρών, κι έτσι έδεσαν με τοκοχρεολύσια την Αγία Έδρα και την Αυλή της Νάπολης. Συνηθίζεται να λέγεται ότι η πολιτική του πάπα χρησιμοποίησε την αίρεση ως αφορμή για την επιβολή της. Πρέπει να συμπληρωθεί και το ότι η μεγαλοαστική τάξη έκανε το ίδιο για να παρασύρει εκκλησιαστικούς και κοσμικούς άρχοντες σε ένα κερδοφόρο για την ίδια παιχνίδι ανταγωνισμού και να επιβάλλει τα δικά της συμφέροντα. Παροτρύνουμε τον αναγνώστη να εξετάσει, ποιοι τελικά αποτελούσαν αυτή την μεγαλοαστική τάξη, πηγαίνοντας λίγο πίσω την εξέταση του θέματος, και να θυμηθεί γιατί η τοκογλυφία, που ασκούνταν από συγκεκριμένες ομάδες την προηγούμενη εποχή, ήταν καταδικαστέα από την Εκκλησία και γιατί το εμπόριο το οποίο ασκούνταν επίσης από συγκεκριμένες ομάδες, θεωρούνταν ως απαξιωμένη υπόθεση, για να καταλάβει τελικά, ποιοι προώθησαν και χρησιμοποίησαν την αίρεση για την επίτευξη των στόχων τους[101].  

Η επιτυχία του Καρόλου Ανδεγαυού συνοδεύτηκε από άνοδο της δύναμης των Γουέλφων στις ιταλικές πόλεις. Άνοιξε τις πύλες στους ιεροεξεταστές, οι οποίοι επανήλθαν σε όσες πόλεις τους είχαν διώξει[102]. Η αλλαγή της κατάστασης δεν έγινε ευχάριστα δεκτή στο Ορβιέτο, όπου οι Γιβελλίνοι με αρχηγό του οίκου των Filippeschi, αρνήθηκαν να δεχθούν τον Κάρολο κατά την προγραμματισμένη επίσκεψή του στην πόλη το 1268. Μάλιστα οι κάτοικοι απείλησαν ότι θ’ αντισταθούν ένοπλα. Η απειλή δεν πραγματοποιήθηκε, έμεινε μόνο στα λόγια. Εντέλει δέχθηκαν τον Κάρολο και μαζί τους ιεροεξεταστές, όπως δέχθηκαν και τον περιορισμό της εξουσίας της κομμούνας και της σταδιακής αντικατάστασης του popolo στα δημόσια αξιώματα από ανθρώπους της αριστοκρατίας[103].  

Ήδη από το 1265, μετά την άφιξη του Καρόλου στην Ιταλία, είχε επιχειρηθεί μια πρώτη προσπάθεια καταδίκης Καθαρών στο Ορβιέτο από τον Φραγκισκανό Fra Jordano. Κάποιες καταδίκες του 1268 αφορούσαν υποθέσεις προγενέστερες. Από τους καταδικασθέντες το 1265 οι περισσότεροι είχαν υποτροπιάσει μετά την αναχώρηση του ιεροεξεταστή και συνέχισαν την αιρετική ζωή τους. Το 1268, αυτοί που ανέλαβαν υπηρεσία στο Ορβιέτο ήταν ντόπιοι, ο Fra Bartolomeo της Amelia και ο Fra Benvenuto του Ορβιέτο. Γνώριζαν πρόσωπα και καταστάσεις πολύ καλά, οπότε οι ανακρίσεις τους ήταν συγκεκριμένες. Ήξεραν ποιον να καλέσουν και τι να ρωτήσουν. Καταδίκασαν τους ενόχους με βάσει συγκεκριμένες πράξεις για τις οποίες βρήκαν στοιχεία, όχι βάσει πεποιθήσεων. Έγινε λεπτή δουλειά για να μην προκληθούν αναταράξεις με πολιτικό αντίκτυπο. Έχει διατυπωθεί η άποψη, ότι αυτές οι καταδίκες ήταν πολιτικής και όχι θρησκευτικής φύσεως και μέσω αυτών οι Γουέλφοι πήραν εκδίκηση. Αυτό δεν ισχύει για το Ορβιέτο. Οι περισσότεροι καταδικασθέντες ήταν νεκροί. Όσοι καταδικάστηκαν είχαν συγκεκριμένες πράξεις στο κατηγορητήριο, στοιχειοθετημένες βάσει ομολογιών. Και βέβαια, ο αρχηγός του popolo, Καθαρός Domenico Toncelle, δεν καταδικάστηκε, όχι γιατί δεν υπήρχαν στοιχεία, αλλά για ν’ αποφευχθεί η αναταραχή.  

Οι καταδίκες ήταν πολύ προσεγμένες. Από τις 25 καταδίκες οι δώδεκα αφορούσαν νεκρούς. Από τα υπόλοιπα δεκατρία άτομα, μόνο εννέα ήταν παρόντες στην ανακοίνωση της απόφασης στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου. Από το σύνολο των καταδικασθέντων οι δέκα δεν είχαν περιουσία για κατάσχεση ή κατεδάφιση. Οι καταδίκες στις περισσότερες των περιπτώσεων ήταν ο κίτρινος σταυρός στο στήθος, προσκυνηματικά ταξίδια και πρόστιμα σε όσους είχαν δυνατότητα πληρωμής. Στις περιπτώσεις που ο ένοχος ήταν πολίτης και όχι απλώς κάτοικος, η καταδίκη σήμαινε απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων. Αυτομάτως όλες οι συμβολαιογραφικές πράξεις που τον αφορούσαν ακυρώνονταν, όπως και οι διαθήκες και φυσικά έχανε οποιαδήποτε δημόσια θέση τύχαινε να κατέχει. Αν κάποιος χρωστούσε χρήματα σε καταδικασμένο, το χρέος μηδενίζονταν, εφόσον το σχετικό χρεόγραφο ήταν άκυρο και ο δανειστής δεν μπορούσε να το διεκδικήσει. Στις κατασχέσεις του 1268 μερίδιο είχαν η Εκκλησία και η κομμούνα της πόλης. Από την αριστοκρατία μόνο ένας τιτλούχος καταδικάστηκε ο Messer Jacobo Arnuldi. Αφορίστηκε γιατί είχε δεχθεί Τέλειους στο παλάτι του[104].

 O Messer Munaldo Ranieri Stefani, θησαυροφύλακας το 1245 (αναφέρθηκε παραπάνω), είχε ένα γιο τον Messer Rainerio Munaldi Rainerii Stephani[105]. To 1268 ήταν Capitano del popolo (ο πατέρας). Το 1265 ο γιος είχε ομολογήσει στον Fra Jordano ότι είχε μιλήσει με Καθαρούς Τελείους στο Monte Marano και στο Castellonchio σχετικά με μια αναπηρία του, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν υπήρξε πιστός. Ο Fra Jordano τον απάλλαξε για λόγους δικούς του. Το 1268 αποδείχθηκε ότι ο γιος ήταν πολύ περισσότερο μπλεγμένος με την αίρεση απ’ όσο ο ίδιος παραδέχονταν. Ήταν πιστός, είχε ακούσει κηρύγματα Τελείων και τους είχε αποδώσει τιμές. Μάλιστα, χρωστούσε χρήματα σε κάποιους από αυτούς, όπως στον Stradigotto. Καταδικάστηκε να φορέσει το σταυρό, αλλά οι ιεροεξεταστές κινούμενοι με περίσκεψη εξαιτίας των ισχυρών συγγενών του, δεν προχώρησαν σε κατάσχεση ή πρόστιμο.  

Ο Rainerio αγνόησε την ποινή και δεν φόρεσε τον σταυρό. Δεκαοκτώ μέρες μετά και εφόσον εξακολουθούσε να μην εκπληρώνει την ποινή, οι ιεροεξεταστές του έβαλαν πρόστιμο 1000 λίβρες. Τελικά πλήρωσε το πρόστιμο. Σε αυτό παρακινήθηκε από την οικογένειά του που φοβόταν μήπως οι ιεροεξεταστές προχωρήσουν σε κατάσχεση. Ο Messer Rainerio παρέμεινε ένας από τους πλουσιότερους ιδιοκτήτες γης του Ορβιέτο. Κράτησε τον τίτλο του και σε απογραφή του 1292 διέθετε πάνω από 320 εκτάρια γης[106]. Παραμένει ερώτημα αν απαρνήθηκε την πίστη του. Αν όχι τότε το έκρυψε πολύ καλά διότι δεν απασχόλησε ξανά την Ιερά Εξέταση.   

Δεν ήταν ούτε οι καταδίκες ούτε η σύντομη στρατιωτική παρουσία του Καρόλου Ανδεγαυού στο Ορβιέτο, ο παράγοντας που μετέστρεψε το κλίμα στην πόλη υπέρ του παπισμού. Ήταν η συχνή και έντονη παρουσία της παπικής κούρια, της παπικής αυλής. Ήδη από την εποχή του πάπα Ουρβάνου ΙV, στις αρχές της δεκαετίας του ’60 η κούρια μεταφέρονταν εξ ανάγκης στο Ορβιέτο. Μετά την επικράτηση του Καρόλου η εκκλησιαστική και δημοτική εξουσία σχεδόν ταυτίστηκαν. Τα δημόσια αξιώματα πέρασαν από τα χέρια των Καθαρών στα χέρια των παπικών. Η συχνή παρουσία των ποντίφικων, όπως του Γρηγορίου X, του Φράγκου Μαρτίνου IV, του πρώτου Φραγκισκανού πάπα Νικόλαου IV και του Βονιφάτιου VIII, είχε καταλυτική επίδραση στην αλλαγή του χαρακτήρα της πόλης. Η ίδια η κούρια αποτελούνταν από ένα σύνολο 200 μισθωτών υπαλλήλων και οι παρατρεχάμενοι υπολογίζονται σε 500-600 άτομα[107]. Μια τέτοια επιβλητική παρουσία είναι αναμενόμενο να έχει και το ανάλογο αντίκτυπο, πραγματικό και αισθητικό. 

Για την διαμονή των σημαντικών προσωπικοτήτων της αυλής κτίστηκαν δύο νέα παλάτια και μαζί με τον καθεδρικό ναό δημιούργησαν ένα τεράστιο κτηριακό συγκρότημα. Στα καταλύματα αυτά έμεναν και σημαντικοί επισκέπτες, όπως ο Κάρολος και η δική του αυλή, ο οποίος επισκέφτηκε την πόλη τρεις φορές΄ αρχικά το 1268, μετά κατά την διάρκεια της διαμονής του πάπα Γρηγορίου Χ, μεταξύ 1272-1272, και τέλος κατά την μακρά παραμονή του Μαρτίνου ΙV το 1281-1282[108]. Η πόλη απέκτησε κοσμοπολίτικη όψη με ανάλογα οφέλη για τους κατοίκους. Για παράδειγμα η αξία των ενοικιοστασίων διπλασιάζονταν κατά την διάρκεια της παραμονής του πάπα, την στιγμή που η ζήτηση προϊόντων πολυτελείας εκτοξεύονταν στα ύψη. Παρά τις συνεχιζόμενες εναγώνιες αναζητήσεις για συγκεκριμένη εξουσία, το popolo του Ορβιέτο πρόσφερε θέση στο συμβούλιο τον Επτά στους πάπες Μαρτίνο IV, Νικόλαο IV και Βονιφάτιο VIII΄ αυτοί πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους δι’ αντιπροσώπου. Το 1301 το συμβούλιο εξέλεξε τον Βονιφάτιο VIII capitano del popolo. Το Ορβιέτο έγινε υπόδειγμα σύμπνοιας μεταξύ της δημοτικής και της παπικής εξουσίας. Η μόνη σοβαρή αντίδραση ήταν του 1277, όταν μια ομάδα 29 μελών των σωματείων αποφάσισαν σε μυστική συνεδρίαση ν’ αρνηθούν την παροχή στέγης σε ξένους επισκέπτες. Δέχθηκαν πρόστιμο από την ίδια την κομμούνα για προσβολή της πόλης[109].
 

 

7.4.6 Η αντιμετώπιση των Καθαρών στις άλλες ιταλικές πόλεις.  

Δεν είχαν όλες οι ιταλικές πόλεις την δυνατότητα να λύσουν ειρηνικά τις διαφορές τους με τον πάπα, ούτε και το επιθυμούσαν. Επίσης δεν γειτόνευαν όλες με την Ρώμη, όπως το Viterbo και το Ορβιέτο. Στο Βορρά η δράση της Ιεράς Εξέτασης ήταν αναγκαία για την αντιμετώπιση των Καθαρών και σε κάποιες περιπτώσεις εξακολουθούσε να προκαλεί λαϊκές κυρίως αντιδράσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να οφείλονται σε αίσθημα αδικίας για τις ποινές ή σε κρυφο-καθαρισμό.  

Στην Vicenza, όπως είδαμε, τον αντιαιρετικό αγώνα ανέλαβε ο επίσκοπος Βαρθολομαίος. Μεταξύ των ανθρώπων που κλήθηκαν για ανάκριση ήταν και ο Marco Gallo, συγγενής του πρώην Καθαρού επισκόπου Pietro Gallo και υποστηρικτής του Ezzelino. Παρά το βαθύ αιρετικό υπόβαθρο της ζωής του, κατάφερε να πείσει τον επίσκοπο ότι δεν ήταν αιρετικός με μια απλή υπερασπιστική γραμμή. Επικαλέστηκε τον γάμο του, όταν ήταν γνωστό ότι οι Καθαροί δεν παντρεύονταν. O Marco έπεισε το 1269, αλλά το 1287 ανακινήθηκε πάλι η υπόθεση, ίσως, εξαιτίας καινούργιων στοιχείων που ήρθαν στα χέρια του τότε ιεροεξεταστή Φιλίππου της Μάντοβα. Ο Marco ήταν νεκρός και αυτή την φορά οι κληρονόμοι του για να γλιτώσουν την κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων επικαλέστηκαν ξανά τον έγγαμο βίο του και το ότι είχε λάβει τα παπικά μυστήρια την ώρα του θανάτου του. Ο Marco είχε φροντίσει να τους αφήσει άλλο ένα χαλκευμένο πειστήριο αθωότητας. Ωστόσο η εξεταστική επιτροπή δεν εξαπατήθηκε για δεύτερη φορά[110]. Κάποιες άλλες καταδίκες, όπως του Bartolomeo di Sandrigo, απηχούν την σύνδεση της καταδίκης της αίρεσης με την καταδίκη των πολιτικών υποστηρικτών του Ezzelino. Αυτό ήταν αναμενόμενο, διότι οι ίδιοι οι Καθαροί επεδίωξαν να στηρίξουν την πολιτική του Ezzelino, επωφελήθηκαν από την ανοχή του, και μετά την πτώση του μοιράστηκαν την κατάληξη των οπαδών του. Μόλις το 1304 ο πάπας Βενέδικτος ΧΙ διέταξε τους ιεροεξεταστές να μη διώκουν τους πρώην υποστηρικτές του Ezzelino και τους κληρονόμους τους[111].  

Όπως ειπώθηκε οι καταδίκες στην Μπολόνια προκάλεσαν λαϊκή δυσαρέσκεια και αναταραχή. Η Ιερά Εξέταση ξεκίνησε τις ανακρίσεις τη δεκαετία το 1290, με αρχηγό τον Δομινικανό Fra Guido της Vicenza. Η συλλογή με τα αρχεία των ανακρίσεων έχει εκδοθεί σε δύο μέρη και αναλυθεί από τους Lorenzo Paolini και Raniero Orioli[112]. Όπως προκύπτει από την εξέταση των αρχείων αυτών, η δυσαρέσκεια ήταν αποτέλεσμα των βαριών ποινών, οι οποίες επιβλήθηκαν και δεν περιορίσθηκε μόνο στην λαϊκή κοινή γνώμη. Συγκεκριμένα άτομα του κλήρου εξέφρασαν επίσης την αντίθεσή τους στον τρόπο και την μέθοδο των ιεροεξεταστών. 

Ο Messer Manfredo Mascara ήταν κληρικός στον ναό του Αγίου Ανδρέα στην Πάδοβα και ανέλαβε την υπεράσπιση ως συνήγορος του Καθαρού Giuliano, ο οποίος ασχολούνταν με την παραγωγή δερματίνων ειδών. Στην συντεχνία τους, συγγενική των γουναράδων και των υφαντών ο Καθαρισμός είχε ευρεία διάδοση. Ο Manfredo συμβούλεψε τον Giuliano να δραπετεύσει σε περίπτωση που τον καλούσε η Ιερά Εξέταση, όπως κι έγινε. Εμφανίστηκε ενώπιον των ανακριτών ως νόμιμος εκπρόσωπός του κινδυνεύοντας να κατηγορηθεί ότι υποστήριζε τους αιρετικούς. Θεωρούσε ότι οι ενέργειες του Fra Guido ήταν άδικες κι ένιωσε την παρόρμηση να του αντιπαρατεθεί. Πέραν τούτου δεν κατάφερε να προσφέρει κάτι θετικότερο και ίσως να γνώριζε από πριν την ματαιότητα της πράξης του. Ο Guiliano συνελήφθηκε, βασανίστηκε και στο τέλος εκτελέστηκε στην πυρά. Ο Μανφρέδος αφορίστηκε και συγχωρέθηκε. Του επιβλήθηκε πρόστιμο 100 λιβρών[113]. 

Άλλος ένας ιερέας, ο ιερατικός προϊστάμενος του San Tommaso del Mercato, Don Giacomo Benintendi, τιμωρήθηκε για την συμπάθεια που έδειξε στην χήρα του Καθαρού Bonigrino Delay της Βερόνα. Αυτός είχε έλθει στην Μπολόνια από την περιοχή της λίμνης Garda, όπου υπήρχε οργανωμένη εκκλησία Καθαρών. Είχε υπηρετήσει πολλές φορές σε δημόσια αξιώματα της πόλης και εκπροσωπούσε την συντεχνία του. Γνώριζε πολύ καλά τι πίστευε και το ομολόγησε με θάρρος μπροστά στους ανακριτές αφήνοντας ένα μανιφέστο του Καθαρισμού της πόλης του[114]. Εξετάστηκε για πρώτη φορά το 1273 και καταδικάστηκε αρκετές φορές, μέχρι την εκτέλεσή του το 1297, ως αμετανόητου αιρετικού. Η σύζυγός του, Rosafiore di Nicola, καταδικάστηκε επίσης και της επιβλήθηκε να φορά τον κίτρινο σταυρό στο στήθος. Όταν ο Fra Guido επισκέφτηκε την οικία της για να εξετάσει μήπως είχε υποτροπιάσει στην αίρεση μαζί με την εγγονή της Bonafiglia, αυτή τον έδιωξε με σκαιό τρόπο, εκτοξεύοντας κατάρες κι απειλές[115]. Όταν βρισκόταν στα τελευταία της ο ενοριακός ιερέας Don Giacomo Benintendi της έδωσε το τελευταίο παπικό μυστήριο κι όταν πέθανε, επέτρεψε να ταφεί στο κοιμητήριο. Για την παρατυπία του τέθηκε σε διαθεσιμότητα, προστιμήθηκε και του επιβλήθηκε να ξεθάψει την νεκρή με τα ίδια του τα χέρια. Τελικά, η ποινή του μετριάστηκε λόγω απλότητας μυαλού και αυτό δείχνει ότι η πρόθεσή του δεν ήταν να προκαλέσει τον Ιεροεξεταστή[116]. 

To 1299 o Fra Guido καταδίκασε τον Bompietro, επαγγελματία επεξεργαστή δέρματος, της ίδιας συντεχνίας με τον Guliano. Όταν τον έκλεισαν στην φυλακή, ένας φίλος του ο έμπορος υφασμάτων Jacobo πήγε στο παλάτι του επισκόπου και ζήτησε να τον δει. Όταν του είπαν ότι είναι σε συνάντηση με τον ιεροεξεταστή δήλωσε ότι, αν δεν φοβόνταν την κομμούνα της Μπολόνια, ευχαρίστως θα μαχαίρωνε τον Fra Guido. Στις διαμαρτυρίες των παρισταμένων απάντησε ότι ο ιεροεξεταστής καταδίκασε τον φίλο του για να βάλει χέρι στην περιουσία του. Όταν αργότερα τον κάλεσε ο Fra Guido για να τον ανακρίνει παραδέχθηκε τα λόγια του, ότι ευχαρίστως θα τον μαχαίρωνε, αν τον πετύχαινε στο κατάλληλο σημείο. Του επιβλήθηκε πρόστιμο 100 λιβρών[117]. 

Οι ποινές των Giuliano, Bompietro και η εκταφή των οστών της Rosafliore ανακοινώθηκαν επίσημα στις 12 Μαΐου 1299 στην εκκλησία των Δομινικανών. Μια γειτόνισσα της Rosafiore, η Suor Agnese διαμαρτυρήθηκε έντονα και δυνατά. Είπε, με τον απλοϊκό της τρόπο, ότι η Rosafiore ήταν η καλύτερη γυναίκα που γνώρισε, η καλύτερη της γειτονιάς και ότι ο ενοριακός τους ιερέας, ο Don Giacomo, τιμωρήθηκε άδικα. Πέταξε και μια κατάρα στον ιεροεξεταστή να πάθει ότι του έκαμε[118]. Μετά την ανακοίνωση της ετυμηγορίας στην εκκλησία, οι ένοχοι μεταφέρθηκαν στην πλατεία και παραδόθηκαν στον podestà για την ανακοίνωση της ποινής. Μόλις ακούστηκε ότι καταδικάζονται σε θάνατο δια πυρός, το πλήθος βούιξε. Κάποιος γραμματέας φώναξε ότι αντί για τους Guliano και Bompietro, έπρεπε να καούν ο ιεροεξεταστής, οι Δομινικανοί και το μοναστήρι τους, όπως είχε γίνει στην Πάρμα[119]. Πράγματι το 1279 μια γυναίκα καταδικάστηκε και κάηκε στην Πάρμα. Το εξαγριωμένο πλήθος όρμησε στο μοναστήρι των Δομινικανών έδειρε πολλούς της αδελφότητας και σκότωσε έναν[120].  

Η ποινή εκτελέστηκε την επομένη προκαλώντας γενική αναταραχή. Πέτρες και απειλές εκτοξεύτηκαν εναντίον του ιεροεξεταστή και στιλέτα τραβήχτηκαν. Υπάρχουν εκτενή αρχεία για τις αντιδράσεις του πλήθους. Αυτό οφείλεται στην απειλή αφορισμού του Fra Guido για όσους δεν εξομολογούνταν τι έκαναν εκείνη την ημέρα. Ένα σύνολο 337 ατόμων προσήλθε και ομολόγησαν τις πράξεις τους. Οπωσδήποτε πολλά ειπώθηκαν και πολλά έμειναν κρυφά. Οι περισσότερες καταθέσεις αφορούν πράξεις άλλων και όχι ίδιες. Η γενική εντύπωση του κόσμου ήταν ότι ο ιεροεξεταστής ήταν διεφθαρμένος. Καταδίκαζε με σκοπό να ωφεληθεί από τα πρόστιμα και τις κατασχέσεις. Οι κατηγορίες μπορεί να είχαν κάποια βάσει διότι το 1308 ο πάπας Κλήμης V διέταξε εξέταση των λογαριασμών του Fra Guido.  

Λίγες μέρες μετά τις εκτελέσεις, ο Fra Guido διέταξε τον γραμματέα της Ιεράς Εξέτασης να διαβάσει τις  ποινές στην εκκλησία San Martino dell’ Aposa, κατά την διάρκεια της παπικής λειτουργίας, μετά το Ευαγγέλιο. Η προβοκατόρικη αυτή πράξη προκάλεσε οργή. Ο Messer Paolo Trintinelli εξανέστη από την προβοκατόρικη αυτή πράξη και αποκήρυξε τις ποινές και τον ιεροεξεταστή. Ο Paolo δεν ήταν τυχαίο πρόσωπο. Ήταν πλούσιος έμπορος με μακρά θητεία στα δημόσια αξιώματα[121]. Κάποιος άλλος αριστοκράτης, ο Messer Pace del Saliceto προσπάθησε να τον ηρεμήσει και τον προειδοποίησε ότι θα τον αφορίσουν. Πάνω στην έξαψη της στιγμής ο Paolo δεν άκουσε τις συμβουλές και συνέχισε να επιτίθεται λεκτικά και να κατηγορεί τον ιεροεξεταστή. Τελικά καταδικάστηκε να πληρώσει ένα βαρύ χρηματικό πρόστιμο και το χειρότερο, υποχρεώθηκε να ζητήσει συγγνώμη από τον Fra, γονατιστός, στο παλάτι του επισκόπου, ενώπιον δημοτικών αξιωματούχων[122]. 

Αν τα μόνα διαθέσιμα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης ήταν τα παραπάνω ή για να διατυπωθεί καλύτερα, αν οι μόνες διώξεις αφορούσαν τις προηγούμενες υποθέσεις, θα έμενε η εντύπωση ότι οι δυσαρέσκεια των πολιτών της Μπολόνια ήταν μόνο θρησκευτικής φύσεως, χωρίς πολιτική χροιά. Δεν είναι, όμως, έτσι. Οι παραπάνω καταδίκες έδωσαν την αφορμή να διατυπωθεί μια δυσαρέσκεια, η οποία είχε βαθύτερα αίτια και ήταν πολιτικοποιημένη. Αυτό φαίνεται από τις διώξεις που άσκησε ο Fra Guido, εκ των οποίων μία αφορούσε έναν μυστήριο μοναχό, τον Fra Giacomo Flamenghi και κάποιες άλλες τους υποστηρικτές του οίκου των Colonna στην πόλη. Ο οίκος των Colonna ήταν παρακλάδι των κόμηδων της Τοσκάνης, ένθερμων υποστηρικτών των Γερμανών και δηλωμένων Ghibellines. Ήταν ο δυνατότερος αντίπαλος του οίκου των Orsini, Γουέλφων, και η αιματηρή βεντέτα τους για την επικράτηση στην Ρώμη έληξε το 1511, με παπική βούλα. Την περίοδο αυτή ήταν ορκισμένοι εχθροί του πάπα Βονιφάτιου VIII, τον θεωρούσαν αντικανονικά εκλεγμένο και υποστήριζαν τον παραιτημένο Κελεστίνο V.  

Ο Fra Giacomo είχε γίνει μοναχός στο μοναστήρι του Vallambrosan του Montarmanto γύρω στο 1250. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, αρνούνταν να εξομολογηθεί, να μετανοήσει ή να κοινωνήσει και, αν και ιερέας, δεν τελούσε την παπική λειτουργία. Ισχυρίζονταν ότι του ήταν προτιμότερο να δειπνήσει με λαϊκούς παρά να λειτουργήσει με παπικούς[123]. Στην ερώτηση, γιατί δεν τον διόρθωνε ο ηγούμενος, η απάντηση ήταν ότι τον φοβόταν. Πριν ο τωρινός γίνει ηγούμενος, ο  Giacomo τον είχε δέσει και τον είχε ρίξει σε έναν ανοικτό τάφο. Ούτε ο επίσκοπος μπορούσε να κάνει κάτι, διότι το μοναστήρι ήταν έξω από την αρμοδιότητά του.  

Ο Fra Giacomo ήταν γερο-παράξενος. Του άρεσε να σκανδαλίζει τους νέους μοναχούς. Τους έλεγε ότι αν είχε την ευκαιρία θα σκότωνε με ευχαρίστηση τον πάπα και τους καρδινάλιους. Εδώ φαίνεται και η πολιτική διάσταση της διαφωνίας. Ο Fra Giacomo διαλαλούσε ότι ο Βονιφάτιος είχε δολοφονήσει τον προηγούμενο πάπα, Κελεστίνο, και δεν είχε την νομιμοποίηση να κατέχει την θέση του, κι ας ήταν πάπας. Ήταν πάπας de facto και όχι de iure[124]. Ποια γεγονότα αφορούσαν αυτές οι δηλώσεις; Ο παπας Κελεστίνος V ήταν ο τελευταίος πάπας που ανέβηκε στην Αγία Έδρα με εκλογές και όχι με επιλογή από το κονκλάβιο των καρδιναλίων το 1292 και ένας από τους λίγους που παραιτήθηκαν[125], το 1294. Ο Βονιφάτιος δεν τον άφησε σε ησυχία. Τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στο κάστρο Fumone στο Φερεντίνο της Καμπανίας. Μετά από δεκάμηνη φυλάκιση ο Κελεστίνος πέθανε στις 19 Μαΐου του 1296. Υπάρχει η άποψη ότι δολοφονήθηκε, ισχυρισμός που στηρίζεται στο σπασμένο κρανίο του. Η επιλογή του Βονιφάτιου από το κονκλάβιο των καρδιναλίων θεωρούνταν άκυρη από την φαμίλια των Colonna, οι οποίοι είχαν κάθε λόγο να αμφισβητούν την εξουσία του. Το 1297 ο καρδινάλιος Giacomo Colonna αποκλήρωσε τους αδελφούς του Matteo, Ottone και Landolfo, οι οποίοι στράφηκαν στον πάπα για δικαίωση. Ο Βονιφάτιος άδραξε την ευκαιρία για ν’ ανακατευτεί στα εσωτερικά της αντίπαλης φαμίλιας και καθαίρεσε τον Giacomo Colonna από καρδινάλιο και τον αφόρισε μαζί με τους οπαδούς του για τέσσερις γενεές. Η διένεξη οδήγησε σε ανοικτή σύρραξη και ο Βονιφάτιος ανέθεσε την διοίκηση του στρατού του στον Landolfo. Αυτός εισέβαλε στα εδάφη της οικογένειας, κατέστρεψε τις πόλεις Colonna και Palestrina και ανάγκασε τους συγγενείς του να φύγουν από την Ιταλία. Οι απόψεις, λοιπόν, του Fra Giacomo δεν ήταν καθόλου προσωπικές. Εξέφραζαν μια ολόκληρη πολιτική παράταξη και είχαν το αντίστοιχό τους σε συγκεκριμένα ιστορικά πολιτικά γεγονότα.  

Ο Fra Giacomo δεν περιορίστηκε μόνο σε πολιτικές δηλώσεις. Όταν ο ιεροεξεταστής καταδίκασε τους δύο Καθαρούς, διαμαρτυρήθηκε λέγοντας ότι ο τελευταίος είχε πράξει μια μεγάλη αμαρτία και ότι οι καταδικασθέντες Καθαροί ήταν «καλοί άνθρωποι», καλύτεροι από τους Δομινικανούς[126]. Τι μπορεί να σήμαιναν αυτές οι δηλώσεις; Υπάρχει περίπτωση ο Giacomo να ήταν ένας καμουφλαρισμένος Καθαρός; Όταν κάποια στιγμή ρωτήθηκε “Δεν φοβάσαι την αμαρτία, δεν έχεις ψυχή;”, απάντησε ότι τα ψάρια έχουν ψυχή[127]. Αρνούμενος την ύπαρξη της ανθρώπινης ψυχής θα μπορούσε κάλλιστα να πιστεύει, όπως οι Καθαροί, ότι μέσα στον άνθρωπο κατοικεί ένας πεπτωκός άγγελος. Η απάντησή του, δοσμένη με τον διφορούμενο τρόπο των Καθαρών, αφήνει περισσότερα ερωτηματικά από όσα απαντά. Ισχυρίστηκε επίσης ότι δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, εκτός από αυτόν τον κόσμο[128], κάτι που επίσης είναι σύμφωνο με την θεολογία των Καθαρών, οι οποίοι πίστευαν στην ουράνια πατρίδα του αγγέλου που κατοικεί μέσα στον άνθρωπο. Δεν πίστευαν σε παράδεισο και κόλαση, αλλά σε επιστροφή στον ουρανό ή μετενσάρκωση στη γη. (Ας το έχουμε αυτό υπόψη μας όταν ακούμε την χιλιοειπωμένη φράση, ότι πρόκειται για μανιχαϊκή-καθαρή φρασεολογία, δαιμονική πλάνη). Το ότι η απάντησή του δεν ήταν ανθρώπου σκεπτικιστή ή υλιστή, το ότι ο Giacomo πίστευε σε μετά θάνατο ζωή, φαίνεται από την επόμενη άποψή του΄ πίστευε πως αυτός που κάνει καλό σε αυτό τον κόσμο κάνει καλό και στον επόμενο[129]. Πίστευε δηλαδή σε πνευματικό κόσμο, με μη-χριστιανικό τρόπο. Αυτό λοιπόν, που καθόρισε την αντίδραση του Fra Giacomo ήταν η διαφωνία του με την εκκλησία σε δύο επίπεδα΄ το ένα πολιτικό και το άλλο θεολογικό.  

Κατ’ επέκταση, αυτό που παρουσιάζεται ως αυθόρμητη λαϊκή δυσαρέσκεια ήταν στην πραγματικότητα μια καλά πατροναρισμένη αναταραχή με συμμετοχή των Καθαρών. Οι καταδίκες δεν ήταν άδικες. Οι ποινές ναι, οι καταδίκες όχι. Οι καταδικασθέντες ήταν αιρετικοί και ζούσαν διπλή ζωή. Παντρεύονταν, συμμετείχαν σε εκκλησιαστικές εκδηλώσεις, παρουσιάζονταν ως «καλοί άνθρωποι», ενώ στην πραγματικότητα ήταν Καθαροί. Ο Bonigrino ήταν διδάσκαλος. Η ομολογία του εξετάζεται σήμερα ως μανιφέστο του Καθαρισμού για την κατανόηση της διδασκαλίας των Ιταλών Καθαρών. Η διπλή ζωή ήταν η λύση για την επιβίωσή τους σε μια εποχή, κατά την οποία ο παπισμός, κυριαρχώντας στα πράγματα της Ιταλίας, αποφάσισε να τους εξοντώσει, ως θρησκευτικούς και πολιτικούς αντιπάλους.  

 

7.4.7 Τι απέγιναν οι Καθαροί της Ιταλίας; 

Οι δύο μεγάλες συλλογές των αρχείων της Ιεράς Εξέτασης στο Ορβιέτο και την Μπολόνια είναι μοναδικές. Για καμιά άλλη πόλη δεν διαθέτουμε παρόμοια αρχεία, παρά μόνο σποραδικές καταδίκες. Έτσι, τα συμπεράσματα που βγαίνουν από την μελέτη τους δίνουν τον κανόνα, περιορίζοντας όμως την μεγάλη εικόνα. Η διασπορά των στοιχείων για τον επόμενο αιώνα δείχνει την επιβίωση των Καθαρών, αλλά η αίρεση προφανώς έχασε τον μαζικό χαρακτήρα των προηγούμενων αιώνων. Μαζί με την μαζικότητα έχασε και την προκλητικότητα. Όπως φαίνεται οι αιρετικοί έθεσαν ως προτεραιότητα την επιβίωσή τους και όχι την ανοικτή αντιπαράθεση με την καθεστηκυία εκκλησιαστική τάξη. Για την επίτευξη του στόχου αυτού ακολουθήθηκαν δύο διαφορετικές μέθοδοι, όπως θα φανεί από τις παρακάτω περιπτώσεις.  

Ο Armanno Pungilupo της Φερράρα ζούσε διπλή ζωή για μια εικοσαετία[130]. Ήταν Τέλειος Καθαρός και ταυτόχρονα εμφανίζονταν ως αφοσιωμένος παπικός. Εξομολογούνταν τακτικά από το 1244, έκανε προσκυνηματικά ταξίδια, ακόμα και τον τελευταίο χρόνο της ζωής του εξομολογήθηκε δώδεκα φορές στο επισκοπικό παρεκκλήσι την Μεγάλη Σαρακοστή. Εξομολόγος του ήταν ο Don Rainaldo του San Nicolò. Ένας άλλος ιερέας ο Don Alberto κατέθεσε ότι τον είχε εξομολογήσει επίσης όταν αρρώστησε βαριά και ένας ακόμη ο Don Zambono τον εξομολογούσε τακτικά από το 1266. Παρότι προέρχονταν από οικογένεια Καθαρών κατάφερε να πείσει ότι είχε αποκηρύξει την αίρεση. Το 1254 συνελήφθηκε και βασανίστηκε, επειδή είχε αρνηθεί την μετουσίωση των Τιμίων Δώρων, από τον ιεροεξεταστή της Φερράρα Fra Aldobrandino. Δικαιολογήθηκε ότι επρόκειτο για αστείο. Ορκίστηκε ότι δεν θα το ξανακάνει, ότι θ’ ακολουθεί την πίστη της παπικής εκκλησίας και πλήρωσε πρόστιμο 100 λίβρες[131]. 

Μετά τον θάνατό του επιχειρήθηκε η αγιοποίησή του. Πολλοί προσκυνητές πήγαιναν στον τάφο του και μάλιστα παρουσιάστηκαν και κάποια λείψανα που υποτίθεται ότι ήταν δικά του στην Πάρμα και ο Don Anselmo του Αγίου Βιτάλιου τα εξέθεσε για προσκύνηση, μέχρι που αποδείχθηκαν απάτη. Συνέβαινε, όμως και κάτι άλλο παράξενο. Στον τάφο του προσέρχονταν και Καθαροί για προσκύνημα, αυτοί που όσο ζούσε τον έλεγαν αποστάτη και χειρότερο από κτήνος[132]. Αυτό προκάλεσε υποψία στους ιεροεξεταστές. Ο Fra Aldebrandino άνοιξε φάκελο  και οι ανακρίσεις διήρκεσαν από την άνοιξη το 1270 ως το καλοκαίρι του 1274, αλλά δεν μπόρεσε να καταλήξει σε απόφαση. Ο επόμενος ιεροεξεταστής, ο Fra Florio της Vicenza ξανάνοιξε τον φάκελο το 1284 κι έστειλε αναφορά στην Ρώμη το 1288. Η έρευνα παρέμεινε ανολοκλήρωτη μέχρι το 1299, οπότε ανέλαβε την υπόθεση ο Fra Guido.  

Τα στοιχεία που συλλέγησαν ήταν συνοπτικά τα εξής:
-κάποια Donna Duragia ενημέρωσε ότι ο Armanno παρείχε τροφή και κρασί σε Καθαρούς πιστούς. Σε μια περίπτωση καθώς ήταν συγκεντρωμένοι σε πασχαλινό τραπέζι, τον άκουσε να λέει ότι οι ιερείς έκαναν λάθος που νόμιζαν ότι το Corpus Domini δεν καταναλώνεται και ότι το είχαν καταναλώσει όλο[133].
 

- είχε κατηγορήσει την Ιερά Εξέταση, ότι καταδίκαζε «καλούς ανθρώπους[134]».
 

-πολλοί Καθαροί ομολόγησαν ότι ήταν ένας από αυτούς[135]. Άλλοι, όπως ο παπουτσής Castellano, τον θεωρούσαν προδότη[136].
 

-Ο Odoberto, ένας άλλος Καθαρός, δήλωσε ότι ο Armanno και η γυναίκα του είχαν δεχθεί το consolamentum σε διαφορετικές τελετές[137]. Ο Armanno το έλαβε στην Βερόνα το 1266, παρουσία πολλών μαρτύρων.
 

- Ταξίδευε για συναντήσει Καθαρούς. Κάποιος νεαρός (τότε) θυμόταν ότι ταξίδεψε μαζί του (κατά την συνήθεια να ταξιδεύουν δύο μαζί) και ότι τον είδε να δίνει το melioramentum (τιμητικός χαιρετισμός) σε έναν Τέλειο και στην συνέχεια του υπέδειξε πώς να κάνει το ίδιο. Ο νεαρός δικαιολογήθηκε ότι δεν ήξερε τι έκανε[138].
 

-Δύο Τέλειες του ζήτησαν να δώσει το consolamentum στην υπηρέτριά τους Μαρία, όπως κι έπραξε. Η Μαρία έμενε έκπληκτη γιατί νόμιζε ότι ήταν απλός πιστός. Ανακάλυψε έτσι ότι ήταν Τέλειος[139].
 

- Κάποιος παπικός μοναχός έμαθε για τον Armanno ότι γνώριζε ασφαλή σπίτια «Παταρηνών», καθώς και τα μυστικά σημάδια που είχαν για ν’ αναγνωρίζονται μεταξύ τους. Του ζήτησε να τ’ αποκαλύψει, αλλά ο Armanno αρνήθηκε[140]. 

Ο Fra Guido καταδίκασε εντέλει τον Armanno το 1301 (13 Ιανουαρίου), παρά την διαμαρτυρία τοπικών παραγόντων, οι οποίοι είχαν οικονομικά συμφέροντα από την αγιοποίησή του και παρουσίαζαν ψεύτικα θαύματα για να προσελκύουν προσκυνητές. Τα οστά του ξεθάφτηκαν, κάηκαν και πετάχτηκαν στο ποτάμι. Ο Fra Guido ήρθε για δεύτερη φορά στην θητεία του αντιμέτωπος με ψεύτικα θαύματα. Τα ίδια έκανε και ο Fra Giacomo ο κρυφο-καθαρός μοναχός της Μπολόνια. Οι δύο περιπτώσεις, του Fra Giacomo και του Armanno Pungilupo, φανερώνουν την μία κατεύθυνση του ιταλικού καθαρισμού, τον διπλό τρόπο ζωής. Παρά τις διαφωνίες σύγχρονων ερευνητών, όπως ο Gabriele Zanella και ο Augustine Thompson[141], που ισχυρίζονται ο μεν πρώτος ότι ο Armanno απλά είχε ευρείες συμπάθειες και αρνούνταν να διαλέξει μεταξύ εκκλησιών και ο δεύτερος ότι ήταν «ελεύθερο πνεύμα» με αντικληρικαλιστικό χιούμορ, υπάρχει ένα στοιχείο που πείθει ότι ο Armanno δεν ήταν ειλικρινής, έκρυβε τις πραγματικές του προτιμήσεις και πεποιθήσεις. Αυτό είναι η επιδεικτικότητα της συμμετοχής του στην παπική εκκλησία. Οι συχνές εξομολογήσεις του σε πολλούς και διαφορετικούς εξομολόγους και μάλιστα η επιδίωξή του να εξομολογηθεί στον ίδιο τον επίσκοπο, σηματοδοτούν την προσπάθειά του να καλυφθεί πίσω από την μαρτυρία υψηλόβαθμων αξιωματούχων του παπισμού. Η αυτοπεποίθηση των κινήσεών του θυμίζουν πεπειραμένο απατεώνα, σίγουρο για την αποτελεσματικότητα των ενεργειών του. Προφανώς, διέκρινε ότι οι εξομολόγοι του είχαν πειστεί. Τα στοιχεία που μαζεύτηκαν εις βάρος του δεν ήταν περιστασιακά. Υπήρχαν αιρετικοί, οι οποίοι καταδικάστηκαν με λιγότερα. Η δική του καταδίκη άργησε για δύο λόγους΄ πρώτον έπεισε τον επίσκοπο ότι ήταν πιστός και δεύτερον οι έρευνες συνάντησαν πρόσκομμα την επιθυμία της τοπικής εκκλησίας για ένα δικό της άγιο. Παράλληλα με την έρευνα εις βάρος του γίνονταν προσπάθειες αγιοποίησής του και οι Καθαροί, οι οποίοι με την σειρά τους προσπαθούσαν να παρουσιάσουν τους εκτελεσμένους Τέλειους ως αγίους, συμφωνούσαν σ’ αυτό.   

Η διπλή ζωή των Καθαρών δεν ήταν καινοτομία του τέλους του ΙΓ’ αι. Ο Κορράδος του Marburg είχε ανακαλύψει πολλούς τέτοιους, δεκαετίες πριν στη Γερμανία. Εκεί ο Καθαρισμός ήταν οικογενειακή υπόθεση και το μυστικό δόγμα περνούσε από γενεά σε γενεά. Στην Φραγκία έχουμε την χαρακτηριστική περίπτωση του Pierre Clergue από το Montaillou, που ήταν εκκλησιαστικός νοτάριος του επισκόπου  και ανακαλύφθηκε μόνο ύστερα από την ομολογία της ερωμένης του Grazide Lizier, χήρας του Pierre Lizier, με τον οποίο την είχε ο ίδιος παντρέψει. Την περίπτωσή του την γνώριζε όλο το χωριό και κανείς δεν μιλούσε, διότι ο Pierre την αλήθεια για πολλούς. Μπορούσε να στείλει τους εχθρούς του στην Ιερά Εξέταση ή να σώσει τους φίλους του, όπως μια άλλη ερωμένη του, την Guillemete Benet, για την οποία εκκρεμούσε ανοικτός φάκελος επί δωδεκαετία. Μόλις το 1320 ξεσκεπάστηκε η απάτη του[142].  

Η διπλή ζωή των Καθαρών ήταν μία λύση στο πρόβλημα των διώξεων. Η φυγή στα όρη ήταν η δεύτερη. Μερικές αποστολές των Ιεροεξεταστών τον ΙΔ’ αι. δείχνουν αυτή την κατεύθυνση. Μια ένοπλη αποστολή το 1375 στις Άλπεις, υπό την καθοδήγηση του Φραγκισκανού Borelli της Gap, έφερε μεν αποτελέσματα, αλλά δεν ξεκαθάρισε την περιοχή από τους Καθαρούς. Το πρόβλημα έγκειτο στην έλλειψη συντονισμού μεταξύ Ιταλών και Φράγκων Ιεροεξεταστών. Μια άλλη αποστολή το 1373, υπό τον Tommaso di Casasco, ανακάλυψε Καθαρούς στην Val di Lanzo. Στο δυτικό τμήμα του Πεδεμόντιου, στα σύνορα με την Βοσνία, αναπτύχθηκαν μικτές κοινότητες Καθαρών-Βάλδιων.  

Στο Chieri, στα ΝΑ του Τορίνο, υπήρχε ισχυρή εστία Καθαρών, λόγω της εύκολης επικοινωνίας με τους Βογομίλους, οι οποίοι είχαν ελευθερία κινήσεων στη Βοσνία. Οι Καθαροί ταξίδευαν για να διδαχθούν από τους Σλάβους διδασκάλους της Boxena[143] (Βοσνία). Πρόκειται για την συνέχεια της παλαιάς προκατάληψης των Καθαρών για τους διδασκάλους του Βυζαντίου και των Σλάβων. Σε δύο ομολογίες Καθαρών από την περιοχή του Chieri, του Galosna και του Bech, προκύπτει ένας συνδυασμός μαγείας, Καθαρισμού και αντινομικών απόψεων παρόμοιων με αυτών της αίρεσης του «Ελεύθερου Πνεύματος». Το συνονθύλευμα των απόψεων δημιουργεί ένα συγκρητιστικό αποτέλεσμα[144].  Οι ανακρίσεις του Δομινικανού ιεροεξεταστή Antonio di Settimo το 1412, αποκάλυψαν δεκαπέντε νεκρούς αιρετικούς, μεταξύ των οποίων και μέλη των αριστοκρατικών οικογενειών των Balbi και των Cavour[145]. Τα οστά τους ξεθάφτηκαν και κάηκαν στην πλατεία, παρουσία του Λουδοβίκου της Σαβοΐας. Ωστόσο, δεν κατάφερε να ανακαλύψει ζώντες αιρετικούς.
 

Οι Καθαροί της Ιταλίας εμφανίζονται στα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης του Chieri για τελευταία φορά.


[1]  Ο υψηλότερος βαθμός της τοπικής διοίκησης μίας πόλης. Όταν εμφανίστηκε ο τίτλος στα μέσα του ΙΒ’ αι. ο podestà ήταν ο εγκάθετος του Γερμανού αυτοκράτορα. Αργότερα, με την άνοδο της παπικής επιρροής, τον podestà τοποθετούσε ο πάπας.
[2] Welf ήταν η πολεμική ιαχή των στρατιωτών του δούκα στης Βαυαρίας, η οποία στα Ιταλικά έγινε Gulefo. Κατ’ αντιστοιχία η πολεμική ιαχή των στρατιωτών του δούκα της Σουαβίας ήταν Wibellingen, το όνομα ενός κάστρου τους. Στα Ιταλικά έγινε Ghibelline, απ’ όπου και το όνομα του κόμματος των υποστηρικτών τους.
[3] Caterina Brushi, The Wandering Heretics of Languedoc, Cambridge 2009.
[4] Για τις συνθήκες και τ’ αποτελέσματα των διενέξεων στο Ορβιέτο σε συνάρτηση με τις δυσκολίες του τοπικού επισκόπου μας ενημερώνει ένα σύγχρονο χρονικό γραμμένο από τον διάδοχο επίσκοπο Ranerio. Εκδόθηκε από τον Pericle Perali, La Cronaca del vescovado orvietano (1029-1239), scritta dal vescovo Ranerio, Orvieto 1907. Σύγχρονη έκδοση ετοιμάζει ο Lucio Ricceti, αλλά δεν γνωρίζω αν ολοκληρώθηκε. Για το Ορβιέτο προτείνονται τα Daniel Waley, Medieval Orvieto, Cambridge 1952 & Elisabeth Carpentier, Orvieto à la fin du XIIe siècle: Ville et champagne dans le cadastre de 1292, Paris 1986.
[5]  Έκδοση Vincenzo Natalini, San Pietro Parenzo, La Leggenda, scritta del Maestro Giovanni canonico di Orvieto, Rome 1936.
[6] B. Bolton, The Medieval Reformation, London 1983, pp. 102-103.
[7] Ο Μαστρογιάννι αποκαλεί τον Πέτρο: “rectorem qui summi pontificis gratiam urbevetanis acquireret, pacis et gratie romanorum beneficum impetratet”, La Leggenda, ed. V. Natalini, p. 156.
[8] C. Lansing, Power and Purity… pp. 32-33 αναφέρονται όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για τα δημόσια αξιώματα των μελών της οικογένειας.
[9] Philip Jones, The Malatesta of Rimini and the Papal State, Cambridge 1974, p.6.
[10] Με τις δολοφονίες αυτές έχει ασχοληθεί ο Quirino Galli, Presente e passato nel Carnevale della Tuscia meridionale. Le Fonti medioevali, in Il Carnevale della tradizione Arcaica alla traduzione colta del Rinascimento, Πρακτικά του 13ου Συνεδρίου υπό την αιγίδα του Centro Studi sul teatro medioevale e rinascimentale, Ρώμη 31 Μαΐου- 4 Ιουνίου 1989. Η έκδοση των Πρακτικών, Viterbo 1990, η παραπάνω εισήγηση σσ. 515-537.
[11] Cronaca di Luca di Domenico Manenti, ed. Luigi Fumi, Ephemerides Urbeventanae, in Rerum Italicarum Scriptores, ed. Ludovico A. Muratori, vol. 15, part 5 (Città di Castello 1910), p. 279.
[12] Παρουσίαση και ανάλυση των στοιχείων με εξαγωγή συμπερασμάτων στο C. Lansing, Power and Purity… pp.51-54.
[13] Όπως για παράδειγμα στην Perugia, όπου ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Εκεί οι αντιμαχόμενες πλευρές ήταν οι ιππότες και οι πεζικάριοι, John Grundmann, The Popolo at Perugia, διατριβή επί διδακτορία, Washington 1974, ch. 2 (εκδόθηκε στο Fontis per la storia dell’ Umbria, vol. 20 (Perugia 1992).
[14] Τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης του Ορβιέτο ονομάζονται Archivio de Stato di Orvieto, Liber Inquisitionis κι έχουν εκδοθεί στην εξής συλλογή, Mariano d’ Alatri, ed. L’ Inquisizione francescana nell’ Italia central del Duecento, con in appendice il testo del’ ‘ Liber Inquisitionis’ di Orvieto transcritto da Egidio Bonanno, Biblioteca seraphic-cappucina 49 (Rome 1996).  Παλαιότερη μερική έκδοση από την οποία και οι παραπομπές, Luigi Fumi, ed. Codice diplomatic della città di Orvieto. Documenti e regesti dal secolo XII al XV, Florentia 1884. Η καταδίκη του Cristoforo Tosti στις σελίδες 262-3. Για τους αδερφούς  Bartolomeo και Rainerio de Tosti, Liber Inquisitionis I8r.
[15] Sandro Carocci, Le Comunalie di Orvieto fra la fine del XII e la metà del XV secolo, in Mélanges de l’ École francaise de Rome 99.2 (1987), 701-728.
[16] Liber Inquisitionis 7v.
[17] Η καταδικαστική απόφαση και τα γεγονότα στο Luigi Fumi, Codice…, 182-183.
[18] Στα αρχεία αυτά αναφέρεται η καταδίκη του Stradigottus Ricci de Toste (Liber Inquisitionis 3v) και του Provenzano Lupicini (Liber Inquisitioinis 13v).
[19] H Mary Henderson, Medieval Orvieto: The Religious Life of the Laity, 1150-1350, διατριβή επί διδακτορία, Εδιμβούργο 1990, σ. 85, ετυμολογεί το όνομα avultronis από το avulsor, που σημαίνει αυτόν που κουρεύει τα πρόβατα. Ίσως κάποιος πρόγονός του να ασκούσε αυτό το επάγγελμα, αλλά στα αρχεία είναι ξεκάθαρα καταγεγραμμένος ως τοκογλύφος.
[20] Liber Inquisitionis Iv, αφορισμός του Cristoforo. Το 1280 η ακίνητη περιουσία τους κατεδαφίστηκε και ο χώρος διατέθηκε για την κατασκευή της Piazza del Popolo. Luigi Fumi, ed. Codice…, 324-325.
[21] Το κείμενο στο Luigi Fumi, Cronaca di Luca di Domenico Manenti,…pp. 281-4. Οι υπογραφές είναι των Bartahalomeus Ranucci Magistri & Ranuccius Tosti.
[22] Archivio di Stato di Siena, Riformagioni Diplomatico 5 Ιανουαρίου 1221. ed. Giovanni Cecchini, Il Caleffo vecchio del commune di Siena, Siena 1931, vol. 1 no 198 p. 295.
[23] Η συμφωνία υπογράφηκε στην οικία του Stradigotto, παρουσία των Ranuccio fratre Tosti, Stratigotto et Aldebrandino Riccio, et Ranierio Bartholomei Rainuctii Magistri. Luigi Fumi, ed. Codice…, n.192, p.88.
[24] Έτσι αναφέρουν οι χρονογράφοι του ΙΕ’ αι. Luca & Cipriano Manenti, βλ. σχ. Luigi Fumi, Cronaca di Luca di Domenico Manenti, Ephemerides Urbeventanae, in Rerum Italicarum Scriptores, vol 15  p.275.
[25] ed. Giovanni Cecchini, Il Caleffo vecchio del commune di Siena, Siena 1931, vol. 1 no 59 p. 76.
[26] Για τον Provenzano ως δημοτικό σύμβουλο, Luigi Fumi, ed. Codice…, n.256 p. 170, ως θησαυροφύλακα, στο ίδιο no 248 p. 162.
[27] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.246, p.164. Ως πρύτανης στο ίδιο no. 293 p. 190.
[28] Με το όνομα Toncella Aronnis, Giovanni Cecchini, Il Caleffo…, vol. 1 no. 198 p. 299.
[29] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.100, p.69. To 1217 εμφανίζεται ως πρώην θησαυροφύλακας, στο ίδιο no 110 p. 79.
[30] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.211 p. 143.
[31] Liber Inquisitionis 9v.
[32] C. Lansing, Power & Purity…, p.62.
[33] Liber Inquisitionis 26r.
[34] Θα το εξηγήσουμε στο κεφάλαιο για την διδασκαλία και τις πρακτικές των Καθαρών.
[35] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.2377-378 pp. 233-34. Η καταδίκη του Liber Inquisitionis 19v.
[36] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.271 p. 176.
[37] Liber Inquisitionis 10r.
[38] Liber Inquisitionis 19v.
[39] Liber Inquisitionis 25v.
[40] Liber Inquisitionis 20r
[41] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.378 p. 234.
[42] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.331 p. 208-9.
[43] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.406 p.252.
[44] Εμπορικός όρος με κάποια νομική σημασία την οποία δεν γνωρίζω.
[45] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.333 p.210 & no 378 p. 234.
[46] Luigi Fumi, ed. Codice…, n.332 p.209 & no 359 p. 224
[47] Luigi Fumi, ed. Codice…, nο 262 p.172.
[48] Campi Bisenzio σήμερα, δέκα χιλιόμετρα ΒΔ της Φλωρεντίας.
[49] Το ένα από τα δύο νησιά της λίμνης. Το δεύτερο είναι η Bisentina και παλιότερα ήταν εξοχική κατοικία του πάπα. Σήμερα είναι και τα δύο ιδιόκτητα και δεν επιτρέπονται επισκέψεις.
[50] Luigi Fumi, ed. Codice…, nο 359 p.224. Μετά τον Toncelle ανέλαβε ο Bertrami στις 7 Απριλίου 1259.
[51] Τα χρονικά της εποχής τοποθετούν τον θάνατό του το 1256 η 1257, αλλά τα υπάρχοντα επίσημα έγγραφα δείχνουν ότι ήταν ζωντανός το 1259, τουλάχιστον μέχρι τις 2 Απριλίου. Annales Urbevetani, Cronica Antiqua A, ed. Luigi Fumi, Ephemerides Urbeventanae, in Rerum Italicarum Scriptores, ed. L. A. Muratori, vol. 15 pt 5 (Città di Castello 1910), p. 128.
[52] Giovanni Cecchini, Il Caleffo…, vol. 1 no 59 pp. 74-78.
[53] Luigi Fumi, ed. Codice…, nο 154 p.101.
[54] Carol Lansing, Power & Purity…, Appendix B, pp.183-186.
[55] Liber Inquisitionis 11v.
[56] Liber Inquisitionis 21v.
[57] Liber Inquisitionis 29r.
[58] Liber Inquisitionis 16r
[59] Liber Inquisitionis 18r
[60] Liber Inquisitionis 1r, 14r & 33r αντίστοιχα.
[61] Liber Inquisitionis 24r.
[62] Liber Inquisitionis 18r.
[63] Liber Inquisitionis 10r & 31r.
[64] Liber Inquisitionis 12r.
[65] Liber Inquisitionis 5v.
[66] Liber Inquisitionis 4r & 27v.
[67] Liber Inquisitionis 24r.
[68] Στο ίδιο.
[69] Liber Inquisitionis 27v & 34v.
[70] C. Lansing, Power & Purity…, p. 68.
[71] Liber Inquisitionis 6r.
[72] Daniel Waley, Medieval Orvieto, p. 85.
[73] Τα αρχεία της Ιεράς Εξέτασης διατηρήθηκαν στο μοναστήρι των Δομινικανών Santa Maria Novella και στην συνέχεια πέρασαν στην κατοχή της αρχειοθήκης της Φλωρεντίας. Τα περισσότερα εκδόθηκαν από τον Felice Tocco, Quel che non c’ è nella Divina Commedia, o Dante e l’ eresia, Bologna 1899.  Από την εκτενή βιβλιογραφία παραθέτουμε μερικά έργα
-Raoul Manselli, Per la storia dell’ eresia catara nella Firenze del tempo di Dante, in Bullettino dell’ Instituto storico italiano per il medio evo e archivio muratoriano 62(1950), pp. 123-38.
- Dinora Corsi, Per la storia dell’ inquisizione a Firenze nella seconda metà del secolo XIII, in Bollettino della società di studi Valdesi 132 (December 1972)
- Dinora Corsi, Firenze 1300-1350; ‘ Non conformismo’ religioso e organizzazione inquisitoriale, in Annali dell’ Instituto di Storia, Università di Firenze, Facoltà di Magistero 1 (1979), pp. 29-66
- John N. Stephens, Heresy in Medieval and Renaissance Florence, in Past and Present 54 (1972), pp. 25-60
- Marvin B. Becker, Heresy in Medieval and Renaissance Florence: A Comment, in Past and Present 62 (1974), pp. 153-161.
[74] Robert Davidsohn, Storia di Firenze, vol. 1 p. 192 & vol. 6 p. 256˙ Pietro Santini, ed. Documenti dell’ antica constituzione del commune di Firenze, Documenti di storia italiana, Florence 1895, vol. 10 pt 3 document 27 pp. 400-401.
[75] F. Tocco, Quel…, pp. 37-38.
[76] R. Davidsohn, Storia…, vol. 6 p. 256. Massimo Tarassi, Il regime guelfo, in Ghibellini, Guelfi e popolo grasso: I detentori del potere politico a Fiernze nella seconda metà del Dugento, ed. Sergio Raveggi, Florence 1978, p. 112.
[77] F. Tocco, Quel…, pp. 34-35.
[78] F. Tocco, Quel…, pp. 48-50.
[79] Για τους Nerli, Carol Lansing, The Florentine Magnates: Lineage and Faction in a Medieval Comune, Princeton, pp. 72-75 & 81-83.
[80] Pietro Santini, ed. Documenti…, vol. 10 pt 2 p. 277.
[81] Pietro Santini, ed. Documenti…, vol. 10 pt 3 p. 475.
[82] F. Tocco, Quel…, n. 7 pp. 40-41, η κατάθεση κάποιας Ρόζας.
[83] F. Tocco, Quel…, n. 8 pp. 41-43.
[84] Sergio Raveggi, Il regime Ghibellino, στο συλλογικό Ghibellini, Guelfi e popolo grasso: I detentori del potere politico a Firenze nella seconda metà del Dugento, Florence 1978, pp. 70-72.
[85] Robert Davidsohn, Storia…, vol. 2 p. 417.
[86] Pietro Santini, ed. Documenti…, vol. 2 doc. 56 p. 277.
[87] Sergio Raveggi, Il regime Ghibellino, pp. 209-210.
[88]  Massimo Tarassi, Il regime Guelpho, p. 130.
[89] Pietro Santini, ed. Documenti…, pt 2 p. 417.
[90] La cronica domestica di Donato Velluti, ed. Isidoro del Lungo-Guglielmo Volpi, Florence 1914, p. 72.
[91] Πηγή των γεγονότων είναι το Nuova Cronica, έργο του Giovanni Villani, Φλωρεντίνου τραπεζίτη (συνέταιρος στην τράπεζα των Buonaccorsi) και πολιτικού του ΙΓ’-ΙΔ’ αι. Η πιο πρόσφατη έκδοση του κειμένου, Giovanni Villani, Nuova Cronica, ed. G. Porta, 3 vols, Parma 1990-1991. Η συνέχεια του χρονικού, Matteo Villani, Cronica, con la continuazione di Filippo Villani, ed. G. Porta, 2 vols. Parma 1995. Αγγλική μετάφραση αποσπασμάτων, Rose E. Selfe (trans), Selections from the first nine books of the croniche fiorentine of Giovanni Villani, Westminister 1896. Η εξορία των Ghibellines από την Φλωρεντία pp.152-3. Η μάχη του Montapetri pp. 173-177.
[92] R. Manselli, Ezzelino da Romano nella politica italiana del secolo XIII, in Studi Ezzeliniani, ed. G. Fasoli (συλλογικό), Rome 1963, pp. 35-70˙ F. Lomastro Tognato, L’ Eresia a Vicenza nel duecento, Fonti e studi di storia veneta 12 ( Vicenza 1988), pp. 21-25˙ Malcolm Lambert, The Cathars, pp. 183-187. Από τις μεσαιωνικές πηγές ο Ronaldino της Πάδοβα στο έργο του Cronica in factis et circa facta Marchie Trivixane, επικεντρώνεται στην άνοδο και την πτώση του οίκου των da Romano. Ed. Lodovico Antonio Muratori, Rerum Italicarum Scriptores: Nuova series, vol. 8 pt. 1, Tipi Della Casa Editrice S. Lapi 1905.
[93] Jacob Burkhardt, The Civilization of Renaissance in Italy (τίτλος πρωτοτύπου Die Kultur der Renaissance in Italien), trans. S. G. C. Middlemore, Oxford 1878, 2 vols.
[94] Η πληροφορία προέρχεται από την επιστολή κάποιου Yves της Ναρβόννης στον αρχιεπίσκοπο  Γεράλδο του Bordeux. Η επιστολή διατηρήθηκε στο χρονικό του Ματθαίου Παρίση, Matthaei Parisiensis Chronica majora, ed. H. R. Luard (Roll Series LVII), 7 vols London 1872-1883, vol. IV 270-272. Αγγλική μετάφραση W. Wakefield-A. Evans, Heresies in the High Middle Ages, Columbia University Press 1969, p. 187. Άλλες αναφορές των πηγών στο πρόσωπό του A. Dondaine, La Hiérarchie cathare, II- III, Archivum Fratrum Praedicatorum 20 (1950), 297-8.
[95] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 274.
[96] Lomastro Tognato, L’ eresia…, pp. 23-49.
[97] Julia Bolton Holloway, Twice-told tales: Brunetto Latino and Dante Alghieri, New York 1993, p. 60.
[98] Τα δύο κύρια έργα για την άνοδο των Ανδεγαυών είναι Steven Runciman, The Sicilian Vespers, Cambridge 1958, ειδικά τα κεφάλαια 5 & 6 σσ. 65-95. Επίσης το κλασσικό Edouard Jordan, Les Origines de la Domination Angevine en Italie, Paris 1909 με βαρύτητα στην οικονομική υποστήριξη της εκστρατείας στις σελίδες 545-565.
[99] Giovanni Tabacco, The struggle for power in medieval Italy, Cambridge 1989, pp. 247-8.
[100] R Caggese, Roberto d’ Angio e I suoi tempi, Florence 1922, vol. 1 pp. 536-567.
[101] Η επιθυμία του Σαίξπηρ για δικαίωση και τιμωρία, όπως εκφράστηκε στον Έμπορο της Βενετίας, αποδείχθηκε Όνειρο θερινής νυκτός.
[102] Για τον τρόπο αλλαγής της πολιτικής της κατάπνιξης της αίρεσης μετά την νίκη του Καρόλου, Raoul Manselli, La fin du catharisme en Italie, Cahiers de Fanjeaux 20 (1985), pp. 101-118.
[103] Daniel Waley, Medieval Orvieto, Cambridge 1952, pp. 43-49.
[104] Liber Inquisitionis 19v.
[105] Liber Inquisitionis 4r & 27v.
[106] Elisabet Carpentier, Orvieto à la fin du XIIIe siècle: Ville et champagne dans le cadastre de 1292, Paris 1986, p. 286 n. 417.
[107] Agostino Paravicini Bagliani, La mobilità della Curia romana nel secolo XIII. Riflessi locali, in Società e istituzioni dell’Italia comunale. L’esempio di Perugia (secoli XII-XIV), Perugia 1988, pp155-278.  Υπολογίζει ότι η κούρια πέρασε επτά χρόνια και εννιά μήνες στο Ορβιέτο.
[108] Daniel Waley, Medieval Orvieto, Cambridge 1952, pp. 48.
[109] C. Lansing, Power and Purity, p. 173.
[110] Lomastro Tognato, L’ eresia…, doc. 12 pp.118-121˙  C. Lansing, Power and Purity, p. 116˙  Malcolm Lambert, The Cathars, p. 274.
[111] Lomastro Tognato, L’ eresia…, P. 32.
[112] L. Paolini-R. Orioli, Acta S. Oficii Bononie ab anno 1291 usque ad annum 1310, Fonti per la storia d’Italia 106, Rome 1982. Αναλύσεις στα
- Lorenzo Paolini, L’eresia catara alla fine del duecento, in L’ eresia a Bologna fra XIII e XIV secolo, Instituto storico italiano per il medio evo, Studi storici 93-96 (Rome 1975)
- του ιδίου, Bonagrino da Verona e sua moglie Rosafliore, in Medioevo creticale, ed. Ovidio Capitani, Bologna 1977.
[113] Lorenzo Paolini, L’eresia catara…, pp. 44-45, 135-136.
[114] Η ομολογία του L. Paolini-R. Orioli, Acta…, pt. 1 nos 3-10, pp. 11-25.
[115] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, pt. 1, no 15, pp. 37-39.
[116] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, pt. 1, no 564, p. 299. Lorenzo Paolini, L’eresia catara…, pp. 40-44.
[117] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 328, 329, 330, 333, 345.
[118] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 122-123 pp. 149-151.
[119] Ο γραμματέας ήταν ο Francescum pascualis de Agubio, σύμφωνα με την κατάθεση ενός νεαρού αριστοκράτη, L. Paolini-R. Orioli, Acta…, no 150 p. 164.
[120] Chronicon Parmese, ed. Giuliano Bonazzi, in Rerum Italicarum Scriptores, Città di Castelo 1902, vol. 9.9 p. 35.
[121] Ήταν μέλος της συντεχνίας των υποδηματοποιών, αλλά ο ίδιος δεν ήταν κατασκευαστής. Τα εμπορεύονταν. Στην συντεχνία ήταν γραμμένος για να μπορεί να καταλαμβάνει δημόσιες θέσεις. Lorenzo Paolini, L’eresia catara…, p. 56.
[122] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 21-22 ππ. 47-49 (το επισόδιο στον ναό), no 179 pp. 174-175 (η ανάκριση) & no 569 pp. 312-314 (η καταδίκη).
[123] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44, 46 pp. 49-52. Το κατηγορητήριο συντάχθηκε με βάση της καταθέσεις τριών μοναχών, του ηγουμένου, του Guidolino di Yvano και ενός αδελφού από την Κρεμόνα.
[124] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44 p. 73: “Item audivit eum dicentem quod, si haberet potestatem, libenter interficeret dominum papam Bonifacium et cardinals, quia ipse dominus papa Bonifacius fecerat interfici meliorem hominem qui esset in mundo, scilicet papam Celestinum, qui erat verus papa, et iste papa Bonifacius non erat papa de iure, licet esset de facto”.
[125] Μετά από αυτόν ο επόμενος ήταν ο Γρηγόριος ΧΙΙ που παραιτήθηκε το 1415 ύστερα από απαίτηση της Συνόδου της Κωνσταντίας.
[126] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44 p. 74: “Item dicit quod audivit dictum dompnum Iacobum dicentem, postquam Bompetrus et Iulianus fuerunt condempnanti et combusti, quod inquisitor et fraters fecerunt malum opus et magnum peccatum quia fecerant comburri bonos hominess, quia dicti Bompetrus et Iulianus fuerunt boni hominess et meliores quam essent inquisitor et fraters”.
[127] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 50 p.82: “Don Iacobe, non timetis vos pecatum, non habetis vos animam?; ipse despicit et dicit quod persica habet animam”.
[128] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 44 p. 73: “Item dicit quod audivit dictum dompnum Iacobm dicentem quod non erat alius infernus, nec alius paradixus, nisi mundus iste”.
[129] L. Paolini-R. Orioli, Acta…, nos 46 p.77: “Item audivit ipse testis dictum dompnum Iacobum dicentem quod ille qui bene habet in hoc mundo bene habet in alio”.
[130] Gabriele Zanella, Itinerari ereticali: patari e catari tra Rimini e Verona, Istituto storico italiano per il medio evo, Studi storici 153 (Rome 1986). Στο παράρτημα Ι pp. 48-102 έκδοση των αρχείων Archivio di Stato, Bibliotteca MS 132 fols 11r-33v  της Μοδένα που αφορούν τον Armanno. Ανάλυση στα
- Gabriele Zanella, Armanno Pungilupo, eretico quotidiano, Hereticalia, 3-14
- Amedeo Benati, Armanno Pungilupo nella storia religiosa ferrarese del 1200, in Atti e memorie della Deputazione della provincial ferrarese di storia patria 4/1 (3rd series 1966), 85-123
[131] Zanella, Itinerari…, p. 87.
[132] Zanella, Itinerari…, p. 50-51.
[133] Zanella, Itinerari…, p.57.
[134] Zanella, Itinerari…, p.54.
[135] Zanella, Itinerari…, p. 60-61.
[136] Zanella, Itinerari…, p. 56-59.
[137] Zanella, Itinerari…, p. 59.
[138] Zanella, Itinerari…, p. 63.
[139] Zanella, Itinerari…, p. 57.
[140] Zanella, Itinerari…, p. 62.
[141] A. Thompson, Cities of God: The religion of the Italian Communes, 1125-1325, Pensylvania State University 2005, pp. 432-433.
[142] Le Roy Ladurie, Montaillou, pp. 91-92. James Buchanan Given, Inquisition and medieval society: power, discipline and resistance in Languedoc, Cornel University 1997, pp 151-155.  Η ομολογία της Grazida σε αγγλική μετάφραση στο Peter Dronke, Women writers of the Middle Ages: a critical study of texts from Hildegard of Bingen to Marguerite Porete , Cambridge 1984,  p. 204-5.
[143] G. G. Merlo, Eretici e inquisitori nella società piemontese del trecento, Turin 1977, p. 43.
[144] Malcolm Lambert, The Cathars, p. 295.
[145] M. Esposito, Un ‘auto da fé’ à Chieri en 1412, Revue Histoire Ecclesiastique 42 (1947), pp. 422-432.

© 2011 impantokratoros.gr
Επιτρέπεται η χρήση, διάθεση και αναπαραγωγή του υλικού του ιστοχώρου, κατόπιν αδείας του διαχειριστή του ιστοχώρου,  αρκεί να διατηρείται το αρχικό νόημα χωρίς περικοπές, που πιθανόν να το αλλοιώνουν, για μη εμπορικούς σκοπούς,
με  βασική προϋπόθεση την αναφορά στην πηγή: 
http://www.impantokratoros.gr/katharoi-d.el.aspx







Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου
Powered by active³ CMS - 29/3/2024 4:40:34 μμ