Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος Λέκτωρ Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ
ΜΕ ΘΕΜΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΝΕΟΕΙΔΩΛΟΛΑΤΡΙΑΣ

Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι υπάρχουν δύο τάσεις στους Νεοπαγανιστικούς κύκλους. Η πρώτη είναι έντονα αντιχριστιανική και θεωρεί ότι δεν συμβιβάζονται Ελληνισμός και Χριστιανισμός. Η δεύτερη πιο συναινετική και συμβιβαστική, αποδεχόμενη όμως τη σκληρή κριτική των πρώτων εναντίον του «Ιουδαιοχριστιανισμού». Πιστεύει όμως σε μια συνέχεια ελληνοχριστιανική, σε μια συνύπαρξη αρχαίου και χριστιανικού κόσμου, υπό την έννοια ασφαλώς ότι ο Χριστιανισμός δεν έχει προσθέσει πολλές δικές του πρωτόπυπες ιδέες, αφού τα περισσότερα σχεδόν είναι αντιγραφή και παραλλαγή των ιδεών της αρχαιότητας.

Επί του σημείου αυτού, λοιπόν, θα πρέπει να εστιαστεί και η κριτική ημών των Ορθοδόξων Χριστιανών. Διότι γνωρίζουμε ασφαλώς από την ιστορία ότι ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός θέλησε την αναβίωση του αρχαιοελληνικού κόσμου, χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να υποστηρίξει τον Αγιο Μάρκο τον Ευγενικό στη Φερράρα-Φλωρεντία. Υπήρξε δηλαδή ανθενωτικός, διότι πίστευε στη λεγόμενη φιλοσοφική και ιστορική συνέχεια αρχαιότητας και ορθοδόξου Χριστιανισμού. Βέβαια και στην περίπτωση αυτή έχουμε μια έμμεση και συγκαλυμμένη υποτίμηση του Χριστιανισμού, αφού αυτός εμφανίζεται ως αντιγραφή του αρχαιοελληνικού κόσμου. Στην τάση αυτή των Νεοπαγανιστων υπάρχει μάλιστα και η άποψη (φαινομενικά φιλική προς τον Χριστιανισμό) ότι δεν ήταν οι ΄Ελληνες Χριστιανοί που κατέστρεψαν τα ιερά της ειδωλολατρίας, αλλά οι Ιουδαίοι Χριστιανοί, εισάγοντας έτσι φυλετισμό και ρατσισμό στην υπερφυλετική Ορθοδοξία.

Κρίνω ότι οι απόψεις αυτές είναι περισσότερο επικίνδυνες και γι' αυτό θα πρέπει να αποδειχθεί ότι «χάος» χωρίζει τον Χριστιανισμό από το αρχαιοελληνικό κοσμοείδωλο. Στον Χριστιανισμό δεν υπάρχει καμμιά φιλοσοφική αντιγραφή, παράμόνο διαφορετική νοηματοδότηση αρχαιοελληνικής φιλοσοφικής ορολογίας.

Ενδεικτικά αναφέρω ορισμένες βασικές διαφορές.

1) Στην αρχαιότητα η Ειμαρμένη είναι πάνω από θεούς και ανθρώπους, ενώ στον Χριστιανισμό δεν υπάρχει καμμία έννοια μοιρολατρίας παρά μόνο ο Παντοδύναμος ελεύθερος προσωπικός Θεός.

2) Στον αρχαίο Ελληνισμό ο Θεός (προκειμένου για τους φιλοσόφους) ήταν μέρος του αιώνιου κόσμου (κοσμική φωτιά για τους Στωϊκούς). Ο Θεός ήταν απλώς μορφοποιός και όχι δημιουργός του κόσμου, αφού σχηματοποιούσε από προϋπάρχουσα ύλη το κόσμο. Στο Χριστιανισμό η ουσία του Θεού ως πνευματική διαφέρει της υλικής ουσίας του κόσμου και υπάρχει απόλυτη διάκριση της κτιστής από την άκτιστη πραγματικότητα. Ο Θεός δημιουργεί από το μηδέν την κτιστή πραγματικότητα χωρίς προϋπάρχουσα ύλη. «Εκ του μη όντος εις το είναι ημάς παρήγαγες». Τόσο ο πολυθεϊσμός, όσο και ο μονοθεϊσμός της αρχαιότητας ισοδυναμούν με φυσιολατρία και πανθεϊσμό, κάτι που δεν υπάρχει στον Χριστιανισμό, διότι δεν έχουμε απορροή του κόσμου εκ της ουσίας του Θεού.

3) Μόνο στον Χριστιανισμό έχουμε διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό. Έτσι αποφεύγεται ο κίνδυνος του αγνωστικισμού και του πανθεϊσμού, διότι ο απρόσιτος κατά την ουσία Θεός γίνεται μεθεκτός και προσιτός με τις ενέργειές του.

4) Στην αρχαιότητα έχουμε κυκλική θεώρηση του κόσμου, ενώ στον Χριστιανισμό σπειροειδή και ευθύγραμμη. Κατ' αυτόν τον τρόπο ο φαύλος κύκλος της απαισιοδοξίας στην αρχαιότητα που ευθύνεται για την ιδέα των πλατωνικών μετενσαρκώσεων, γίνεται ευθύγραμμη πορεία ανόδου, προόδου και αισιοδοξίας, αφού στο τέλος του κοσμικού χρόνου ακολουθεί η «όγδοη ημέρα», ως υπεριστορική και εσχατολογική πραγματικότητα. Στον Χριστιανισμό η ιστορία δεν υποτάσσεται στους κυκλικά επαναλαμβανόμενους ρυθμούς της φύσης και της τύχης, αλλά έχει καταστάσεις πρωτοτυπίας και νέας εμπειρίας. Τα ιστορικά γεγονότα αποκτούν έτσι ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο χαρακτήρα.

5) Στην αρχαιότητα το κακό αποκτά οντολογική υπόσταση, ιδιαίτερα στους κύκλους του Μανιχαϊκού διπολισμού. Στον Χριστιανισμό θεωρείται ως έλλειψη του καλού και ως μη ον.

6) Στην αρχαιότητα το σώμα υπερτιμάται ή υποτιμάται. Στον Πλάτωνα θεωρείται ως Σήμα (τάφος) της ψυχής . Στον Χριστιανισμό το σώμα ως δημιούργημα του Θεού θεωρείται «λίαν καλό» και ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα. Ο αρχαίος ελληνισμός αποδέχεται μόνο την αθανασία της ψυχής, όταν ο Απόστολος Παύλος τους περιγράφει την ανάσταση του σώματος.

7) Στην κοινωνική διδασκαλία έχουμε υποτίμηση της γυναίκας, δικαιολόγηση του θεσμού της δουλείας (Αριστοτέλης) και ανθρωποκεντρική θεώρηση των πραγμάτων. Στον Χριστιανισμό διακηρύσσεται η ισοτιμία (όχι ισότητα) ανδρός και γυναικός και η κατάργηση της δουλείας (ουκ ένι άρσεν και θήλυ, ουδέ δούλος και ελεύθερος).

8) Στην αρχαιότητα οι πιστοί δεν εισέρχονται στα ιερά, παρά μόνο στον προαύλιο χώρο, διότι είχαν την αίσθηση του φόβου και της απόστασης του Θεού. Στον Χριστιανισμό η ενσάρκωση του Χριστού φέρνει κοντά τον άνθρωπο στον Θεό και άνθρωπος αποκτά την άνεση και την οικειότητα να εισέλθει στον οίκο του Θεού.

9) Σε ορισμένες Ορθόδοξες εκκλησίες στον νάρθηκα εικονίζονται οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ( Σωκράτης και Πλάτων) και όχι στον κυρίως ναό. Αναγνωρίζεται έτσι η προσφορά τους για την μερική υπέρβαση της πολυθεϊας και ειδωλατρίας, καθώς και οι μεγάλες φιλοσοφικές συλλήψεις (σπερματικός λόγος), αλλά η απόσταση με τον Χριστιανισμό παραμένει μεγάλη.

10) Κατά τον Ιουστίνο, φιλόσοφο και μάρτυρα, ο Σωκράτης ψάχνει τον ένα πραγματικό Θεό (γεγονός για το οποίο καταδικάζεται), αλλά ομολογεί την δυσκολία του εγχειρήματος. Ο Χριστός όμως έρχεται με την δύναμή Του να δώσει σάρκα και οστά στις αναζητήσεις περί δικαιοσύνης και νίκης επί του θανάτου.

Το ζήτημα της μονιστικής οντολογίας του Ηρακλείτου, που ενώνει τα αντίθετα, υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσει σε ηθικό, εννοιολογικό σχετικισμό και μηδενισμό. Η ένωση των αντιθέτων είναι προσφιλές ζήτημα και της φιλοσοφίας των Ανατολικών θρησκευμάτων. Και στις δύο περιπτώσεις το καλό και το κακό συμφύρονται, σχετικοποιούνται και αναμειγνύονται. Το αποτέλεσμα είναι να μην έχουμε διάκριση καλού και κακού, ούτε θέληση και αγώνα για υπέρβαση και αντιμετώπιση αδίκων, κακών και οδυνηρών καταστάσεων της ανθρώπινης κοινωνικής ζωής. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο η στωϊκή απάθεια έχει πολλές ομοιότητες και συγγένειες με την βουδιστική απάθεια, αφού οδηγούν επίσης σε ασυγκινησία και αδιαφορία. Εδώ πλέον απουσιάζουν οι έννοιες της φιλανθρωπίας, της αλληλεγγύης προς ενδεείς και πάσχοντες συνανθρώπους μας. Το χριστιανικό «συμπάσχω και συνωδίνω» είναι απαράδεκτο από βουδιστικής και στωϊκής πλευράς.

Έτσι άλλωστε γίνεται κατανοητή η συχνή αναφορά διαφόρων Γκουρού στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία, (μολονότι πολλοί φιλόσοφοι π.χ. Σωκράτης , Πλάτωνας, Αριστοτέλης ξεκαθαρίζουν το καλό από  το κακό, την αρετή από την κακία και κάνουν συχνά λόγο για το αγαθό), όπως αυτής του Γκουρού Ραζνί, ο οποίος δηλώνει ότι «οι Έλληνες θα πρέπει να καταδικάσουν το Βυζάντιο και να στραφούν στην αρχαία Ελλάδα»(1).

Σχετικά με αυτά που ειπώθηκαν σε προηγούμενη εισήγηση για τους κανόνες της Καρθαγένης (419 μ.χ.), ειναι ανάγκη να τονισθούν τα εξής: Σύμφωνα με τον Π. Μπούμη οι διατάξεις της Καρθαγένης είναι αιτήματα μάλλον παρά κανόνες. Διότι ζητούν από τους βασιλείς να εξαλείψουν «τα εγκαταλείμματα των ειδώλων τα κατά πάσαν την Αφρικήν». Φαίνεται ότι είναι οι μοναδικοί κανόνες που ζητούν κάτι τέτοιο και μάλλον αποτελούν εξαίρεση, δεδομένου ότι αποφεύγουν όλοι οι άλλοι κανόνες των Συνόδων να ζητήσουν βίαιη δράση από την Πολιτεία, προκειμένου να επιβληθεί ο Χριστιανισμός. Άλλωστε ο Άγ. Ιωάννης Χρυσόστομος τονίζει ότι δεν είναι σωστό να καταστρέφουμε την πλάνη με τον εξαναγκασμό και την βία, αλλά να εργαζόμαστε, για την σωτηρία των ανθρώπων με την πειθώ και τον λόγο.

Εκ του περιοδικού Θεοδρομία
Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου Θεσσαλονίκη 25 - 27 Μαΐου 2003 


Όσοι έχουν διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο συνήθως διαβάζουν επίσης τα παρακάτω:


Print-icon 


Εγγραφή στο κανάλι μας στο Viber
Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης