Του αγίου Πατρός και Διδασκάλου της Εκκλησίας μας, Ιωάννη του Δαμασκηνού

ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΟΣ ΠΡΟΣ OΣΟΥΣ ΔΙΑΒΑΛΛΟΥΝ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

1. Θα έπρεπε βέβαια εμείς, συναισθανόμενοι πάντοτε την αναξιότητά μας, να σιωπούμε και να εξομολογούμαστε στον Θεό τις αμαρτίες μας, αλλά όταν όλα στον καιρό τους είναι καλά· επειδή όμως βλέπω την Εκκλησία, την οποία ο Θεός έκτισε πάνω στο θεμέλιο των αποστόλων και των προφητών με ακρογωνιαίο λίθο τον Χριστό τον Υιό Του, να βάλλεται, σαν σε θαλάσσια φουρτούνα που υψώνεται με αλλεπάλληλα κύματα, και να ανακατώνεται και να αναταράσσεται από τη βίαιη πνοή των πονηρών πνευμάτων, και τον χιτώνα του Χριστού, τον υφασμένο με τη χάρη του Θεού, Αυτόν που οι απόγονοι των ασεβών θέλουν με αυθάδεια να κομματιάσουν, τον βλέπω να σχίζεται, και το σώμα Του, δηλαδή τον λαό του Θεού και τη θεοπαράδοτη από παλιά διδασκαλία της Εκκλησίας να κατακερματίζεται σε διάφορες δοξασίες, γι' αυτό θεώρησα πως δεν είναι σωστό να σιωπώ και να δέσω τη γλώσσα μου, φέροντας στη σκέψη μου την απόφαση που απειλεί λέγοντας: «ν ποστείληται, οκ εδοκε ψυχή μου ν ατ· δ δίκαιος κ πίστεώς μου ζήσεται(:εάν κανείς κρύψει κάτι από φόβο και το συγκαλύψει, δεν επαναπαύεται η ψυχή μου σε αυτόν)»[Αββακ.2,4] και «άν δς τήν ομφαίαν ρχομένην και μή ναγγείλς τ δελφ σου, κ σο κζητήσω τ αμα ατο (:αν δεις το φονικό μαχαίρι να πλησιάζει και δεν ειδοποιήσεις τον αδελφό σου, θα ζητήσω το αίμα του από σένα)»[Ιεζ. 33,8].

Επειδή λοιπόν με τάρασσε αφόρητος φόβος, αποφάσισα να μιλήσω, χωρίς να υπολογίσω μπροστά στην αλήθεια το μεγαλείο των βασιλέων· γιατί άκουσα τον θεοπάτορα Δαβίδ να λέει: «Κα λάλουν ν τος μαρτυρίοις σου ναντίον βασιλέων κα οκ σχυνόμην» (: Και μιλούσα για τις μαρτυρίες και τις εντολές Σου μπροστά σε βασιλιάδες και δεν ντρεπόμουνα αλλά με κάθε παρρησία μιλούσα μπροστά σε αυτούς)» [Ψαλμ.118,46] και μάλιστα κεντριζόμουνα από αυτό ακόμα πιο πολύ να μιλήσω. Γιατί είναι φοβερό πράγμα ο λόγος του βασιλιά που καταδυναστεύει τους υπηκόους, και είναι ανέκαθεν λίγοι εκείνοι που περιφρόνησαν τα βασιλικά διατάγματα, όσοι δηλαδή γνωρίζουν ότι ο επίγειος βασιλιάς εξουσιάζεται από τον Θεό και ότι οι νόμοι είναι ισχυρότεροι των βασιλέων.

2. Πριν από όλα, αφού στερέωσα στον λογισμό, σαν σε κάποια καρίνα ή θεμέλιο, τη διαφύλαξη της εκκλησιαστικής παραδόσεως, με την οποία είναι φυσικό να εξασφαλίζεται η σωτηρία, άνοιξα τη βαλβίδα του λόγου και σαν άλογο καλά χαλιναγωγημένο το παρακίνησα να ξεκινήσει από την αφετηρία. Γιατί πραγματικά νόμισα πως είναι πάρα πολύ φοβερό η Εκκλησία που λάμπει με τόσα προτερήματα και είναι στολισμένη με τις θεοδίδακτες παραδόσεις των ευσεβεστάτων πατέρων να επιστρέφει στα φτωχά πράγματα, επειδή φοβάται εκεί που δεν υπάρχει φόβος, και, σαν να μην έχει γνωρίσει τον αληθινό Θεό, να παίρνει τον κατήφορο της ειδωλολατρίας και να εγκαταλείπει την τελειότητα για ασήμαντες αφορμές, σαν να έχει ένα μικρό ψεγάδι σε ένα ωραιότατο πρόσωπο που με την αδιόρατη παρεμβολή του καταστρέφει το σύνολο της ομορφιάς. Γιατί το μικρό δεν είναι μικρό, όταν προξενεί μεγάλο κακό, όπως δεν είναι μικρό ψεγάδι το να ανατραπεί η θεοδίδακτη παράδοση της Εκκλησίας, πράγμα που καταδίκασαν οι προηγούμενοι οδηγοί μας, των οποίων είναι χρέος μας, αφού εξετάσουμε καλά την πολιτεία τους, να μιμούμαστε την πίστη τους[Εβρ.13,17: «Μνημονεύετε τν γουμένων μν, οτινες λάλησαν μν τν λόγον το Θεο, ν ναθεωροντες τν κβασιν τς ναστροφς μιμεσθε τν πίστιν»(:Να υπακούτε στους πνευματικούς προϊσταμένους σας και να υποτάσσεστε τελείως σε αυτούς· διότι αυτοί αγρυπνούν για τη σωτηρία των ψυχών σας, καθώς θα δώσουν λόγο στον Χριστό για τις ψυχές σας. Να τους υπακούτε, για να ενθαρρύνονται με την υπακοή σας, ώστε να επιτελούν το έργο τους αυτό με χαρά και όχι με στεναγμούς. Άλλωστε δεν σας συμφέρει να στενάζουν εξαιτίας σας οι πνευματικοί σας προεστοί, επειδή ο Θεός θα σας τιμωρήσει γι’ αυτό)»].

3. Παρακαλώ λοιπόν θερμά πρώτα τον παντοκράτορα Κύριο, μπροστά στον Οποίο όλα είναι γυμνά και ολοφάνερα, προς τον Οποίο απευθύνεται ο λόγος μου και ο Οποίος γνωρίζει στην περίπτωση αυτή την καθαρότητα της ταπεινής μου γνώμης και την ειλικρίνεια του σκοπού μου, να μου δώσει λόγο με το άνοιγμα του στόματός μου, και αφού πάρει στα χέρια του τα χαλινάρια του νου μου, να τον αποσπάσει προς τον εαυτό του, για να τραβήξω τον δρόμο μπροστά και ίσια, χωρίς να παρεκκλίνω προς εκείνα που νομίζονται καλά ή όσα είναι γνωστά ως ολότελα εσφαλμένα. Έπειτα, παρακαλώ όλον τον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, το βασίλειο ιεράτευμα, μαζί με τον καλό ποιμένα του λογικού ποιμνίου του Χριστού, ο οποίος απεικονίζει στον εαυτό του την ιεραρχία του Χριστού, να δεχθούν με αγαθή διάθεση τον λόγο μου, χωρίς να δίνουν σημασία στην ελάχιστη αξία του, ή να αναζητούν ευστροφία λόγων, γιατί σε αυτά δεν είμαι ειδήμων ο φτωχός εγώ, αλλά να ζητούν τη δύναμη των νοημάτων. «Ο γρ ν λόγ βασιλεία το Θεο, λλ᾿ ν δυνάμει(:διότι η βασιλεία του Θεού δεν στερεώνεται στις ψυχές των πιστών με ευγλωττία, αλλά με θεία δύναμη που ελκύει και οικοδομεί τις καρδιές στον Χριστό)» [Α΄Κορ. 4,20])· άλλωστε σκοπός μου δεν είναι να νικήσω, αλλά να απλώσω χέρι στην αλήθεια που πολεμείται, χέρι δυνάμεως που το απλώνει η αγαθή διάθεση. Αφού λοιπόν επικαλέστηκα ως βοηθό την Ενυπόστατη αλήθεια, θα αρχίσω από εδώ τον λόγο μου.

4. Γνωρίζω εκείνον που αδιάψευστα είπε: «Κύριος Θες μν Κύριος ες στι· (:Κύριος ο Θεός μας είναι ο ένας και μόνος Κύριος)»[ Δευτ. 6,4] και «Κύριον τν Θεόν σου φοβηθήσ κα ατ μόν λατρεύσεις (:Κύριο τον Θεό σου θα ευλαβείσαι και Αυτόν μόνο θα λατρεύσεις)»[Δευτ.6,13] και «οκ σονταί σοι θεο τεροι»(:δεν θα υπάρχουν για σένα άλλοι θεοί)»[Δευτ. 5,7] και «ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς(:δεν θα κατασκευάσεις κανένα γλυπτό ομοίωμα, από όσα υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη)»[Δευτ.5,8] και «ασχυνθήτωσαν πάντες ο προσκυνοντες τος γλυπτος(: ας καταισχυνθούν όλοι όσοι προσκυνούν τα γλυπτά είδωλα)»[Ψαλμ.96,7] και «θεοί, ο τν ορανν κα τν γν οκ ποίησαν, πολέσθωσαν(: θεοί, οι οποίοι δεν δημιούργησαν και δεν κατασκεύασαν τον ουρανό και τη γη, να χαθούν)»[Ιερ.10,11] και όλα όσα κατά αντίστοιχο τρόπο ο Θεός αφού μίλησε στους πατέρες μας μέσω των προφητών, κατά τις έσχατες ημέρες μίλησε με μας μέσω του μονογενούς Υιού Του, με τον Οποίο δημιούργησε το σύμπαν[ πρβ. Εβρ.1,1-2 :«Πολυμερς κα πολυτρόπως πάλαι Θες λαλήσας τος πατράσιν ν τος προφήταις, π᾿ σχάτου τν μερν τούτων λάλησεν μν ν υἱῷ, ν θηκε κληρονμον πντων, δι' ο κα τος αἰῶνας ποησεν (:Πολλές φορές και με πολλούς τρόπους στα παλαιότερα χρόνια της προ Χριστού εποχής μίλησε ο Θεός στους προγόνους μας με το στόμα των προφητών. Σ’ αυτούς όμως εδώ τους έσχατους καιρούς, που τελείωσε η εποχή της Παλαιάς Διαθήκης, μας μίλησε διαμέσου του Υιού Του, τον Οποίο κατέστησε κληρονόμο και κύριο όλων των κτισμάτων. Μέσω Αυτού ο Θεός δημιούργησε και όλα όσα έγιναν μέσα στον χρόνο)»]. Γνωρίζω εκείνον που είπε: «Ατη δέ στιν αώνιος ζωή, να γινώσκωσί σε τν μόνον ληθινν Θεν, κα ν πέστειλας ησον Χριστόν (:Αυτή είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουν οι άνθρωποι συνεχώς όλο και περισσότερο Εσένα, τον μόνο αληθινό Θεό, και τον Ιησού Χριστό, τον Οποίο απέστειλες στον κόσμο, έχοντας ζωντανή επικοινωνία με σένα και απολαμβάνοντας τις άπειρες τελειότητές Σου)»[Ιω.17,3]. Πιστεύω σε ένα Θεό, μια αρχή των όλων, άναρχο, άκτιστο, άφθαρτο και αθάνατο, αιώνιοι και αΐδιο, ακατάληπτο, ασώματο, αόρατο, απερίγραπτο, ασχημάτιστο, μια ουσία υπερουσία, υπέρθεη θεότητα, σε τρεις υποστάσεις, σε Πατέρα και Υιό και άγιο Πνεύμα, και Αυτόν μόνο λατρεύω και σε Αυτόν μόνο προσφέρω τη λατρευτική προσκύνηση. Ένα Θεό προσκυνώ, μία θεότητα, αλλά λατρεύω και τρεις υποστάσεις, Θεό Πατέρα και Θεό Υιό σαρκωμένο και Θεό άγιο Πνεύμα, έναν Θεό.

Δεν προσκυνώ την κτίση αντί για τον Κτίστη, αλλά προσκυνώ τον Κτίστη που κτίσθηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό της θείας φύσεως[πρβ. Β΄Πέτρ. 1,4: «δι᾿ ν τ τίμια μν κα μέγιστα παγγέλματα δεδώρηται, να δι τούτων γένησθε θείας κοινωνο φύσεως ποφυγόντες τς ν κόσμ ν πιθυμί φθορς(: με την ένδοξη τελειότητά Του μας έχει χαρίσει τις πιο πολύτιμες και μεγάλες υποσχέσεις, για να γίνετε κι εσείς, καθώς θα παρακινείστε και θα ενισχύεστε από αυτές, μέτοχοι της θείας φύσεως. Να γίνετε δηλαδή άγιοι και μέτοχοι της ζωής του Χριστού, αφού απαλλαγείτε από τη διαφθορά του κόσμου, η οποία προέρχεται από κάθε αμαρτωλή επιθυμία)»]. Μαζί με τον βασιλιά και Θεό, προσκυνώ και την αλουργίδα του σώματος[:ολομέταξο πορφυρό βασιλικό ένδυμα, με το οποίο εδώ ο ιερός πατήρ παρομοιάζει το ανθρώπινο πρόσλημμα του Υιού], όχι σαν ένδυμα, ούτε σαν τέταρτο πρόσωπο -μακριά μια τέτοια βλασφημία-, αλλά ως ομόθεη που διετέλεσε και έγινε, όπως και αυτό το ίδιο που την έχρισε, αμετάβλητη. Γιατί δεν έγινε θεότητα η φύση της σάρκας, αλλά όπως ακριβώς ο Λόγος έγινε σάρκα χωρίς να υποστεί τροποποίηση και παρέμεινε ό,τι ήταν και πριν, έτσι και η σάρκα έγινε Λόγος, χωρίς να χάσει αυτό ακριβώς που είναι, ταυτιζόμενη βέβαια με τον Λόγο κατά την υπόσταση. Γι΄αυτό παίρνω το θάρρος και εικονίζω τον αόρατο Θεό, όχι ως αόρατο, αλλά ως ορατό που έγινε για μας προσλαμβάνοντας σάρκα και αίμα. Δεν εικονίζω την αόρατη θεότητα, αλλά εικονίζω τη σάρκα του Θεού που έγινε ορατή. Γιατί, αν είναι αδύνατο να εικονίσεις την ψυχή, πόσο μάλλον τον Θεό που έδωσε στην ψυχή την άυλη ιδιότητα;

5. Αλλά λένε: «Είπε ο Θεός μέσω του νομοθέτη Μωυσή: “Κύριον τν Θεόν σου φοβηθήσ κα ατ μόν λατρεύσεις (:Τον Κύριο τον Θεό σου να προσκυνάς και Αυτόν μόνο να λατρεύεις)”[Δευτ.6,13] και “ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς»(:να μην κατασκευάσεις κανένα είδωλο για να το λατρεύεις, ούτε ομοίωμα κανενός από εκείνα που υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επιφάνεια της γης)”» [Δευτ.5,8].

Αδελφοί, πραγματικά πλανώνται όσοι δεν γνωρίζουν τις Γραφές, ότι δηλαδή «τ γρ γράμμα ποκτείνει, τ δ πνεμα ζωοποιε(:ο γραπτός νόμος, επειδή δεν δίνει στον άνθρωπο την ενίσχυση και την εφαρμογή του, οδηγεί στον πνευματικό θάνατο. Το πνεύμα όμως της Καινής Διαθήκης, με τη χάρη και την ενίσχυση που μεταδίδει στους πιστούς, τους δίνει ζωή)»[Β΄Κορ.3,6], όσοι δεν ερευνούν το πνεύμα που κρύβεται κάτω από το γράμμα. Προς αυτούς θα άξιζε να πω: «Εκείνος που σας δίδαξε αυτό, ας σας διδάξει και το επόμενο. Μάθε λοιπόν ότι κάπως έτσι τα ερμηνεύει ο νομοθέτης στο Δευτερονόμιο, λέγοντας: «κα λάλησε Κύριος πρς μς κ μέσου το πυρς· φωνν ημάτων, ν μες κούσατε, κα μοίωμα οκ εδετε, λλ᾿ φωνήν(: και μίλησε εκεί ο Κύριος προς εσάς μέσα από το πυρ με λόγια ανθρώπου, που τα ακούσατε οι ίδιοι. Δεν είδατε όμως καμία μορφή, αλλά μόνο φωνή ακούσατε)»[Δευτ.4,12] Και λίγο παρακάτω: «κα φυλάξεσθε σφόδρα τς ψυχς μν, τι οκ εδετε μοίωμα ν τ μέρ, λάλησε Κύριος πρς μς ν Χωρβ ν τ ρει κ μέσου το πυρός μ νομήσητε κα ποιήσητε μν αυτος γλυπτν μοίωμα πσαν εκόνα μοίωμα ρσενικο θηλυκο, μοίωμα παντς κτήνους τν ντων π τς γς, μοίωμα παντς ρνέου πτερωτο(: και να προσέξετε πολύ τους εαυτούς σας, διότι δεν είδατε καμία μορφή ειδώλου την ημέρα εκείνη, κατά την οποία μίλησε προς εσάς ο Κύριος στο όρος Χωρήβ, μέσα από το πυρ. Να μην παρανομήσετε και κάνετε για τους εαυτούς σας είδωλο γλυπτό, κάθε είδους εικόνα που να έχει μορφή αρσενικού ή θηλυκού, ή μορφή κάθε ζώου από όσα υπάρχουν στην επιφάνεια της γης, ή μορφή κάθε πτηνού, που έχει φτερά και πετά κάτω από τον ουρανό)»  Δευτ.4,15-17] και τα λοιπά, και ύστερα από μερικά: «κα μ ναβλέψας ες τν ορανν κα δν τν λιον κα τν σελήνην κα τος στέρας κα πάντα τν κόσμον το ορανο, πλανηθες προσκυνήσς ατος κα λατρεύσς ατος(:και πρόσεξε ώστε, όταν σηκώσεις τα βλέμματά σου προς τον ουρανό και δεις τον ήλιο και το φεγγάρι και τα άστρα και όλον τον στολισμό του ουρανού, να μην πλανηθείς από το μεγαλείο τους και προσκυνήσεις και λατρεύσεις σαν θεούς αυτά)» [Δευτ.4,19].

6. Βλέπεις πως ένας είναι ο σκοπός, να μη λατρεύουν την κτίση αντί για τον Κτίστη, ούτε να της προσφέρουν λατρευτική προσκύνηση, παρά μόνο στον Δημιουργό. Γι΄αυτό παντού συνδυάζει τη λατρεία με την προσκύνηση. Λέει λοιπόν πάλι: «Οκ σονταί σοι θεο τεροι πρ προσώπου μου, ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς, ο προσκυνήσεις ατος οδ μ λατρεύσς ατος, τι γώ εμι Κύριος Θεός σου(:Δεν θα έχεις άλλους θεούς, για να τους λατρεύεις εμπρός μου. Δεν θα κατασκευάσεις είδωλο, για να το λατρεύεις, ούτε ομοίωμα κανενός από εκείνα που υπάρχουν επάνω στον ουρανό και κάτω στη γη και μέσα στα νερά, κάτω από την επιφάνεια της γης. Δεν θα προσκυνήσεις και δεν θα λατρεύσεις αυτά τα είδωλα και ομοιώματα, διότι Εγώ είμαι ο μόνος Κύριος, ο Θεός σου)»[Δευτ.5,7-9]· και πάλι: «Τούς βωμος ατν καθελετε κα τάς στήλας ατν συντρίψετε κα τ λση ατν κκόψετε, κα τ γλυπτ τν θεν ατν κατακαύσετε ν πυρί·ο γρ μ προσκυνήσητε θεος τέροις(: τους βωμούς, όπου θυσιάζουν αυτοί στους θεούς τους, θα τους γκρεμίσετε, και τις στήλες που τις έχουν σαν σύμβολα των θεών τους, θα τις συντρίψετε και τα μικρά δάση, όπου λατρεύουν τους θεούς τους, θα τα κόψετε τελείως και τα αγάλματα των θεών τους θα τα κατακαύσετε στο πυρ. Διότι δεν πρέπει να προσκυνήσετε θεούς άλλους)»[Έξ.34, 13-14]. Και λίγο παρακάτω: «κα θεος χωνευτος ο ποιήσεις σεαυτ(:και δεν θα φτιάξεις θεούς σε χυτήρια, είδωλα δηλαδή για να τα έχεις και να τα λατρεύεις)»[Έξ.34,17].

7. Βλέπεις ότι εξαιτίας της ειδωλολατρίας απαγορεύει την εικονογραφία και ότι είναι αδύνατο να εικονίζεται ο άποσος και απερίγραπτος και αόρατος Θεός. «Οτε φωνν ατο κηκόατε πώποτε οτε εδος ατο ωράκατε(: ούτε τη φωνή Του έχετε ακούσει ποτέ έως τώρα, ούτε τη μορφή Του έχετε δει˙ διότι ο Θεός είναι αόρατος και δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς με τις σωματικές του αισθήσεις)» [Ιω.5,37], όπως είπε και ο Παύλος όταν στάθηκε στη μέση του Αρείου Πάγου: «Γένος ον πάρχοντες το Θεο οκ φείλομεν νομίζειν χρυσ ργύρ λίθ, χαράγματι τέχνης κα νθυμήσεως νθρώπου, τ θεον εναι μοιον»(:Αφού λοιπόν είμαστε γενιά του Θεού και απ’ αυτόν αποκτήσαμε ζωντανή και πνευματική φύση, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η θεότητα είναι κάτι που μοιάζει με τα άψυχα και τα νεκρά αντικείμενα˙ με το χρυσάφι δηλαδή ή το ασήμι ή το μάρμαρο, που έχουν χαραχθεί και πελεκηθεί από τη γλυπτική τέχνη και την καλλιτεχνική φαντασία και επινόηση του ανθρώπου σε μαρμάρινα ή ασημένια ή χρυσά αγάλματα και είδωλα. Όχι.)»[Πράξ.17,29].

8. Επομένως, αυτά είχαν νομοθετηθεί για τους Ιουδαίους που εύκολα γλιστρούσαν προς την ειδωλολατρία· εμείς όμως, για να μιλήσουμε θεολογικά, στους οποίους δόθηκε η δυνατότητα να αποφύγουμε την πλάνη της δεισιδαιμονίας και να πλησιάσουμε καθαρά τον Θεό, να γνωρίσουμε την αλήθεια και να λατρεύουμε μόνο τον Θεό, να αποκτήσουμε την τελειότητα της θεογνωσίας και, αφού ξεφύγουμε από τη νηπιακή κατάσταση, να φτάσουμε να γίνουμε τέλειοι άνδρες [πρβ.Εφ.4,13:«μέχρι καταντήσωμεν ο πάντες ες τν νότητα τς πίστεως κα τς πιγνώσεως το υο το Θεο, ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικίας το πληρώματος το Χριστο(: μέχρι να φθάσουμε να έχουμε όλοι μία και την ίδια αληθινή πίστη και τέλεια γνώση του Υιού του Θεού και να προοδεύσουμε πνευματικά, έως ότου γίνουμε ένας τέλειος άνθρωπος˙ και ν’ αποκτήσουμε το μέτρο της πνευματικής ωριμότητος και τελειότητος του Χριστού, δηλαδή να έχουμε πλήρεις τις δωρεές και την πνευματική τελειότητά Του)»], δεν βρισκόμαστε πια κάτω από την κηδεμονία παιδαγωγού[ πρβ. Γαλ.3,25: «λθούσης δ τς πίστεως οκέτι π παιδαγωγόν σμεν(: όταν λοιπόν ήλθε η νέα κατάσταση, στην οποία ισχύει η πίστη, δεν είμαστε πλέον κάτω από την παιδαγωγία του νόμου)»],αφού πήραμε από τον Θεό τη διακριτική ικανότητα και γνωρίζουμε τι είναι αυτό που εικονίζεται και τι είναι αυτό που δεν μπορεί να περιγραφεί με εικόνα. Γιατί λέει: «οτε εδος ατο ωράκατε(: ούτε τη μορφή Του έχετε δει˙ διότι ο Θεός είναι αόρατος και δεν τον αντιλαμβάνεται κανείς με τις σωματικές του αισθήσεις)»[Ιω.5,37]. Πόσο μεγάλη είναι η σοφία του νομοθέτη! Πώς να εικονιστεί το αόρατο; Πώς να παρασταθεί το απερίγραπτο; Πώς να ζωγραφιστεί αυτό που δεν έχει ποσότητα, όγκο και όρια; Πώς να αποδοθεί ο χαρακτήρας Αυτού που δεν έχει μορφή; Πώς να παρασταθεί με χρώματα το ασώματο;

Τι είναι λοιπόν αυτό που αποκαλύπτεται με αινιγματικό τρόπο; Είναι φανερό πως λέει: Όταν βλέπεις ο ασώματος να γίνεται άνθρωπος για σένα, τότε μπορείς να κάνεις την εικόνα της ανθρώπινης μορφής· όταν ο Αόρατος γίνεται Ορατός κατά τη σάρκα, τότε να απεικονίσεις το ομοίωμα Αυτού που φανερώθηκε· όταν ο ασώματος και ασχημάτιστος και άποσος και άπειρος και πέρα από κάθε μέγεθος με την υπεροχή της φύσεώς Του, Αυτός που, «ς ν μορφ Θεο πάρχων οχ ρπαγμν γήσατο τ εναι σα Θε(:ο Ιησούς Χριστός δηλαδή, αν και είχε την ίδια ουσία και φύση με τον Θεό Πατέρα και ως απαράλλακτη και ζωντανή εικόνα του Θεού είχε τη μορφή και τη φύση του Θεού, δεν θεώρησε την ισότητά του με τον Θεό Πατέρα αποτέλεσμα αρπαγής. Διότι εάν ήταν αποτέλεσμα αρπαγής, δεν θα τολμούσε να το αποθέσει, από φόβο μήπως το χάσει)»[Φιλ.2,6], παίρνοντας μορφή δούλου, με αυτήν τη μορφή περιορίζεται σε όρια ποσού και μέτρου και αποκτά χαρακτηριστικά σώματος, τότε σχεδίαζέ Τον σε πίνακες και βάλε Τον να Τον βλέπουν, Αυτόν που καταδέχτηκε να γίνει ορατός. Ζωγράφιζε την ανέκφραστη συγκατάβασή Του, τη γέννησή Του από την Παρθένο, τη βάπτισή Του στον Ιορδάνη, τη μεταμόρφωσή Του στο Θαβώρ, τα πάθη Του που παρέχουν απάθεια, τα θαύματα, τα σύμβολα της θείας φύσεώς Του, τα οποία πραγματοποιούνται με θεϊκή ενέργεια μέσα από την ενέργεια της σάρκας, τον σωτήριο σταυρό, την ταφή, την ανάσταση, την ανάληψη στους ουρανούς. Όλα να τα ιστορείς με λόγο και με χρώματα.

Μην φοβάσαι, μην διστάζεις˙γνωρίζω τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στη μια προσκύνηση από την άλλη. Κάποτε ο Αβραάμ προσκύνησε τους υιούς του Εμμώρ, όταν αγόρασε τη διπλή σπηλιά για να τη χρησιμοποιήσει ως τάφο, άνδρες ασεβείς που είχαν άγνοια του αληθινού Θεού [βλ. Γέν.23,7-12: «ναστς δ Αβραμ προσεκνησε τ λα τς γς, τος υος το Χτ, κα λλησε πρς ατος Αβραμ λγων· ε χετε τ ψυχ μν, στε θψαι τν νεκρν μου π προσπου μου, κοσατ μου κα λαλσατε περ μο ᾿Εφρν τ το Σαρ,  κα δτω μοι τ σπλαιον τ διπλον, στιν ατ, τ ν ν μρει το γρο ατο· ργυρου το ξου δτω μοι ατ ν μν ες κτσιν μνημεου.  ᾿Εφρν δ κθητο ν μσ τν υἱῶν Χτ· ποκριθες δ ᾿Εφρν Χετταος πρς Αβραμ επεν, κουντων τν υἱῶν Χτ κα τν εσπορευομνων ες τν πλιν πντων, λγων·  παρ᾿ μο γενο, κριε, κα κουσν μου· τν γρν κα τ σπλαιον τ ν ατ σο δδωμι· ναντον πντων τν πολιτν μου δδωκ σοι· θψον τν νεκρν σου·  κα προσεκνησεν Αβραμ ναντον το λαο τς γς (: όταν ο Αβραάμ είδε την προθυμία τους, σηκώθηκε και με ένα εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτισε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους. Κατόπιν τους μίλησε και τους είπε: “Αφού έχετε πράγματι την καλοσύνη και την επιθυμία να μου δώσετε την άδεια να θάψω τη νεκρή σύζυγό μου, τότε σας παρακαλώ ακούστε με και μεσιτεύσετε για λογαριασμό μου στον Εφρών, τον γιο του Σαάρ και ζητήστε από αυτόν να μου πουλήσει το διπλό σπήλαιο, το οποίο είναι στην άκρη του χωραφιού του. Ζητήστε από τον Εφρών να μου το πουλήσει στην πλήρη αξία του, τώρα, μπροστά σας, για να το αποκτήσω ως δικό μου και για να το κατέχω ως ιδιόκτητο τάφο”. Ο Εφρών, από τον οποίο ο Αβραάμ ζητούσε να αγοράσει το σπήλαιο, βρισκόταν στη συνάθροιση εκείνη των Χετταίων. Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια του Αβραάμ, του αποκρίθηκε μπροστά σε όλους τους Χετταίους που ήταν συγκεντρωμένοι στην είσοδο της πόλεως, και σε όλους όσοι έμπαιναν στην πόλη και του είπε: “Μάλιστα, κύριε· έλα κοντά μου και άκουσέ με σε όσα θα σου πω· το χωράφι μου και το σπήλαιο που υπάρχει σε αυτό, το δίνω σε σένα· να, σου τα έδωσα ως δικά σου παρουσία όλων των συμπολιτών μου· δέξου τα λοιπόν και θάψε με όλη την ελευθερία τον νεκρό σου”. Και τότε ο Αβραάμ με εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτησε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους)» και Πράξ.7,16: «κα μετετέθησαν ες Συμχ κα τέθησαν ν τ μνήματι νήσατο βραμ τιμς ργυρίου παρ τν υἱῶν μμόρ το Συχέμ(:Αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν στη Συχέμ και τοποθετήθηκαν στο μνήμα που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Εμμόρ, ο οποίος έμενε στη Συχέμ, πληρώνοντας το αντίτιμο σε ασημένια νομίσματα)»].

Ο Ιακώβ επίσης προσκύνησε τον αδελφό του Ησαύ [Γέν.33,3: «Ατς δ προλθεν μπροσθεν ατν κα προσεκύνησεν π τν γν πτάκις ως το γγίσαι τ δελφ ατο(:ο ίδιος ο Ιακώβ προχώρησε και μπήκε μπροστά από όλους ώστε ο πρώτος, που θα συναντούσε ο Ησαύ, να είναι αυτός· έτσι θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο πρώτος ο Ιακώβ. Μόλις ο Ησαύ πλησίασε, ο Ιακώβ προχώρησε προς αυτόν ταπεινά και μέχρις ότου φτάσει κοντά του, τον προσκύνησε ως μεγαλύτερο αδερφό του με γονάτισμα και σκύψιμο βαθύ έως τη γη επτά φορές)»] και τον Φαραώ], άνδρα Αιγύπτιο [Γέν.47,7: «εσήγαγε δ ωσφ ακβ τν πατέρα ατο κα στησεν ατν ναντίον Φαραώ, κα ηλόγησεν ακβ τν Φαραώ.(: και έφερε ο Ιωσήφ τον πατέρα του τον Ιακώβ και τον παρουσίασε στον Φαραώ και ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ)», αλλά προσκύνησε ακόμα και την άκρη του μπαστουνιού του Ιωσήφ[Γέν.47,31: «επε δέ· μοσόν μοι. κα μοσεν ατ. κα προσεκύνησεν σραλ π τ κρον τς άβδου ατο(:ο Ιακώβ όμως επέμεινε και του είπε: “Ορκίσου μου ότι θα το κάνεις”. Και ο Ιωσήφ ορκίστηκε στον πατέρα του. Τότε ο Ισραήλ, επειδή πίστεψε ότι ο Θεός θα βοηθούσε, ώστε να μεταφερθεί η σορός του στην Χαναάν για να ταφεί εκεί, έσκυψε και προσκύνησε τον Θεό, αφού ακούμπησε την κεφαλή του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στηριζόταν λόγω της γεροντικής αδυναμίας του. Με την προσκύνηση αυτή εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό)» και Εβρ.7,21: « δ μετ ρκωμοσίας δι το λέγοντος πρς ατόν· μοσε Κύριος, κα ο μεταμεληθήσεται· σ ερες ες τν αἰῶνα κατ τν τάξιν Μελχισεδέκ (:Ο Χριστός έγινε ιερεύς με όρκο. Ο όρκος αυτός δόθηκε από τον Θεό διαμέσου του ψαλμωδού, ο οποίος είπε προς τον Χριστό: “Ορκίστηκε ο Κύριος και δεν θα αλλάξει την απόφασή Του, και δεν θα αθετήσει τον όρκο Του: “Εσύ είσαι ιερεύς αιώνιος κατά την τάξη του Μελχισεδέκ”)»όμως προσκύνησαν, αλλά δεν λάτρευσαν.

Προσκύνησαν και ο Ιησούς του Ναυή[Ιησ.5,14: « δ επεν ατ· γ ρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυν παραγέγονα. κα ησος πεσεν π πρόσωπον π τν γν κα επεν ατ· δέσποτα, τί προστάσσεις τ σ οκέτ; (: εκείνος όμως του απάντησε: ‘’Όχι, δεν είμαι τίποτα από αυτά· εγώ είμαι αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου· έχω έλθει εδώ μόλις τώρα’’. Και ο Ιησούς σε ένδειξη βαθυτάτου σεβασμού και λατρευτικής προσκυνήσεως έπεσε με το πρόσωπο κατά γης και του είπε: ‘’ Δέσποτα, τι διατάζεις τον δούλο σου;’’)»] και ο Δανιήλ, άγγελο του Θεού [Δαν.8,17: «κα λθε κα στη χόμενος τς στάσεώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμβήθην, κα πίπτω π πρόσωπόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώπου· τι γρ ες καιρο πέρας ρασις(: και ήλθε και στάθηκε κοντά μου· και όταν με πλησίασε, κυριεύτηκα από υπερβολικό θαυμασμό, μεγάλη έκπληξη και φόβο και έπεσα αμέσως κάτω με το πρόσωπο κατά γης. Και εκείνος μου είπε: Υιέ ανθρώπου εννόησε τούτο: Το όραμα αυτό δεν θα εκπληρωθεί επί του παρόντος· το όραμα αυτό αποκαλύπτει τα έσχατα χρόνια, κατά τα οποία θα τελειώσει η βασιλεία των θηρίων και θα αναλάβουν πλέον την εξουσία οι άγιοι του Υψίστου)»], αλλά δεν τον λάτρευσαν. Γιατί άλλο πράγμα είναι η λατρευτική προσκύνηση και άλλο εκείνη που προσφέρεται τιμητικά σε εκείνους που υπερέχουν σε κάποιο αξίωμα.

9. Αλλά επειδή μιλάμε για την εικόνα και την προσκύνηση, ας κάνουμε γι’ αυτά μερικές διευκρινίσεις. Η εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα που φέρει τα χαρακτηριστικά του πρωτοτύπου, με κάποια διαφορά όμως προς αυτό. Γιατί η εικόνα δεν είναι όμοια εξ ολοκλήρου προς το αρχέτυπο. Εικόνα λοιπόν ζωντανή, φυσική και απαράλλακτη του αόρατου Θεού[Κολ.1,15: «ς στιν εκν το Θεο το οράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως(:Αυτός ο Υιός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, ο Οποίος δεν φαίνεται με τα σωματικά μας μάτια. Είναι πρωτότοκος, που δεν κτίσθηκε, αλλά γεννήθηκε από την ίδια την ουσία του Πατρός, πριν να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα)»] είναι ο Υιός, ο Οποίος φέρει στον εαυτό Του ολόκληρο τον Πατέρα και ταυτίζεται εξ ολοκλήρου προς Αυτόν, διαφέροντας μόνο ως προς το αιτιατό. Γιατί αίτιο φυσικό είναι ο Πατέρας, ενώ αιτιατό ο Υιός, επειδή δεν προέρχεται ο Πατέρας από τον Υιό, αλλά ο Υιός από τον Πατέρα. Από Αυτόν έξαλλου έχει την ύπαρξη, αν και όχι ύστερα από Αυτόν, πράγμα που σημαίνει τον γεννήτορα Πατέρα.

10. Υπάρχουν όμως και στον Θεό εικόνες και παραδείγματα, όσων πρόκειται να γίνουν από Αυτόν, δηλαδή η προαιώνια και πάντοτε αμετάβλητη βούλησή Του. Γιατί το θείο είναι κατά πάντα άτρεπτο και δεν υπάρχει σε αυτό καμιά μεταβολή ή σκιά μετατροπής[Ιακ.1,17: «Πσα δόσις γαθ κα πν δώρημα τέλειον νωθέν στι καταβανον π το πατρς τν φώτων, παρ᾿ οκ νι παραλλαγ τροπς ποσκίασμα(:Κάθε καλό που δίνεται στους ανθρώπους και κάθε τέλειο δώρο προέρχεται από τον ουρανό και κατεβαίνει από τον Θεό, ο Οποίος είναι ο δημιουργός των ουράνιων φωτεινών σωμάτων και η ύψιστη και μοναδική πηγή κάθε φωτισμού, φυσικού ή πνευματικού. Σ’ Αυτόν δεν υπάρχει καμία αλλοίωση και μεταβολή σαν αυτές που γίνονται στη σελήνη ή συντελούνται από τη διαδοχή της νύχτας και της ημέρας. Αλλά ούτε και σκιά υπάρχει σαν εκείνη που δημιουργείται από την περιστροφή και τη μετακίνηση των άστρων και των ουράνιων σωμάτων)»]. Αυτές τις εικόνες και τα παραδείγματα ονομάζει «προορισμούς» ο άγιος Διονύσιος[ο Αρεοπαγίτης], ο σπουδαίος γνώστης των θείων πραγμάτων, ο οποίος μαζί με τον Θεό μελέτησε τα σχετικά με τον Θεό πράγματα. Γιατί στη βούληση του Θεού ήταν αποτυπωμένα και απεικονισμένα όλα όσα είχαν προορισθεί από Αυτόν, πριν από τη δημιουργία, και θα γίνονταν οπωσδήποτε, ακριβώς όπως κάποιος που θέλει να κτίσει ένα σπίτι, συλλαμβάνει πρώτα και ζωγραφίζει το σχέδιο στο μυαλό του[Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί θείων ονομάτων, P. G. 3,824C].

11. Υπάρχουν επίσης και εικόνες των αοράτων και ατύπωτων πραγμάτων, τα οποία αποτυπώνονται σωματικά για να κατανοηθούν αμυδρά. Άλλωστε και η θεία Γραφή παρουσιάζει τον Θεό και τους αγγέλους με τύπους, και ο ίδιος θείος άνδρας[Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, Ρ G. 3], ερμηνεύοντας την αιτία αυτού του πράγματος, λέει ότι δικαιολογημένα προβάλλονται οι τύποι των ατύπωτων και τα σχήματα των ασχημάτιστων, χωρίς να ισχυρίζεται κανείς ότι μόνη αιτία είναι η δική μας αναλογία που δεν μπορεί να ανάγεται άμεσα προς τις νοητές θεωρίες και έχει ανάγκη από γνώριμες και προσαρμοσμένες στη φύση μας αναγωγές. Αφού λοιπόν ο θείος Λόγος, φροντίζοντας για τη δική μας αναλογία και θέλοντας από παντού να βοηθήσει την αναγωγική μας ικανότητα, παρουσιάζει ακόμα και τα απλά και ατύπωτα με κάποιους τύπους, πώς να μην εξεικονίσει αυτά που έχουν πάρει σχήματα ανάλογα προς τη δική μας φύση και τα ποθούμε βέβαια, αλλά δεν μπορούμε να τα δούμε, επειδή δεν είναι ορατά;

Γιατί με την αίσθηση σχηματίζεται κάποια εικόνα στο μπροστινό μέρος του εγκεφάλου και από εκεί διοχετεύεται στη λειτουργία της κρίσης και αποθηκεύεται στη μνήμη. Και ο θεολόγος Γρηγόριος λέει ότι, αν και καταβάλλει πολλές προσπάθειες ο νους, αδυνατεί να βγει έξω από τα σωματικά όρια[Γρηγορίου θεολόγου, Λόγος 28, P. G. 36, 44Α], αλλά και τα αόρατα του Θεού, από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος, γίνονται ορατά, κατανοούμενα μέσω των δημιουργημάτων[Ρωμ. 1,20: «Τ γρ όρατα ατο π κτίσεως κόσμου τος ποιήμασι νοούμενα καθορται, τε ΐδιος ατο δύναμις κα θειότης, ες τ εναι ατος ναπολογήτους(:διότι οι άπειρες τελειότητες του Θεού, οι οποίες δεν φαίνονται με τα αισθητά μάτια, από τότε που κτίστηκε ο κόσμος φαίνονται καθαρά μέσα από τα δημιουργήματα με τα μάτια της διανοίας: τόσο η δύναμή Του, που δεν έχει αρχή και τέλος αλλά είναι αιώνια, όσο και κάθε τελειότητα· ώστε να είναι αναπολόγητοι αυτοί και να μην μπορούν να προβάλουν καμία δικαιολογία)»].Γιατί βλέπουμε στα κτίσματα εικόνες οι οποίες μας φανερώνουν αμυδρά τις θείες ανταύγειες όπως όταν λέμε ότι η αγία Τριάδα, η υπεραρχία, εικονίζεται με τον ήλιο και το φως και τις ακτίνες· ή με την πηγή που αναβλύζει και με το νάμα που πηγάζει και με τη ροή ή με τον δικό μας νου και τον λόγο και το πνεύμα, ή μεν την τριανταφυλλιά, το τριαντάφυλλο και την ευωδιά.

12. Εικόνα επίσης λέγεται και εκείνη που σκιαγραφεί συμβολικά όσα θα γίνουν στο μέλλον[Εβρ. 10,1: «Σκιν γρ χων νόμος τν μελλόντων γαθν, οκ ατν τν εκόνα τν πραγμάτων, κατ᾿ νιαυτν τας ατας θυσίαις ς προσφέρουσιν ες τ διηνεκές, οδέποτε δύναται τος προσερχομένους τελεισαι(:Πράγματι οι θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ανεπαρκείς να προσφέρουν άφεση· διότι ο μωσαϊκός νόμος παρείχε βέβαια κάποια αμυδρή σκιά των αγαθών που επρόκειτο να μας προσφέρει ο Χριστός, δεν έδινε όμως σαφή και πλήρη εικόνα της ουράνιας πραγματικότητας. Και δεν μπορεί ποτέ ο μωσαϊκός νόμος να οδηγήσει στην τελειότητα αυτούς που πλησιάζουν το θυσιαστήριο με τις ίδιες θυσίες που συνεχώς κάθε χρόνο προσφέρουν οι ιερείς και αρχιερείς του)» και Κολ. 2,17: « στι σκι τν μελλόντων(:Αυτά είναι μια απλή σκιά της πραγματικότητος που επρόκειτο να έλθει στην Καινή Διαθήκη. Και η πραγματικότητα αυτή απ’ την οποία ριχνόταν η σκιά είναι ο Χριστός)»], όπως η κιβωτός[Έξ.25,9κ.ε.] και η ράβδος[Αριθμ.17,23-25: «Κα γένετο τ παύριον κα εσλθε Μωυσς κα αρν ν τ σκην το μαρτυρίου, κα δο βλάστησεν άβδος αρν ες οκον Λευ κα ξήνεγκε βλαστν κα ξήνθησεν νθη κα βλάστησε κάρυα. κα ξήνεγκε Μωυσς πάσας τς άβδους π προσώπου Κυρίου πρς πάντας υος σραήλ, κα εδον κα λαβον καστος τν άβδον ατο. κα επε Κύριος πρς Μωυσν· πόθες τν άβδον αρν νώπιον τν μαρτυρίων ες διατήρησιν, σημεον τος υος τν νηκόων, κα παυσάσθω γογγυσμς ατν π᾿ μο, κα ο μ ποθάνωσι(:Την επόμενη ημέρα μπήκε με ευλάβεια ο Μωυσής και ο Ααρών στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Και να: Όλα τα ραβδιά είχαν μείνει ξερά, εκτός από εκείνο του Ααρών, που είχε τοποθετηθεί εξ ονόματος της φυλής Λευί· αυτό πέταξε, μέσα σε λίγες ώρες, βλαστάρι πράσινο και δροσερό και το βλαστάρι άνθισε και ορισμένα από τα άνθη έδεσαν και παρουσίασαν ως καρπό καρύδια. Και ο Μωυσής έβγαλε όλα τα ραβδιά έξω από την Κιβωτό του Κυρίου και τα παρουσίασε σε όλο τον Ισραηλιτικό λαό και όλοι είδαν το θαύμα και έλαβε ο καθένας πάλι το ραβδί του. Ο Κύριος τότε είπε προς τον Μωυσή: “Φέρε και βάλε το ραβδί του Ααρών πάλι μπροστά στην κιβωτό του Μαρτυρίου, για να μένει εκεί φυλαγμένο, ως σημάδι στα παιδιά των ανυπότακτων και ανταρτών, που τιμωρήθηκαν για την επανάστασή τους· και ας σταματήσουν τα παράπονα εναντίον μου, για να μην πεθάνουν και εξαφανιστούν όλοι τους”)»] και η στάμνα[Έξ.16,33-34: «Κα επε Μωυσς πρς αρών· λάβε στάμνον χρυσον να κα μβαλε ες ατν πλρες τ γομρ το μν κα ποθήσεις ατ ναντίον το Θεο ες διατήρησιν ες τς γενες μν. ν τρόπον συνέταξε Κύριος τ Μωυσ, κα πέθηκεν αρν ναντίον το μαρτυρίου ες διατήρησιν(:Και είπε ο Μωυσής προς τον Ααρών: «Πάρε μία χρυσή στάμνα και βάλε μέσα σε αυτήν ένα ολόκληρο γομόρ από το μάννα και τοποθέτησέ την στον τόπο της λατρείας, μπροστά στον Κύριο, για να διατηρηθεί για τους απογόνους σας». Σύμφωνα λοιπόν προς την οδηγία, που έδωσε ο Κύριος στον Μωυσή, ο Ααρών τοποθέτησε κατόπιν τη χρυσή στάμνα με το μάννα στην Κιβωτό της Διαθήκης μέσα στη Σκηνή του Μαρτυρίου, για να διατηρείται ως θείο κειμήλιο ως ανάμνηση)»] συμβολίζουν την αγία Παρθένο και Θεοτόκο, και όπως το φίδι[Αριθμ.21,8-9: «κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποίησον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημείου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρωπον, πς δεδηγμένος δν ατν ζήσεται. κα ποίησε Μωυσς φιν χαλκον κα στησεν ατν π σημείου, κα γένετο ταν δακνεν φις νθρωπον, κα πέβλεψεν π τν φιν τν χαλκον κα ζη(: Ο Κύριος λοιπόν είπε προς τον Μωυσή: “Κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, όμοιο προς εκείνα που δαγκώνουν τον λαό, και κρέμασέ το ψηλά σε ένα πάσσαλο, ώστε να φαίνεται από όλα τα μέρη του στρατοπέδου. Θα γίνεται λοιπόν το εξής: Εάν ένα φίδι δαγκώσει έναν άνθρωπο, τότε εάν εκείνος που τον έχει δαγκώσει το φίδι σηκώσει το βλέμμα του και ρίξει βλέμμα μετάνοιας και πίστεως στο χάλκινο φίδι, θα θεραπεύεται και δεν θα πεθάνει”. O Μωυσής κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι και το κρέμασε ψηλά σε έναν πάσσαλο. Όταν λοιπόν κάποιο φαρμακερό και θανατηφόρο φίδι δάγκωνε κάποιον άνθρωπο και αυτός που τον είχε δαγκώσει το φίδι έστρεφε το βλέμμα του με διάθεση μετανοίας και πίστεως και κοίταζε το χάλκινο φίδι, δεν πέθαινε, αλλά θεραπευόταν και ζούσε)», και Ιω.3,14: «κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώπου(:Άκουσε τώρα και μιαν άλλη άγνωστη και ψυχοσωτήρια αλήθεια, που θα σου αποκαλύψω: Όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται με αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμασθεί ψηλά πάνω στον σταυρό ο υιός του ανθρώπου και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική σχέση με αυτή)»] συμβολίζει εκείνον που με τον σταυρό κατάργησε το δάγκωμα του αρχέκακου φιδιού, και η θάλασσα[Η Ερυθρά θάλασσα κατά την έξοδο των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο. Εξ. 14,15 έ.], το νερό και η νεφέλη[Έξ.14,19: «ξρε δ γγελος το Θεο προπορευόμενος τς παρεμβολς τν υἱῶν σραλ κα πορεύθη κ τν πισθεν· ξρε δ κα στλος τς νεφέλης π προσώπου ατν κα στη κ τν πίσω ατν(: μετά από τα λόγια αυτά ο άγγελος, που εστάλη από τον Θεό και προχωρούσε επικεφαλής της στρατιάς των Εβραίων, μετακινήθηκε και ήλθε και στάθηκε πίσω από αυτούς· μετακινήθηκε επίσης από εμπρός τους και η στήλη της νεφέλης και στάθηκε και αυτή πίσω τους)»] το πνεύμα του βαπτίσματος[Α΄Κορ. 10,14: «Διόπερ, γαπητοί μου, φεύγετε π τς εδωλολατρείας(:Γι’ αυτό ακριβώς, αγαπητοί μου, φεύγετε μακριά από την ειδωλολατρία χωρίς να φοβηθείτε γι'αυτό, μήπως σας δημιουργηθεί πειρασμός από τους ειδωλολάτρες)». Στον κανόνα και τους οίκους του Ακάθιστου ύμνου έχουμε αριστοτεχνική αναφορά στα γεγονότα που αναφέρει εδώ ο Ιερός Δαμασκηνός και στη σχέση τους ως προεικονίσεων των προσώπων και γεγονότων της Καινής Διαθήκης].

13. Ακόμα, εικόνα λέγεται των γεγονότων η μνήμη ενός θαύματος ή κάποιας τιμής ή αισχύνης ή αρετής ή κακίας, για τη μελλοντική ωφέλεια των θεατών, με σκοπό να αποφεύγουμε τα κακά και να μιμηθούμε τις αρετές. Η εικόνα αυτή γίνεται με δύο τρόπους, με τον λόγο που γράφεται στα βιβλία, όπως ο Θεός χάραξε τον νόμο στις πλάκες[Έξ.34,28: «Κα ν κε Μωυσς ναντίον Κυρίου τεσσαράκοντα μέρας κα τεσσαράκοντα νύκτας· ρτον οκ φαγε κα δωρ οκ πιε· κα γραψεν π τν πλακν τ ήματα τατα τς διαθήκης, τος δέκα λόγους(:και έμεινε ο Μωυσής εκεί στην κορυφή του Σινά σαράντα μέρες και σαράντα νύκτες. Κατά το διάστημα αυτό ούτε έφαγε ψωμί, ούτε ήπιε νερό. Και έγραψε ( ο Θεός) στις λίθινες πλάκες τα λόγια αυτά της συμφωνίας μεταξύ Θεού και Ισραήλ, τις δέκα δηλαδή εντολές)»], και έδωσε εντολή να αναγραφούν οι βίοι των θεοφιλών ανδρών, και με αισθητή θέα, όπως έδωσε εντολή να τοποθετηθούν μέσα στην κιβωτό η στάμνα και η ράβδος για ανάμνηση. Έτσι και εμείς τώρα παριστάνουμε τις εικόνες των γεγονότων και τις αρετές. Ή εξαφάνισε λοιπόν κάθε εικόνα και θέσπιζε νόμους αντίθετους προς Εκείνον που πρόσταξε να γίνονται οι εικόνες, ή να δέχεσαι κάθε εικόνα σύμφωνα με το λόγο και τον τρόπο που ταιριάζει στην καθεμιά.

Αφού λοιπόν αναφέραμε τους τρόπους της εικόνας, ας μιλήσουμε και για την προσκύνηση.

14. Η προσκύνηση είναι σύμβολο ταπείνωσης και τιμής. Αλλά και αυτής γνωρίσαμε διάφορες μορφές· πρώτη τη λατρευτική προσκύνηση που προσφέρουμε μόνο στον κατά φύση προσκυνητό Θεό. Έπειτα την προσκύνηση που, εξαιτίας του κατά φύση προσκυνητού Θεού, προσφέρουμε στους φίλους και τους λειτουργούς του, όπως ο Ιησούς του Ναυή στον αρχάγγελο Μιχαήλ[Ιησ. Ναυή 5,14: « δ επεν ατ· γ ρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυν παραγέγονα. κα ησος πεσεν π πρόσωπον π τν γν κα επεν ατ· δέσποτα, τί προστάσσεις τ σ οκέτ; (: και εκείνος του απάντησε: “Όχι, δεν είμαι τίποτε από αυτά· εγώ είμαι αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου· έχω έλθει εδώ μόλις τώρα”. Και ο Ιησούς του Ναυή σε ένδειξη βαθύτατου σεβασμού και λατρευτικής προσκυνήσεως έπεσε με το πρόσωπο στη γη και του είπε: “Δέσποτα, τι διατάζεις τον δούλο σου;”)»] και ο Δανιήλ [Δαν.8,16-17: «κα κουσα φωνν νδρς ναμέσον το Οβάλ, κα κάλεσε κα επε· Γαβριήλ, συνέτισον κενον τν ρασιν. κα λθε κα στη χόμενος τς στάσεώς μου, κα ν τ λθεν ατν θαμβήθην, κα πίπτω π πρόσωπόν μου, κα επε πρός με· σύνες, υἱὲ νθρώπου· τι γρ ες καιρο πέρας ρασις(: Και άκουσα τη φωνή ενός άντρα μεταξύ των οχθών του ποταμού Ουβάλ, η οποία φώναξε και είπε: “Γαβριήλ, ερμήνευσε σε εκείνον το νόημα του οράματος”. Και ήλθε-ο αρχάγγελος Γαβριήλ -και στάθηκε πλησίον μου· και όταν με πλησίασε, κυριεύτηκα από υπερβολικό θαυμασμό, μεγάλη έκπληξη και φόβο, και έπεσα αμέσως κάτω με το πρόσωπο κατά γης. Εκείνος τότε μου είπε: “Υιέ ανθρώπου, κατανόησε το εξής: Το όραμα που είδες δεν θα εκπληρωθεί προς το παρόν· το όραμα αυτό αποκαλύπτει το τέλος του καιρού-ή: το όραμα αυτό αναφέρεται στα έσχατα χρόνια- κατά τον οποίο θα τελειώσει η βασιλεία των θηρίων και θα αναλάβουν πλέον την εξουσία οι άγιοι του Υψίστου”)»] προσκύνησαν τον άγγελο, ή στους τόπους του Θεού, όπως λέγει ο Δαβίδ: «να προσκυνήσουμε τον τόπο όπου στάθηκαν τα πόδια Του»[ βλ.Ψαλμ.131,7: «Εσελευσόμεθα ες τ σκηνώματα ατο, προσκυνήσομεν ες τν τόπον, ο στησαν ο πόδες ατο(: Τώρα όμως θα εισέλθουμε στα σκηνώματα του Θεού στη Σιών και θα προσκυνήσουμε στον τόπο, όπου στάθηκαν τα πόδια Του και όπου υπάρχει το υποπόδιο των ποδών Του, η ιερή κιβωτός της διαθήκης)»], ή στα αφιερώματα του Θεού, όπως όλος ο Ισραήλ προσκυνούσε τη σκηνή και τον ναό της Ιερουσαλήμ περικυκλώνοντάς τον και πηγαίνοντας σ’ αυτόν για προσκύνηση από όλα τα μέρη ακόμα και τώρα, ή στους άρχοντες που ορίστηκαν από αυτόν, όπως ο Ησαύ[Γέν.33,3: «Ατς δ προλθεν μπροσθεν ατν κα προσεκύνησεν π τν γν πτάκις ως το γγίσαι τ δελφ ατο(:Ο ίδιος λοιπόν ο Ιακώβ προχώρησε και μπήκε μπροστά από όλους, ώστε ο πρώτος που θα συναντούσε ο Ησαύ, να είναι αυτός· έτσι θα αντιμετώπιζε τον κίνδυνο πρώτος ο Ιακώβ. Μόλις ο Ησαύ πλησίασε, ο Ιακώβ προχώρησε προς αυτόν ταπεινά και μέχρις ότου φτάσει κοντά του, τον προσκύνησε ως μεγαλύτερο αδελφό με γονάτισμα και σκύψιμο βαθύ μέχρι τη γη επτά φορές)»]ως μεγαλύτερο αδελφό του, που τον κατέστησε ο Θεός, και τον Φαραώ[Γέν.47,7: «Εσήγαγε δ ωσφ ακβ τν πατέρα ατο κα στησεν ατν ναντίον Φαραώ, κα ηλόγησεν ακβ τν Φαραώ(:και έφερε ο Ιωσήφ τον πατέρα του, τον Ιακώβ, και τον παρουσίασε στον Φαραώ, και ο Ιακώβ ευλόγησε τον Φαραώ)»].

Γνωρίζω και την τιμητική προσκύνηση που απονέμεται μεταξύ των ανθρώπων, όπως έκανε ο Αβραάμ στους γιους του Εμμώρ[Γέν.23,7-12: «ναστς δ Αβραμ προσεκνησε τ λα τς γς, τος υος το Χτ,  κα λλησε πρς ατος Αβραμ λγων· ε χετε τ ψυχ μν, στε θψαι τν νεκρν μου π προσπου μου, κοσατ μου κα λαλσατε περ μο ᾿Εφρν τ το Σαρ,  κα δτω μοι τ σπλαιον τ διπλον, στιν ατ, τ ν ν μρει το γρο ατο· ργυρου το ξου δτω μοι ατ ν μν ες κτσιν μνημεου. ᾿Εφρν δ κθητο ν μσ τν υἱῶν Χτ· ποκριθες δ ᾿Εφρν Χετταος πρς Αβραμ επεν, κουντων τν υἱῶν Χτ κα τν εσπορευομνων ες τν πλιν πντων, λγων·  παρ᾿ μο γενο, κριε, κα κουσν μου· τν γρν κα τ σπλαιον τ ν ατ σο δδωμι· ναντον πντων τν πολιτν μου δδωκ σοι· θψον τν νεκρν σου·  κα προσεκνησεν Αβραμ ναντον το λαο τς γς(: Όταν  λοιπόν ο Αβραάμ είδε την προθυμία τους, σηκώθηκε και με ένα εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτησε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους. Κατόπιν τους μίλησε και τους είπε: Αφού έχετε πράγματι την καλοσύνη και την επιθυμία να μου δώσετε την άδεια να θάψω τη νεκρή σύζυγό μου, τότε σας παρακαλώ ακούστε με και μεσιτεύστε για λογαριασμό μου στον Εφρών, τον γιο του Σαάρ, και ζητήστε από αυτόν να μου πουλήσει το διπλό σπήλαιο, το οποίο είναι στην άκρη του χωραφιού του. Ζητήστε από τον Εφρών να μου το πουλήσει στην πλήρη αξία του, τώρα, μπροστά σας, για να το αποκτήσω ως δικό μου και για να το κατέχω ως ιδιόκτητο τάφο». Ο Εφρών, από τον οποίο ο Αβραάμ ζητούσε να αγοράσει το σπήλαιο, βρισκόταν στην συνάθροιση εκείνη των Χετταίων. Όταν λοιπόν άκουσε τα λόγια του Αβραάμ, του αποκρίθηκε μπροστά σε όλους τους Χετταίους που ήσαν συγκεντρωμένοι στην είσοδο της πόλεως, και σε όλους όσοι έμπαιναν στην πόλη και του είπε: Μάλιστα, κύριε· έλα κοντά μου και άκουσέ με σε όσα θα σου πω· το χωράφι μου και το σπήλαιο που υπάρχει σε αυτό, τα δίνω σε σένα· να σου τα έδωσα ως δικά σου, παρουσία όλων των συμπολιτών μου· δέξου τα λοιπόν και θάψε με όλη την ελευθερία τον νεκρό σου».Ο Αβραάμ με εδαφιαίο προσκύνημα χαιρέτισε με ευγνωμοσύνη και σεβασμό τον λαό της Χαναάν, τους Χετταίους)» και Πράξ.7,16: «Κατέβη δ ακβ ες Αγυπτον κα τελεύτησεν ατς κα ο πατέρες μν, κα μετετέθησαν ες Συμχ κα τέθησαν ν τ μνήματι νήσατο βραμ τιμς ργυρίου παρ τν υἱῶν μμόρ το Συχέμ(:Κατέβηκε λοιπόν ο Ιακώβ στην Αίγυπτο, όπου και πέθανε και ο ίδιος και οι δώδεκα πατριάρχες, οι προπάτορές μας. Αργότερα τα οστά τους μεταφέρθηκαν στη Συχέμ και τοποθετήθηκαν στο μνήμα που είχε αγοράσει ο Αβραάμ από τους γιους του Εμμόρ, ο οποίος έμενε στη Συχέμ, πληρώνοντας το αντίτιμο σε ασημένια νομίσματα)»].  Ή απόρριψε λοιπόν κάθε προσκύνηση, ή να τις δέχεσαι όλες με τον οφειλόμενο λόγο και τρόπο.

15. Απάντησε λοιπόν στην ερώτησή μου: Είναι ένας Θεός, ο Θεός; «Ναι», θα μου πεις, όπως νομίζω, ένας νομοθέτης». Τι λοιπόν, νομοθετεί τα αντίθετα; Γιατί τα Χερουβίμ δεν είναι βέβαια έξω από την κτίση. Γιατί λοιπόν προστάζει να σκεπάζουν το ιλαστήριο [ιλαστήριο ονομαζόταν το χρυσό κάλυμμα της Κιβωτού] σκαλιστά χερουβίμ κατασκευασμένα από χέρια ανθρώπων[:Έξ. 25,16-19: «Κα ποιήσεις λαστήριον πίθεμα χρυσίου καθαρο, δύο πήχεων κα μίσους τ μκος καί πήχεως κα μίσους τ πλάτος. κα ποιήσεις δύο Χερουβμ χρυσοτορευτ κα πιθήσεις ατ ξ μφοτέρων τν κλιτν το λαστηρίου, ποιηθήσονται Χεροβ ες κ το κλίτους τούτου κα Χεροβ ες κ το κλίτους το δευτέρου το λαστηρίου· κα ποιήσεις τος δύο Χερουβμ π τ δύο κλίτη, σονται ο Χερουβμ κτείνοντες τς πτέρυγας πάνωθεν, συσκιάζοντες ν τας πτέρυξιν ατν π το λαστηρίου, κα τ πρόσωπα ατν ες λληλα· ες τ λαστήριον σονται τ πρόσωπα τν Χερουβίμ (:Θα κατασκευάσεις και το Ιλαστήριο, το κάλυμμα δηλαδή της Κιβωτού, από χρυσάφι καθαρό. Θα έχει μήκος δύο πήχεις και μισό και πλάτος ένα πήχυ και μισό. Θα κατασκευάσεις και δύο ομοιώματα των Χερουβίμ, σκαλιστά με χρυσάφι και θα τα τοποθετήσεις στα δύο άκρα του καλύμματος της Κιβωτού. Θα βρίσκεται το ένα Χερούβ στη μία πλευρά του καλύμματος και το δεύτερο Χερούβ στην απέναντι πλευρά. Και θα στερεώσεις τα δύο Χερουβίμ στις δύο πλευρές του καλύμματος. Θα είναι έτσι τοποθετημένα τα Χερουβίμ, ώστε να απλώνουν τα φτερά τους επάνω από το κάλυμμα και να το σκιάζουν από όλα τα μέρη με τα φτερά τους, συγχρόνως δε το πρόσωπο του ενός θα είναι απέναντι από το πρόσωπο του άλλου. Η όψη τους θα είναι γυρισμένη προς τα κάτω, προς το Ιλαστήριο)»]; Ή είναι φανερό ότι είναι αδιανόητο να κάνουμε εικόνα του Θεού, επειδή είναι απερίγραπτος και ασχημάτιστος, ή κάποιου άλλου ως θεού, για να μην προσκυνείται η κτίση λατρευόμενη ως θεός; Ενώ την εικόνα των χερουβίμ, που είναι περιγραπτά και παρίστανται με δουλοπρέπεια στον θρόνο του Θεού, προστάζει να την κάνουμε για να σκεπάζει με δουλοπρέπεια το ιλαστήριο· γιατί έπρεπε η εικόνα των θείων μυστηρίων να επισκιάζεται με την εικόνα των ουράνιων λειτουργών.

Τι λες πάλι για την κιβωτό, τη στάμνα, το ιλαστήριο;  Δεν είναι χειροποίητα; Δεν είναι έργα ανθρώπινων χεριών; Δεν είναι κατασκευασμένα από ευτελή, όπως λες εσύ, ύλη; Τι ήταν και η σκηνή ολόκληρη; Δεν ήταν εικόνα; Δεν ήταν σκιά και προεικόνιση; Λέει λοιπόν ο θείος απόστολος αναφερόμενος στους ιερείς του μωσαϊκού νόμου: «Οτινες ποδείγματι κα σκι λατρεύουσι τν πουρανίων, καθς κεχρημάτισται Μωϋσς μέλλων πιτελεν τν σκηνήν· ρα γάρ φησι, ποιήσεις πάντα κατ τν τύπον τν δειχθέντα σοι ν τ ρει(:Αυτοί όμως οι ιερείς προσφέρουν λατρεία που αποτελεί προτύπωση και σκιά των επουρανίων, της πνευματικής δηλαδή και αρχέτυπης λατρείας που τελείται στους ουρανούς, σύμφωνα με την εντολή που έδωσε ο Θεός στον Μωυσή, όταν αυτός επρόκειτο να κατασκευάσει τη Σκηνή του Μαρτυρίου. Είπε τότε ο Θεός στον Μωυσή: “Πρόσεξε να τα κάνεις όλα σύμφωνα με τον τύπο και το υπόδειγμα που σου δόθηκε πάνω στο όρος”)»[Εβρ. 8,5]. Όμως ο μωσαϊκός νόμος δεν ήταν εικόνα, αλλά ένα προσχέδιο εικόνας· λέει λοιπόν ο ίδιος απόστολος ότι ο νόμος είναι η σκιά των μελλοντικών αγαθών και όχι η ίδια η εικόνα των πραγμάτων[Εβρ.10,1: «Σκιν γρ χων νόμος τν μελλόντων γαθν, οκ ατν τν εκόνα τν πραγμάτων(:Πράγματι οι θυσίες της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ανεπαρκείς να προσφέρουν άφεση· διότι ο νόμος παρείχε βέβαια κάποια αμυδρή σκιά των αγαθών που επρόκειτο να μας προσφέρει ο Χριστός, δεν έδινε όμως σαφή και πλήρη εικόνα της ουράνιας πραγματικότητας)»].

Εάν λοιπόν ο νόμος απαγορεύει τις εικόνες, ενώ ο ίδιος είναι ένα προσχέδιο εικόνας, τι θα πούμε; Αν η σκηνή είναι σκιά και προτύπωση τύπου, πώς προστάζει ο νόμος να μη εικονογραφούμε; Αλλά δεν είναι έτσι τα πράγματα, δεν είναι, αλλά υπάρχει οπωσδήποτε καιρός για το κάθε πράγμα [ βλ. Εκκλ.3,1:  «Τος πσι χρόνος κα καιρς τ παντ πράγματι π τν ορανόν(: Για όλα όσα γίνονται στη γη, υπάρχει ορισμένη χρονική περίοδος και για καθετί, που εκτελείται κάτω από τον ουρανό, πρέπει να δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία)»]

16. Στα παλιά χρόνια ο Θεός, ο ασώματος και ασχημάτιστος, δεν εικονιζόταν καθόλου. Τώρα όμως, επειδή ο Θεός φανερώθηκε με σάρκα και επικοινώνησε με τους ανθρώπους, απεικονίζω το ορατό του Θεού. Δεν προσκυνώ την ύλη, προσκυνώ όμως τον Δημιουργό της ύλης, Αυτόν που έγινε ύλη για μένα και καταδέχτηκε να κατοικήσει μέσα στην ύλη και πραγματοποίησε τη σωτηρία μου μέσω της ύλης, και δεν θα παύσω να σέβομαι την ύλη, με την οποία πραγματοποιήθηκε η σωτηρία μου. Τη σέβομαι όμως όχι ως θεό- μακριά μια τέτοια βλασφημία· πώς άλλωστε θα μπορούσε, αυτό που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός, να είναι θεός; Αν και το σώμα του Θεού είναι θεός, αφού, με την υποστατική ένωση, έγινε αμετάβλητα ό,τι ακριβώς είναι και αυτό που το έχρισε, αλλά και παρέμεινε αυτό που ήταν κατά τη φύση του, σάρκα εμψυχωμένη με ψυχή λογική και νοερή, η οποία έλαβε αρχή, και δεν είναι άκτιστη.

Αλλά και την υπόλοιπη ύλη, με την οποία συντελέσθηκε η σωτηρία μου, τη σέβομαι και την υπολήπτομαι, ως φορέα θείας ενέργειας και χάριτος. Ή μήπως δεν είναι ύλη το ξύλο του σταυρού το τρισευτυχισμένο και τρισμακάριστο; Ή μήπως δεν είναι ύλη το σεβάσμιο και άγιο όρος, ο τόπος του Γολγοθά; Ή μήπως δεν είναι ύλη η ζωοδότρια και ζωογόνος πέτρα, ο Άγιος Τάφος, η πηγή της αναστάσεώς μας; Ή δεν είναι ύλη το μελάνι και τα πανάγια βιβλία των ευαγγελίων; Ή δεν είναι ύλη η ζωογόνος τράπεζα, που μας χορηγεί τον άρτο της ζωής; Ή δεν είναι ύλη το χρυσάφι και το ασήμι, από τα οποία κατασκευάζονται σταυροί και πίνακες και αγγεία; Ή μήπως πριν από όλα αυτά το σώμα και το αίμα του Κυρίου μου; Ή κατάργησε λοιπόν τον σεβασμό και την προσκύνηση όλων αυτών, ή υποτάξου στην εκκλησιαστική παράδοση και στην προσκύνηση των εικόνων του Θεού και των φίλων Του, οι οποίοι αγιάζονται με το όνομα του Θεού και εξαιτίας αυτού επισκιάζονται με τη χάρη του θείου Πνεύματος.

Μην κατηγορείς την ύλη· δεν είναι άξια περιφρονήσεως. Γιατί τίποτε από όσα έγιναν από τον Θεό δεν είναι άξιο περιφρονήσεως· αυτό είναι δοξασία των Μανιχαίων. Άτιμο είναι μόνο ό,τι δεν προήλθε από τον Θεό, αλλά είναι δική μας εφεύρεση, που οφείλεται στην αυτεξούσια παρέκκλιση και ροπή του θελήματός μας από το κατά φύση στο παρά φύση, δηλαδή η αμαρτία. Εάν εξαιτίας του νόμου ατιμάζεις τις εικόνες και τις απαγορεύεις, επειδή είναι κατασκευασμένες από ύλη, πρόσεξε τι λέει η Γραφή: «Και μίλησε ο Κύριος στον Μωυσή και είπε: “Να, κάλεσα ονομαστικά τον Βεσελεήλ, τον γιο του Ορεί, που είναι γιος του Ωρ, από τη φυλή του Ιούδα. Και τον γέμισα με θείο πνεύμα σοφίας, σύνεσης και γνώσης, ώστε σε κάθε έργο να σκέπτεται και να αρχιτεκτονεί και να επεξεργάζεται το χρυσάφι και το ασήμι και τον χαλκό και τα διάφορα είδη χρωμάτων, το γαλάζιο, το βαθύ κόκκινο και το κόκκινο το γνεσμένο και το βυσσινί το κλωσμένο και τα λαξευμένα λιθάρια και τις ξύλινες κατασκευές και να κάνει όλα τα έργα· εγώ λοιπόν έδωσα αυτόν και τον Ελιάβ, το γιο του Αχισαμάχ από τη φυλή του Δαν· σε κάθε συνετό στην καρδιά εγώ έδωσα την ικανότητα να κάνουν όλα όσα σε πρόσταξα να κάνεις”»[Έξ.31,1-6].

Και πάλι· είπε ο Μωυσής σ’ όλη τη συνάθροιση των Ισραηλιτών ακούστε τα λόγια που διέταξε ο Κύριος λέγοντας· συγκεντρώστε από τα υπάρχοντα σας και προσφέρετε τα στον Κύριο. Καθένας με πρόθυμη την καρδιά προσφέρετε τις προσφορές σας στον Κύριο, χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, υφάσματα γαλάζια και πορφυρένια, κόκκινα δίμιτα και βυσσινιά κλωσμένα και μαλλιά κατσικιών και δέρματα κριαριών βαμμένα κόκκινα και δέρματα γαλάζια και ξύλα που δεν σαπίζουν και λάδι για το χρίσμα και θυμίαμα για την αρμονική συνένωση και πετράδια από σάρδιο και πετράδια πολύτιμα για την επωμίδα και τον ποδήρη χιτώνα. Και κάθε ικανός από σας να έρθει και να εργασθεί για όλα αυτά που διέταξε ο Κύριος να γίνουν, δηλαδή τη σκηνή «Κα επε Μωυσς πρς πσαν συναγωγν υἱῶν σραλ λέγων· τοτο τ ῥῆμα, συνέταξε Κύριος λέγων· λάβετε παρ᾿ μν ατν φαίρεμα Κυρί· πς καταδεχόμενος τ καρδί οσουσι τς παρχς Κυρί, χρυσίον, ργύριον, χαλκόν,  άκινθον, πορφύραν, κόκκινον διπλον διανενησμένον κα βύσσον κεκλωσμένην κα τρίχας αγείας, κα δέρματα κριν ρυθροδανωμένα κα δέρματα ακίνθινα κα ξύλα σηπτα. κα λίθους σαρδίου κα λίθους ες τν γλυφν ες τν πωμίδα κα τν ποδήρη.  κα πς σοφς τ καρδί ν μν λθν ργαζέσθω πάντα, σα συνέταξε Κύριος· τν σκηνν κα τ παραρύματα κα τ κατακαλύμματα κα τά διατόνια κα τος μοχλος κα τος στύλους, κα τν κιβωτν το μαρτυρίου κα τος ναφορες ατς κα τ λαστήριον ατς κα τ καταπέτασμα(: Kaι είπε ο Μωυσής προς όλη τη συνάθροιση των Ισραηλιτών τα εξής: Αυτή είναι η εντολή που διέταξε ο Κύριος και μου είπε: Να ξεχωρίσετε και να μαζέψετε μεταξύ σας προσφορές και αφιερώματα για τον Κύριο. Οποιοσδήποτε επιθυμεί από όλη την καρδιά του, ας προσφέρει τα πρώτα και τα καλύτερα από τα αγαθά του στον Κύριο· χρυσάφι, ασήμι, χαλκό, νήματα πορφύρας με χρώμα γαλάζιο και ξανθοκόκκινο και διπλοβαμμένο βαθύ κόκκινο, καθώς και γνεσμένα λευκά νήματα βύσσου και τρίχες από κατσίκι· και δέρματα από κριάρια βαμμένα με ερυθρόδανο και δέρματα με γαλάζιο χρώμα και ξύλα, που δεν σαπίζουν· και πολύτιμα πετράδια σαρδίου, καθώς και άλλα πετράδια για να σκαλιστούν και να τοποθετηθούν στην Επωμίδα και τον Ποδήρη Χιτώνα, που θα φορεί ο Ααρών και ο κάθε αρχιερέας στη συνέχεια μετά από αυτόν. Ας έλθει και κάθε σοφός και επιδέξιος τεχνίτης, που υπάρχει μεταξύ σας και ας κατασκευάσει όλα όσα παρήγγειλε ο Κύριος. Τη Σκηνή, δηλαδή, τα εσωτερικά και εξωτερικά καλύμματά της, τους κρίκους, και τα οριζόντια κοντάρια και τους κατακόρυφους στύλους και την Κιβωτό της Διαθήκης, που θα περιέχει τα «μαρτύρια» και τα κοντάρια για τη μεταφορά της και το Ιλαστήριο επίθεμα και το Καταπέτασμα, που θα χωρίζει σε δύο τη Σκηνή και θα προστατεύει την Κιβωτό)» [Έξ.35,4-11] και τα λοιπά.

Και ύστερα από άλλα: «κα ποίησαν μφοτέρους τος λίθους τς σμαράγδου συμπεπορπημένους κα περισεσιαλωμένους χρυσί, γεγλυμμένους κα κκεκολαμμένους γκόλαμμα σφραγδος κ τν νομάτων τν υἱῶν σραήλ(:κατασκεύασαν και τα δύο πετράδια από σμαράγδι έτσι, ώστε να κουμπώνουν με πόρπη και να δένονται ολόγυρα με χρυσάφι. Ήσαν δε τα πετράδια σκαλιστά και χαραγμένα, όπως χαράσσονται οι σφραγίδες, με τα ονόματα των υιών του Ιακώβ)»[Έξ.36,13]· και πάλι:  «κα ο λίθοι σαν κ τν νομάτων τν υἱῶν σραλ δώδεκα κ τν νομάτων ατν, γγεγλυμμένα ες σφραγδας, καστος κ το αυτο νόματος, ες τς δώδεκα φυλάς(:αυτά λοιπόν τα πολύτιμα πετράδια, που αντιστοιχούσαν στα ονόματα των υιών του Ιακώβ, ήταν δώδεκα, όσα και τα ονόματά τους, το καθένα από τα οποία είχε χαραγμένα ανάγλυφα σαν σφραγίδες, και το κάθε πετράδι έφερε το όνομα μιας από τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ)»[Έξ.36,21]· και πάλι: «κα ποίησαν τ καταπέτασμα ξ ακίνθου κα πορφύρας κα κοκκίνου νενησμένου κα βύσσου κεκλωσμένης, ργον φάντου Χερουβίμ(:Και έφτιαξαν το Καταπέτασμα, που θα χώριζε σε δύο μέρη το εσωτερικό της Σκηνής, από γνεσμένα νήματα με χρώμα γαλάζιο, ξανθοκόκκινο και βαθύ κόκκινο, καθώς και από γνεσμένα λευκά νήματα βύσσου. Ήταν έργο επιδέξιου υφαντού και είχε επάνω του μορφές Χερουβίμ)»[Έξ.37,3· το «καταπέτασμα» ήταν το παραπέτασμα που χώριζε τα άγια από τα άγια των άγιων]· και πάλι: «κα ποίησε τ λαστήριον πάνωθεν τς κιβωτο κ χρυσίου καθαρο κα τος δύο Χερουβμ χρυσος (: και έφτιαξε από καθαρό χρυσάφι και το κάλυμμα, που σκέπαζε από επάνω την Κιβωτό και λεγόταν “ιλαστήριον”.  Έκανε και έβαλε επάνω στο κάλυμμα αυτό και δύο Χερουβίμ από χρυσάφι)»[Έξ.38,5].

17. Να λοιπόν που η ύλη είναι σεβαστή και σεις τη θεωρείτε άτιμη. Πράγματι τι είναι ευτελέστερο από το κατσικίσιο μαλλί και τα χρώματα; Μήπως δεν είναι χρώματα το κόκκινο και το πορφυρένιο και το γαλάζιο; Να και ομοίωμα των χερουβίμ. Πώς λοιπόν ισχυρίζεσαι ότι εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις αυτό που ο νόμος πρόσταξε να κάνουμε; Αν εξαιτίας του νόμου απαγορεύεις τις εικόνες, καιρός είναι να τηρείς την αργία του Σαββάτου και να περιτέμνεσαι, γιατί αυτά ο μωσαϊκός νόμος τα επιβάλλει ανυποχώρητα. Αλλά γνωρίζετε ότι «ἐὰν περιτέμνησθε, Χριστς μς οδν φελήσει. μαρτύρομαι δ πάλιν παντ νθρώπ περιτεμνομέν τι φειλέτης στν λον τν νόμον ποισαι. κατηργήθητε π το Χριστο οτινες ν νόμ δικαιοσθε, τς χάριτος ξεπέσατε(:Να, εγώ ο Παύλος, ο απόστολος που εκλέχθηκα κατευθείαν από τον Χριστό, σας το λέω: Εάν περιτέμνεσθε, ο Χριστός δεν θα σας ωφελήσει σε τίποτε. Δίνω και πάλι βεβαίωση ενώπιον του Θεού σε κάθε άνθρωπο που περιτέμνεται, ότι έχει την υποχρέωση να τηρεί όλο τον νόμο, αφού με την περιτομή που κάνει, προτιμά τη δικαίωση μέσω του νόμου από τη δικαίωση που δίνει ο Χριστός. Εσείς λοιπόν που προσπαθείτε να δικαιωθείτε με το νόμο, αποξενωθήκατε από τον Χριστό. Έχετε χάσει τη χάρη του Θεού και δεν μοιάζετε πλέον με μας)»[:Γαλ.5,2-4].

Δεν έβλεπε τον Θεό ο παλαιός Ισραήλ, ενώ εμείς με ακάλυπτο το πρόσωπο καθρεπτιζόμαστε τη δόξα του Κυρίου [: «μες δ πάντες νακεκαλυμμέν προσώπ τν δόξαν Κυρίου κατοπτριζόμενοι τν ατν εκόνα μεταμορφούμεθα π δόξης ες δόξαν, καθάπερ π Κυρίου Πνεύματος(:Και όλοι εμείς με ξέσκεπο το πρόσωπο του εσωτερικού μας ανθρώπου, σαν καθρέφτες πνευματικοί δεχόμαστε και αντανακλούμε τη δόξα του Κυρίου. Κι έτσι μεταμορφωνόμαστε και παίρνουμε την ίδια ένδοξη εικόνα του Κυρίου. Και προοδεύουμε από ένα βαθμό δόξας σε άλλο ανώτερο βαθμό, όπως είναι επόμενο να προοδεύει ο άνθρωπος που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο είναι ο Κύριος)»:Β΄Κορ.3,18]. Και αισθητά παριστάνουμε παντού τον χαρακτήρα Του, εννοώ του σαρκωθέντος Θεού Λόγου, και αγιάζουμε την πρώτη από τις αισθήσεις (γιατί πρώτη αίσθηση είναι η όραση), όπως και με τους λόγους την ακοή· γιατί η εικόνα είναι υπόμνημα. Και ό,τι ακριβώς είναι το βιβλίο για όσους ξέρουν γράμματα, το ίδιο είναι για τους αγράμματους η εικόνα· και ό,τι είναι για την ακοή ο λόγος, το ίδιο είναι για την όραση η εικόνα, αλλά με νοητό τρόπο ενωνόμαστε με Αυτόν.

Γι’ αυτό πρόσταξε ο Θεός να κατασκευασθεί κιβωτός από ξύλα άσηπτα και να τη χρυσώσουν ολόκληρη μέσα και έξω και να τοποθετήσουν σε αυτή τις πλάκες, τη ράβδο, τη χρυσή στάμνα με το μάννα, για να θυμίζει αυτά που έγιναν και να προτυπώνει όσα θα γίνουν. Και ποιος δεν θα τις ονομάσει αυτές τις εικόνες και ολοφάνερους κήρυκες; Και αυτά δεν βρίσκονταν στα πλάγια της σκηνής, αλλά μπροστά σε όλο τον λαό, και βλέποντάς τα, πρόσφερναν την προσκύνηση και τη λατρεία στον Θεό που ενήργησε μέσω αυτών. Είναι φανερό ότι δεν λάτρευαν αυτά, αλλά μέσω αυτών οδηγούνταν στην ανάμνηση των θαυμάτων και απέδιδαν την προσκύνηση στον θαυματουργό Θεό. Γιατί ήταν εικόνες που υπήρχαν για υπόμνηση, τιμώμενες όχι ως θεοί, αλλά ως μέσα που οδηγούν στην ανάμνηση των θείων ενεργειών.

18. Και δώδεκα λίθους πρόσταξε ο Θεός να πάρουν από τον Ιορδάνη και λέει και για ποιον λόγο. Γιατί λέει: «Σύνταξον ατος λέγων· νέλεσθε κ μέσου ορδάνου τοίμους δώδεκα λίθους κα τούτους διακομίσαντες μα μν ατος, θέτε ατος ν τ στρατοπεδεί μν, ο ἐὰν παρεμβάλητε κε τν νύκτα. κα νακαλεσάμενος ησος δώδεκα νδρας τν νδόξων π τν υἱῶν σραήλ, να φ᾿ κάστης φυλς, επεν ατος· προσαγάγετε μπροσθέν μου πρ προσώπου Κυρίου ες μέσον το ορδάνου, κα νελόμενος κεθεν καστος λίθον ράτω π τν μων ατο κατ τν ριθμν τν δώδεκα φυλν το σραήλ, να πάρχωσιν μν οτοι ες σημεον κείμενον διαπαντός, να ταν ρωτ σε υός σου αριον λέγων, τί εσιν ο λίθοι οτοι μν;  κα σ δηλώσεις τ υἱῷ σου λέγων· τι ξέλιπεν ορδάνης ποταμς π προσώπου κιβωτο διαθήκης Κυρίου πάσης τς γς, ς διέβαινεν ατόν· κα σονται ο λίθοι οτοι μν μνημόσυνον τος υος σραλ ως το αἰῶνος. κα ποίησαν οτως ο υο σραήλ, καθότι νετείλατο Κύριος τ ησο, κα ναλαβόντες δώδεκα λίθους κ μέσου το ορδάνου, καθάπερ συνέταξε Κύριος τ ησο ν τ συντελεί τς διαβάσεως τν υἱῶν σραήλ, κα διεκόμισαν μα αυτος ες τν παρεμβολν κα πέθηκαν κε(:Διάταξέ τους ως εξής: “Βγάλετε από το μέσο της κοίτης του Ιορδάνη, από εκεί που στέκονταν οι ιερείς με την Κιβωτό, δώδεκα στερεούς και ομαλούς λίθους και μεταφέρετέ τους μαζί σας έξω από τον ποταμό και τοποθετήσετέ τους στο στρατόπεδό σας, εκεί όπου θα κατασκηνώσετε τη νύκτα”. Και ο Ιησούς του Ναυή, αφού κάλεσε δώδεκα άντρες από τους επισήμους του Ισραηλιτικού λαού, έναν από κάθε φυλή, είπε προς αυτούς: “Περάστε-προχωρήστε-από εμπρός μου και εμπρός από την Κιβωτό του Κυρίου και πηγαίνετε στο μέσο της κοίτης του Ιορδάνη, και πάρετε από εκεί ο καθένας σας από μία πέτρα στους ώμους του, κατά τον αριθμό των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, για να υπάρχουν οι δώδεκα αυτές πέτρες ως παντοτινό αναμνηστικό μνημείο, ώστε, όταν θα σας ρωτούν αργότερα τα τέκνα σας:  Εσείς θα απαντάτε στα παιδιά σας με την ακόλουθη απάντηση: “Οι δώδεκα αυτοί λίθοι δηλώνουν και μαρτυρούν ότι ο ποταμός Ιορδάνης σταμάτησε να τρέχει και ξεράθηκε, όταν βρέθηκε εμπρός στην Κιβωτό της Διαθήκης του Κυρίου όλης της γης, όταν η Κιβωτός περνούσε τον ποταμό. Και οι δώδεκα αυτοί λίθοι θα είναι παντοτινό αναμνηστικό μνημείο για τους Ισραηλίτες”. Και οι Ισραηλίτες έκαναν έτσι, όπως διέταξε ο Κύριος, τον Ιησού του Ναυή. Αφού δηλαδή πήραν δώδεκα λίθους από το μέσο της κοίτης του Ιορδάνη, όπως διέταξε ο Κύριος τον Ιησού μετά τη διάβαση των Ισραηλιτών από τον ποταμό, τους μετέφεραν μαζί τους στο στρατόπεδο και τους έθεσαν εκεί)» [Ιησ. Ναυή 4,3-8].

Πώς λοιπόν εμείς να μην εικονογραφήσουμε τα σωτήρια πάθη και τα θαύματα του Χριστού του Θεού μας, ώστε, όταν με ρωτάει ο γιος μου, τι είναι αυτό, να του λέω ότι ο Θεός Λόγος έγινε άνθρωπος και μέσω Αυτού δεν πέρασε μόνο ο Ισραήλ τον Ιορδάνη, αλλά ολόκληρη η φύση επανήλθε στην αρχαία μακαριότητα, και με Αυτόν η ανθρώπινη φύση από τα πιο χαμηλά της γης ανέβηκε πιο πάνω από κάθε εξουσία και κάθισε στον ίδιο τον πατρικό θρόνο.

19. «Ναι, εντάξει», λέει ίσως κάποιος, «κάνε το εικόνισμα του Χριστού και αρκέσου σε αυτό, ή και το εικόνισμα της μητέρας Του, της Θεοτόκου». Πόσο μεγάλη ατοπία! Απερίφραστα ομολόγησες τον εαυτό σου εχθρό των αγίων γιατί, αν κάνεις εικόνα του Χριστού, κατά κανένα τρόπο όμως των αγίων, είναι φανερό ότι δεν απαγορεύεις την εικόνα, αλλά την τιμή των αγίων, πράγμα που κανείς στους αιώνες δεν τόλμησε να κάνει ή δεν προσπάθησε να κάνει παρόμοιο εγχείρημα.

Γιατί κάνεις την εικόνα του Χριστού, επειδή είναι δοξασμένος, απορρίπτεις όμως με βδελυγμία την εξεικόνιση των αγίων επειδή είναι αδόξαστοι, και επιχειρείς να αποδείξεις ψεύτικη την αλήθεια. Γιατί λέει ο Κύριος: «Τος δοξάζοντάς με δοξάσω, κα ξουθενν με τιμασθήσεται (: Αυτούς που με τιμούν και δοξάζουν, θα τους δοξάσω και Εγώ· εκείνον όμως που με περιφρονεί, θα τον αφήσω να περιφρονηθεί και να ατιμαστεί)»[Α΄Βασ.2,30], και ο θειος απόστολος: «στε οκέτι ε δολος, λλ᾿ υός· ε δ υός, κα κληρονόμος Θεο δι Χριστο(: Άρα λοιπόν, σύμφωνα με όλα αυτά, εσύ που πίστεψες στο Χριστό δεν είσαι πλέον δούλος, αλλά είσαι κατά χάριν υιός του Θεού. Εάν λοιπόν είσαι υιός, είσαι συγχρόνως και κληρονόμος του Θεού. Και γίνεσαι κληρονόμος διαμέσου του Χριστού)»[Γαλ.4,7] και αφού συμμετέχουμε στα πάθη, και θα δοξασθούμε μαζί με τον Θεό [Ρωμ.8,17: «ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν (:Αφού λοιπόν είμαστε παιδιά, είναι φυσικό να είμαστε και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι του Θεού ως πατέρας μας, και συγκληρονόμοι του Χριστού ως αδελφού μας. Και γινόμαστε συγκληρονόμοι του Χριστού, αν βεβαίως πάσχουμε μαζί μ’ αυτόν, έτσι ώστε και να δοξαστούμε μαζί του)».

Δεν ξεσήκωσες τον πόλεμο εναντίον των εικόνων, αλλά στην πραγματικότητα εναντίον των αγίων. Λέγει λοιπόν ο Ιωάννης ο Θεολόγος και επιστήθιος μαθητής του Χριστού, ότι θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν: «γαπητοί, νν τέκνα Θεο σμεν, κα οπω φανερώθη τί σόμεθα· οδαμεν δ τι άν φανερωθ, μοιοι ατ σόμεθα, τι ψόμεθα ατν καθώς στι(:Αγαπητοί μου, τώρα είμαστε παιδιά Θεού, αλλά δεν μας έχει φανερωθεί ακόμη τι πρόκειται να γίνουμε στο μέλλον. Γνωρίζουμε όμως ότι όταν φανερωθεί ο Χριστός στη δευτέρα Του παρουσία, θα γίνουμε όμοιοι με Αυτόν στη δόξα, διότι θα Τον δούμε όπως είναι, στην κατάσταση της θείας Του δόξας, η οποία θα καθρεπτισθεί και θα λάμψει και σε μας σαν να είμαστε πνευματικοί καθρέπτες)»[Α΄Ιω.3,2]. Γιατί, όπως όταν ενώνεται το σίδερο με τη φωτιά, δεν γίνεται φωτιά ως προς τη φύση του, αλλά ως προς την ένωση και την πυράκτωση και τη μέθεξη, έτσι και αυτό που θεούται δεν γίνεται Θεός ως προς τη φύση, αλλά ως προς τη μέθεξη.

Δεν μιλώ όμως για τη σάρκα του σαρκωθέντος Υιού του Θεού· γιατί εκείνη έγινε άτρεπτα Θεός με την υποστατική ένωση και μέθεξη της στη θεία φύση, χωρίς να χρισθεί με την ενέργεια του Θεού, όπως ο καθένας από τους προφήτες, αλλά με την παρουσία όλου εκείνου που τον έχρισε. Ότι όμως με τη θέωση και οι άγιοι γίνονται θεοί, μας το λέει ο ψαλμωδός: « Θες στη ν συναγωγ θεν, ν μέσ δ θεος διακρινε(:Ο Θεός στάθηκε στο μέσο συνάξεως κριτών και αρχόντων, τους οποίους ως αντιπροσώπους του εγκατέστησε και με θείο κύρος περιέβαλε, στην απονομή της δικαιοσύνης, εν μέσω δε αυτών αφού κατέλαβε την πρέπουσα σε Αυτόν θέση, θα κρίνει αυτούς που έχουν περιβληθεί τη θεία δόξα και τη διαχειρίζονται)»[Ψαλμ.81,1], όταν δηλαδή ο Θεός στέκεται ανάμεσα σε θεούς, κατανέμει τις αξίες, όπως λέει, ερμηνεύοντας αυτό, ο Γρηγόριος θεολόγος[Γρηγορίου του Θεολόγου, Λόγος 40, P.G. 365Β].

20. Στον Δαβίδ έδωσε υπόσχεση ο Θεός ότι θα Του κτίσει ναό με τον υιό του, Σολομώντα και θα κατασκευάσει οίκο αναπαύσεώς Του[Όταν ο Δαβίδ ανάφερε στον προφήτη Νάθαν την πρόθεσή του να κτίσει ναό για να τοποθετήσει εκεί την κιβωτό του Θεού, ο Θεός τού απάντησε μέσω του προφήτη, ότι το έργο αυτό θα το πραγματοποιήσει ο γιος του, αφού πρώτα στερεωθεί η βασιλεία του· βλ. Β΄ Βασ. 7,1-13: «Κα γένετο τε κάθισεν βασιλες ν τ οκ ατο, κα Κύριος κατεκληρονόμησεν ατν κύκλ π πάντων τν χθρν ατο τν κύκλ, κα επεν βασιλες πρς Νάθαν τν προφήτην· δο δ γ κατοικ ν οκ κεδρίν, κα κιβωτς το Θεο κάθηται ν μέσ τς σκηνς. κα επε Νάθαν πρς τν βασιλέα· πάντα, σα ν ν τ καρδί σου, βάδιζε κα ποίει, τι Κύριος μετ σο. κα γένετο τ νυκτ κείν κα γένετο ῥῆμα Κυρίου πρς Νάθαν λέγων· πορεύου, κα επν πρς τν δολόν μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος· ο σ οκοδομήσεις μοι οκον το κατοικσαί με· τι ο κατκηκα ν οκ φ᾿ ς μέρας νήγαγον τος υος σραλ ξ Αγύπτου ως τς μέρας ταύτης κα μην μπεριπατν ν καταλύματι κα ν σκην, ν πσιν, ος διλθον ν παντ σραήλ, ε λαλν λάλησα πρς μίαν φυλν το σραήλ, νετειλάμην ποιμαίνειν τν λαόν μου σραλ λέγων· νατί οκ κοδομήκατέ μοι οκον κέδρινον; κα νν τάδε ρες τ δούλ μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· λαβόν σε κ τς μάνδρας τν προβάτων το εναί σε ες γούμενον π τν λαόν μου π τν σραλ κα μην μετ σο ν πσιν, ος πορεύου, κα ξωλόθρευσα πάντας τος χθρούς σου π προσώπου σου κα ποίησά σε νομαστν κατ τ νομα τν μεγάλων τν π τς γς.  κα θήσομαι τόπον τ λα μου τ σραλ κα καταφυτεύσω ατόν, κα κατασκηνώσει καθ᾿ αυτν κα ο μεριμνήσει οκέτι, κα ο προσθήσει υἱὸς δικίας το ταπεινσαι ατν καθς π᾿ ρχς, π τν μερν, ν ταξα κριτς π τν λαόν μου σραήλ, κα ναπαύσω σε π πάντων τν χθρν σου, κα παγγελε σοι Κύριος τι οκον οκοδομήσεις ατ. κα σται ἐὰν πληρωθσιν α μέραι σου κα κοιμηθήσ μετ τν πατέρων σου, κα ναστήσω τ σπέρμα σου μετ σέ, ς σται κ τς κοιλίας σου, κα τοιμάσω τν βασιλείαν ατο· ατς οκοδομήσει μοι οκον τ νόματί μου, κα νορθώσω τν θρόνον ατο ως ες τν αἰῶνα(:Όταν λοιπόν ο βασιλιάς Δαβίδ εγκαταστάθηκε στο ανάκτορό του και τον απάλλαξε ο Κύριος από όλους τους εχθρούς του που τον περικύκλωναν και εξαφάλισε την κληρονομιά του από τις γύρω εχθρικές χώρες, είπε ο βασιλιάς στον προφήτη Νάθαν: «Όπως βλέπεις εγώ μεν κατοικώ μέσα σε πολυτελές ανάκτορο, που κατασκευάστηκε με ξύλα κέδρου, ενώ η Κιβωτός της Διαθήκης του Θεού βρίσκεται μέσα σε μία απλή σκηνή». Και ο Νάθαν αποκρίθηκε στον βασιλιά: «Προχώρησε και κάνε όλα όσα ποθεί η καρδιά σου, διότι ο Κύριος είναι μαζί σου». Κατά τη νύκτα εκείνη όμως μίλησε ο Κύριος στον Νάθαν και του είπε: « Πήγαινε να πεις τα εξής στον δούλο μου τον Δαβίδ: ’’ Αυτή  είναι η εντολή του Κυρίου: Δεν είσαι εσύ εκείνος που θα μου κτίσει ναό, για να κατοικώ σε αυτόν. Άλλωστε δεν έχω κατοικήσει ποτέ μέσα σε Ναό από την ημέρα που έβγαλα ελεύθερους από την Αίγυπτο τους Ισμαηλίτες μέχρι σήμερα. Διαρκώς βάδιζα μαζί σας και διέμενα σε πρόχειρο κατάλυμα, σε μία σκηνή. Καθ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας σας έως τώρα, κατά την οποία ήμουν μαζί σας, είπα άραγε ποτέ σε μία έστω φυλή του Ισραήλ ή σε κάποιον άρχοντα που τον όρισα για να οδηγεί τον λαό μου, τον Ισραήλ, γιατί δεν κτίσατε για χάρη μου Ναό από ξύλα κέδρου; Και τώρα λοιπόν να πεις τα εξής στον δούλο μου τον Δαβίδ: «Αυτά λέγει ο παντοκράτωρ Κύριος: ‘’Σε πήρα από το μαντρί των προβάτων, για να γίνεις άρχοντας και οδηγός του λαού μου, του Ισραήλ. Και ήμουνα μαζί σου έως τώρα παντού, όπου πήγαινες. Εξολόθρευσα επίσης από εμπρός σου όλους τους εχθρούς σου και έκανα το όνομά σου ένδοξο και ξακουστό, όπως το όνομα των μεγάλων ανδρών της γης. Σε βεβαιώνω επίσης ότι θα ορίσω και θα ετοιμάσω ένα τόπο ειδικά για τον λαό μου τον Ισραήλ και θα τον φυτεύσω εκεί, ώστε να ριζώσει. Και θα εγκατασταθεί σε αυτόν ασφαλής, χωρίς να έχει πλέον καμία ανησυχία. Κανείς άδικος και πονηρός λαός δεν πρόκειται να υποτάξει και να ταπεινώσει τον λαό μου, όπως συνέβη προηγουμένως, τότε δηλαδή που όρισα Κριτές στον λαό μου τον Ισραήλ. Θα σε απαλλάξω οπωσδήποτε από όλους τους εχθρούς σου και θα σου πει τότε ο Κύριος οτιδήποτε έχει σχέση με τη διάθεσή σου να οικοδομήσεις Ναό. Όταν λοιπόν συμπληρωθούν οι ημέρες της ζωής σου και κοιμηθείς και εσύ τον ύπνο του θανάτου μαζί με τους πατέρες σου, θα αναδείξω τον απόγονό σου μετά από εσένα, που θα είναι παιδί δικό σου, και θα στερεώσω τη βασιλική εξουσία σου. Αυτός είναι εκείνος που θα ανεγείρει Ναό προς τιμήν του Ονόματός μου και θα ανυψώσω και θα δοξάσω αιώνια τον θρόνο του’’)»].

Τον ναό αυτόν τον οικοδόμησε ο Σολομών και κατασκεύασε Χερουβίμ, όπως αναφέρει το βιβλίο των Βασιλειών και περιέβαλε τα χερουβίμ με χρυσάφι και όλους τους τοίχους τους γέμισε τριγύρω με ανάγλυφα χαραγμένα χερουβίμ και φοινικόδεντρα μέσα και έξω -δεν είπε στα πλάγια, αλλά «τριγύρω»- καθώς και με βόδια και λιοντάρια και ροΐσκους[Οι ροΐσκοι ήταν μικρές κόκκινες διακοσμήσεις σε σχήμα ροδιού (ροιάς)·   βλ. Γ΄ Βασ. 6,28-29: «κα περιέσχε τ Χερουβμ χρυσί. κα πάντας τος τοίχους το οκου κύκλ γκολαπτ γραψε γραφίδι Χερουβίμ, κα φοίνικες τ σωτέρ κα τ ξωτέρ(:και ο Σολωμών κάλυψε και τα δύο Χερουβίμ με χρυσάφι και λάξευσε επάνω σε όλους τους τοίχους τους κυρίως Ναού και του χώρου των Αγίων των Αγίων γύρω-γύρω, επάνω στην εσωτερική τους πλευρά, ανάγλυφα σχήματα Χερουβίμ και φοινικόδεντρων)»].Δεν είναι πολύ πιο σεβάσμιο να στολίζουμε όλους τους τοίχους του οίκου του Κυρίου με μορφές και απεικονίσεις άγιων, παρά με άλογα ζώα και δέντρα; Πού είναι ο νόμος που παραγγέλλει: «δεν θα κατασκευάσεις κανένα ομοίωμα»;

Αλλά ο Σολομών, που δέχτηκε έκχυση σοφίας, χωρίς να εικονίζει τον Θεό, έκανε χερουβίμ και ομοιώματα λιονταριών και βοδιών-πράγματα που απαγορεύει ο νόμος- και εμείς, χωρίς να εικονίζουμε τον Θεό, κάνουμε τα εικονίσματα των αγίων. Γιατί, όπως τότε και ο ναός και ο λαός εξαγνίζονταν με αίμα άλογων ζώων και με στάχτη από δαμάλι [βλ. Εβρ. 9,12-14: «οδ δι᾿ αματος τράγων κα μόσχων, δι δ το δίου αματος εσλθεν φάπαξ ες τ για, αωνίαν λύτρωσιν εράμενος, ε γρ τ αμα ταύρων κα τράγων κα σποδς δαμάλεως αντίζουσα τος κεκοινωμένους γιάζει πρς τν τς σαρκς καθαρότητα, πόσ μλλον τ αμα το Χριστο, ς δι Πνεύματος αωνίου αυτν προσήνεγκεν μωμον τ Θε, καθαριε τν συνείδησιν μν π νεκρν ργων ες τ λατρεύειν Θε ζντι; (:Ούτε χρησιμοποίησε ο Χριστός ως θυσία το αίμα τράγων και μόσχων, όπως οι αρχιερείς των Ιουδαίων. Αλλά με το δικό Του αίμα μπήκε μια για πάντα στα επουράνια Άγια και εξασφάλισε για μας απολύτρωση όχι προσωρινή, αλλά αιώνια. Διότι, εάν το αίμα των ταύρων και των τράγων και το ράντισμα με το νερό και τη στάχτη του δαμαλιού που κατακαιγόταν στο θυσιαστήριο δίνει στους θρησκευτικά μολυσμένους και ακάθαρτους έναν εξωτερικό καθαρμό και εξαγνίζει το σώμα τους, προκειμένου να μπορούν να μετέχουν στη λατρεία, πόσο μάλλον το αίμα του Χριστού, ο Οποίος με το αιώνιο Πνεύμα που κατοικούσε μέσα του πρόσφερε στον Θεό ως θυσία τον εαυτό Του ολοκληρωτικά καθαρό και ελεύθερο από κάθε ρύπο αμαρτίας, θα καθαρίσει τη συνείδησή σας από τα έργα της αμαρτίας που φέρνουν στην ψυχή νέκρωση, και θα σας αξιώσει να λατρεύετε αξίως τον ζωντανό Θεό;)»], ενώ τώρα εξαγνίζονται με το αίμα του Χριστού που μαρτύρησε την εποχή του Ποντίου Πιλάτου [βλ. Α΄Τιμ.6,13: «Παραγγέλλω σοι νώπιον το Θεο το ζωοποιοντος τ πάντα κα Χριστο ησο το μαρτυρήσαντος π Ποντίου Πιλάτου τν καλν μολογίαν(:Σου παραγγέλλω ενώπιον του Θεού, ο Οποίος μεταδίδει ζωή στα πάντα, και ενώπιον του Ιησού Χριστού, ο Οποίος μπροστά στον Πόντιο Πιλάτο έδωσε τη μαρτυρία της καλής ομολογίας ότι είναι ο Υιός του Θεού)»], καθιστώντας τον εαυτό Του απαρχή των μαρτύρων, αλλά ακόμα και η Εκκλησία έχει θεμελιωθεί και με το ιερό αίμα των αγίων, έτσι τότε ο οίκος του Θεού στολιζόταν με μορφές και παραστάσεις άλογων ζώων, ενώ τώρα με μορφές αγίων, οι οποίοι κατέστησαν τους εαυτούς τους, ναούς έμψυχους και λογικούς για να κατοικήσει ο ζωντανός Θεός πνευματικά.

21. Ζωγραφίζουμε τον Χριστό, τον βασιλέα και Κύριο, χωρίς να τον απογυμνώνουμε από το στράτευμά Του˙ γιατί οι άγιοι είναι ο στρατός του Κυρίου. Ας απογυμνώσει ο επίγειος βασιλιάς τον εαυτό του από το στράτευμά του, και έπειτα τον βασιλιά του και Κύριο. Ας βγάλει πρώτα αυτός τη βασιλική αλουργίδα[πορφυρένιο ένδυμα, χαρακτηριστικό των βασιλέων] και το διάδημα [:ταινία που έδενε την κόμη των βασιλέων και συνεκδοχικά το στέμμα και η βασιλική εξουσία], και τότε να καταργήσει το σεβασμό προς εκείνους που θριάμβευσαν εναντίον του τυράννου και έγιναν κύριοι των παθών τους. Γιατί, αν είναι κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού [βλ. Ρωμ. 8,17: «ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν(:αφού λοιπόν είμαστε παιδιά, είναι φυσικό να είμαστε και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι του Θεού ως πατέρας μας, και συγκληρονόμοι του Χριστού ως αδελφού μας. Και γινόμαστε συγκληρονόμοι του Χριστού, αν βεβαίως πάσχουμε μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξαστούμε μαζί Του)»] και μέτοχοι της θείας δόξας και βασιλείας Του, πώς δεν θα γίνουν και μέτοχοι της επί γης δόξας Του οι φίλοι του Χριστού;

«Δεν σας αποκαλώ δούλους», λέγει ο Θεός, «αλλά εσείς είσθε φίλοι μου» [βλ. Ιω. 15,14-15: «μες φίλοι μού στε, ἐὰν ποιτε σα γ ντέλλομαι μν. οκέτι μς λέγω δούλους, τι δολος οκ οδε τί ποιε ατο κύριος· μς δ ερηκα φίλους, τι πάντα κουσα παρ το πατρός μου γνώρισα μν(: Εσείς είστε φίλοι μου. Κι εγώ σας δείχνω την τέλεια και ανυπέρβλητη αγάπη μου θυσιάζοντας τη ζωή μου. Και θα εξακολουθείτε να είστε φίλοι μου, εάν κάνετε όσα εγώ σας ζητώ. Δεν σας ονομάζω πλέον δούλους, διότι ο δούλος χρησιμοποιείται ως απλό όργανο από τον κύριό του και δεν γνωρίζει ποιον σκοπό και ποιον λόγο έχει αυτό που θέλει να κάνει ο κύριός του, όταν του ζητά να εκτελέσει κάποια εντολή του. Σας ονόμασα φίλους, διότι όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου σας τα γνωστοποίησα· διότι σας θέλω συνεργάτες μου, για να συνεχίσετε με πλήρη επίγνωση το έργο μου)»[Ιω.15,14-15], θα τους στερήσουμε λοιπόν την τιμή που τους έχει δώσει η Εκκλησία;

Πω πω θρασύ χέρι! Πω πω προκλητική γνώμη που αντιστρατεύεται στον Θεό και ενεργεί αντίθετα προς τα προστάγματά Του! Δεν προσκυνάς την εικόνα; Να μην προσκυνάς ούτε τον Υιό του Θεού, ο οποίος είναι εικόνα του αόρατου Θεού ζωντανή [βλ. Κολ. 1,15: «ς στιν εκν το Θεο το οράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως(:Αυτός ο Υιός είναι εικόνα του αόρατου Θεού, ο οποίος δεν φαίνεται με τα σωματικά μας μάτια. Είναι πρωτότοκος, που δεν κτίσθηκε, αλλά γεννήθηκε από την ίδια την ουσία του Πατρός, πριν να δημιουργηθούν όλα τα κτίσματα)»] και χαρακτήρας απαράλλακτος.

Προσκυνώ την εικόνα του Χριστού ως σαρκωμένου Θεού, της Δέσποινας όλων των ανθρώπων, της Θεοτόκου, ως μητέρας του Υιού του Θεού, των αγίων, ως φίλων του Θεού, οι οποίοι αντιστάθηκαν στην αμαρτία δίνοντας και το αίμα τους και μιμήθηκαν τον Χριστό χύνοντας το αίμα τους γι’ Αυτόν, ο Οποίος προηγουμένως είχε χύσει το δικό Του αίμα γι΄ αυτούς και για όσους πολιτεύθηκαν ακολουθώντας τα ίχνη Του. Αυτών τα κατορθώματα και τα πάθη ζωγραφίζω, επειδή με αυτά αγιάζομαι και καλλιεργείται ο ζήλος μου να τα μιμηθώ[Αυτή είναι η σωστή τοποθέτηση της έννοιας της προσκυνήσεως των άγιων εικόνων].Και αυτά τα σέβομαι και τα προσκυνώ· γιατί ο σεβασμός της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο, λέει ο Μέγας Βασίλειος[ Μ. Βασιλείου Περί του άγιου Πνεύματος, P.G. 32,149C].

Αν ανεγείρεις ναούς για τους αγίους του Θεού, τότε ύψωσε και τα τρόπαιά τους. Παλαιότερα δεν κτιζόταν ναός στο όνομα ανθρώπων, ούτε γιορταζόταν ο θάνατος των δικαίων, αλλά τον πενθούσαν, και όποιος άγγιζε νεκρό εθεωρείτο ακάθαρτος [Αριθμ. 19,11: « πτόμενος το τεθνηκότος πάσης ψυχς νθρώπου κάθαρτος σται πτ μέρας(:αυτός που αγγίζει το σώμα κάθε νεκρού ανθρώπου θα είναι νομικώς ακάθαρτος για επτά μέρες)»[Αριθμ.19,11], ακόμα και τον ίδιο τον Μωυσή αν άγγιζε. Τώρα όμως γιορτάζονται οι μνήμες των αγίων· πένθησαν το νεκρό σώμα του Ιακώβ [ Γέν. 50, 11-12:

« Κα εδον ο κάτοικοι τς γς Χαναν τ πένθος π λωνι τδ κα επαν· πένθος μέγα τοτό στι τος Αγυπτίοις· δι τοτο κάλεσε τ νομα ατο Πένθος Αγύπτου, στι πέραν το ορδάνου. κα ποίησαν ατ οτως ο υο ατο(: και είδαν οι κάτοικοι της Χαναάν το μεγάλο και βαρύ πένθος όλου εκείνου του πλήθους στο αλώνι Ατάδ και είπαν: ”Αυτό είναι πένθος μεγάλο των Αιγυπτίων”. Για τον λόγο αυτόν ονομάστηκε ο τόπος εκείνος: “Πένθος Αιγύπτου”. Ο τόπος αυτός είναι στην ανατολική όχθη του Ιορδάνη. Και τα παιδιά του Ιακώβ έτσι έκαναν για τον νεκρό πατέρα τους)»], αλλά πανηγυρίζεται ο θάνατος του Στεφάνου. Ή λοιπόν κατάργησε και τις πανηγυρικές μνήμες των αγίων, που γίνονται αντίθετα προς τον παλαιό νόμο, ή επίτρεψε και τις εικόνες που είναι, όπως εσύ ισχυρίζεσαι, αντίθετες προς τον νόμο.

Όμως είναι αδύνατο να μην γιορτάζουμε τις μνήμες των αγίων, γιατί αυτές προστάζει να γίνονται ο χορός των αγίων αποστόλων και των θεοφόρων πατέρων. Από τη στιγμή που ο Θεός Λόγος έγινε σάρκα και ομοιώθηκε εξ ολοκλήρου με εμάς, χωρίς αμαρτία, και ενώθηκε ασύγχυτα με την ανθρώπινη φύση και θέωσε αμετάβλητα τη σάρκα με την ασύγχυτη περιχώρηση της θεότητάς Του και της σάρκας Του, πραγματικά αγιασθήκαμε. Και από τη στιγμή που ο Υιός του Θεού και Θεός, ο Οποίος, ενώ ήταν απαθής κατά τη θεότητα, έπαθε κατά το ανθρώπινο πρόσλημμα και ξεπλήρωσε το δικό μας χρέος, χύνοντας για μας πολύτιμο και αξιοθαύμαστο λύτρο (γιατί το αίμα του Υιού κινεί το έλεος του Πατέρα και είναι σεβαστό από Αυτόν), πραγματικά ελευθερωθήκαμε.

Και από τη στιγμή που, κατεβαίνοντας στον άδη στις ψυχές, που από αιώνες ήταν δεμένες σαν αιχμάλωτες, κήρυξε άφεση και σαν τυφλές που ήταν, τους ξανάδωσε το φως τους[Λουκά 4,19: «κηρξαι αχμαλώτοις φεσιν κα τυφλος νάβλεψιν, ποστελαι τεθραυσμένους ν φέσει, κηρξαι νιαυτν Κυρίου δεκτόν(:Με έστειλε να κηρύξω άφεση και ελευθερία στους δούλους και αιχμάλωτους της αμαρτίας και να χαρίσω το φως σε εκείνους που έχουν τυφλωμένο τον νου τους από τον σκοτισμό των παθών. Με έστειλε να ελευθερώσω από κάθε ενοχή εκείνους που έχουν καταπληγωθεί και συντριβεί από την αμαρτία. Με έστειλε να κηρύξω και να αναγγείλω την έναρξη της νέας περιόδου, η οποία είναι αρεστή στον Θεό και επιθυμητή στους ανθρώπους˙ διότι την περίοδο αυτή πραγματοποιείται από τον Μεσσία η βουλή του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων)»], και, αφού έδεσε τον ισχυρό του άδη με την υπεροχή της δύναμής Του [Ματθ.12,29: « πς δύναταί τις εσελθεν ες τν οκίαν το σχυρο κα τ σκεύη ατο ρπάσαι, ἐὰν μ πρτον δήσ τν σχυρόν; κα τότε τν οκίαν ατο διαρπάσει(:Ή – αν δεν σας πείθει η απόδειξη αυτή – σας ρωτώ: Πώς μπορεί κάποιος να μπει στο σπίτι του δυνατού διαβόλου και να αρπάξει τους δαιμονισμένους, που τους κατέχει σαν άψυχα σκεύη, εάν δεν κατανικήσει και δεν δέσει πρωτύτερα τον ισχυρό; Και τότε θα διαρπάσει το σπίτι του. Η δύναμη του διαβόλου λοιπόν όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με Εμένα, αλλά αντίθετα κατανικήθηκε και εκμηδενίστηκε από τη δύναμή μου)»], ανέστησε τη σάρκα που γι΄ Αυτόν πήρε από μας, κάνοντάς την άφθαρτη, γίναμε πραγματικά άφθαρτοι.

Από τη στιγμή επίσης που γεννηθήκαμε μέσω του ύδατος και του Πνεύματος [Ιω.3,5: «μν μν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθ ξ δατος κα Πνεύματος, ο δύναται εσελθεν ες τν βασιλείαν το Θεο(:Αληθινά, αληθινά σου λέω ό,τι εάν δεν γεννηθεί κανείς πνευματικά από το νερό του αγίου Βαπτίσματος και από το Άγιο Πνεύμα, το οποίο αοράτως με το νερό αυτό αναγεννά τον άνθρωπο, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού)»], πραγματικά υιοθετηθήκαμε και γίναμε κληρονόμοι του Θεού [βλ. Ρωμ.8,17: «Ε δ τέκνα, κα κληρονόμοι, κληρονόμοι μν Θεο, συγκληρονόμοι δ Χριστο, επερ συμπάσχομεν να κα συνδοξασθμεν(:Αφού λοιπόν είμαστε παιδιά, είναι φυσικό να είμαστε και κληρονόμοι˙ κληρονόμοι του Θεού ως πατέρα μας, και συγκληρονόμοι του Χριστού ως αδελφού μας. Και γινόμαστε συγκληρονόμοι του Χριστού, αν βεβαίως πάσχουμε μαζί με Αυτόν, έτσι ώστε και να δοξαστούμε μαζί Του)»]. Γι΄αυτό ο Παύλος τους πιστούς τους ονομάζει αγίους. Γι’ αυτό δεν πενθούμε, αλλά γιορτάζουμε τον θάνατο των αγίων. Γι’ αυτό δεν βρισκόμαστε κάτω από την κυριαρχία του νόμου, αλλά της χάριτος [Ρωμ.6,14: «μαρτία γρ μν ο κυριεύσει· ο γάρ στε π νόμον, λλ᾿ π χάριν(:Και μπορείτε να το κατορθώσετε αυτό, διότι η αμαρτία δεν θα σας κυριεύσει. Διότι δεν είστε πλέον κάτω από την εξουσία του νόμου, που πρόσταζε το ορθό και το δίκαιο, δεν έδινε όμως και την ενίσχυση προκειμένου να το κατορθώσει κανείς αυτό. Αλλά είστε τώρα μέσα στην εξουσία της χάριτος, η οποία και μας συγχωρεί για όσα κακά κάναμε στο παρελθόν, ενώ παράλληλα μας ενισχύει και μας ασφαλίζει για να βαδίζουμε τον δρόμο της αγιότητος)»], επειδή δικαιωθήκαμε με την πίστη [Ρωμ.5,1:«Δικαιωθέντες ον κ πίστεως ερήνην χομεν πρς τν Θεν δι το Κυρίου μν ησο Χριστο(:Αφού λοιπόν γίναμε δίκαιοι μέσω της πίστεως, έχουμε ειρήνη με τον Θεό διαμέσου της μεσιτείας του Κυρίου μας Ιησού Χριστού)»] και γνωρίσαμε τον μόνο αληθινό Θεό - για τον δίκαιο δεν υπάρχει νόμος[Α΄Τιμ.1,9: «εδς τοτο, τι δικαί νόμος ο κεται, νόμοις δ κα νυποτάκτοις, σεβέσι κα μαρτωλος, νοσίοις κα βεβήλοις, πατρολαις κα μητρολαις, νδροφόνοις (:Ας γνωρίζει λοιπόν αυτό όποιος χρησιμοποιεί τον νόμο, ότι δηλαδή ο νόμος δεν ορίστηκε ούτε είναι αναγκαίος για τον δίκαιο· διότι αυτός έχει οδηγό του τον έμφυτο ηθικό νόμο, που φυσικά είναι γραμμένος στην καρδιά του. Ο νόμος ορίστηκε για  τους άνομους και τους ανυπότακτους, για τους ασεβείς και αμαρτωλούς, για εκείνους που δεν έχουν ιερό και όσιο και βεβηλώνουν τα πάντα, για όσους κακοποιούν και σκοτώνουν τον πατέρα τους και τη μητέρα τους, για τους φονιάδες)»]-, δεν είμαστε υποδουλωμένοι σαν νήπια στα στοιχεία του νόμου, αλλά, αφού γίναμε άνδρες ώριμοι [Εφ.4,13: «μέχρι καταντήσωμεν ο πάντες ες τν νότητα τς πίστεως κα τς πιγνώσεως το υο το Θεο, ες νδρα τέλειον, ες μέτρον λικίας το πληρώματος το Χριστο(:μέχρι να φθάσουμε να έχουμε όλοι μία και την ίδια αληθινή πίστη και τέλεια γνώση του Υιού του Θεού και να προοδεύσουμε πνευματικά, έως ότου γίνουμε ένας τέλειος άνθρωπος˙ και να αποκτήσουμε το μέτρο της πνευματικής ωριμότητος και τελειότητος του Χριστού, δηλαδή να έχουμε πλήρεις τις δωρεές και την πνευματική τελειότητά Του)»], τρεφόμαστε με στέρεη τροφή, όχι με εκείνη που οδηγεί προς την ειδωλολατρία. Ο νόμος είναι καλός γιατί φωτίζει σαν λυχνάρι [ Ψαλμ. 118,105: «Λύχνος τος ποσί μου νόμος σου κα φς τας τρίβοις μου(:Ο νόμος είναι φως που με καθοδηγεί για να πολιτεύομαι ορθά και απρόσκοπτα, όπως και ο λύχνος φωτίζει τον καιρό της νύκτας να μην σκοντάφτουν τα πόδια μου. Το θείο Σου αυτό λυχνάρι είναι φως που φωτίζει τις οδούς της ζωής μου)»] σε τόπο κακοτράχηλο, αλλά μέχρι να φωτίσει η ημέρα˙ ήδη όμως ανέτειλε ήλιος στις καρδιές μας και ζωντανό νερό της θεογνωσίας κάλυψε τις θάλασσες των εθνών και όλοι γνωρίσαμε τον Κύριο.

Πέρασαν τα παλαιά, να, όλα έγιναν καινούργια [ Β΄Κορ. 5,17: «στε ε τις ν Χριστ καιν κτίσις· τ ρχαα παρλθεν, δο γέγονε καιν τ πάντα (:αλλά εφόσον πεθάναμε μαζί με τον Χριστό, αυτό σημαίνει ότι καθένας που είναι ενωμένος με Αυτόν είναι νέο δημιούργημα. Η αρχαία κατάσταση, την οποία είχε δημιουργήσει ο μωσαϊκός νόμος και η αμαρτία, πέρασε. Ιδού, έχουν γίνει όλα νέα)»]. Λέει λοιπόν ο θείος απόστολος στον Πέτρο, τον πρωτοκορυφαίο των αποστόλων: «Εάν εσύ, ενώ είσαι Ιουδαίος, ζεις ως εθνικός και όχι ως Ιουδαίος, γιατί αναγκάζεις τους εθνικούς να ζουν σαν Ιουδαίοι;» [ Γαλ. 2,14: «λλ᾿ τε εδον τι οκ ρθοποδοσι πρς τν λήθειαν το εαγγελίου, επον τ Πέτρ μπροσθεν πάντων· ε σ ουδαος πάρχων θνικς ζς κα οκ ουδαϊκς, τί τ θνη ναγκάζεις ουδαΐζειν; (: εγώ όμως όταν είδα ότι δεν βαδίζουν σωστά, σύμφωνα με την αλήθεια του Ευαγγελίου, είπα στον Πέτρο μπροστά σε όλους: Εάν εσύ, ενώ είσαι γεννημένος Ιουδαίος, τώρα που έγινες μαθητής του Χριστού ζεις και συμπεριφέρεσαι όπως οι εθνικοί Χριστιανοί και όχι όπως οι Ιουδαίοι, γιατί με αυτό που κάνεις τώρα αναγκάζεις τους εθνικούς Χριστιανούς να ακολουθούν τα έθιμα και τις παραδόσεις των Ιουδαίων;)»].

Προς τους Γαλάτες πάλι γράφει: «Πληροφορώ κάθε άνθρωπο που περιτέμνεται ότι είναι υποχρεωμένος να τηρήσει ολόκληρο τον νόμο»[Γαλ. 5,3: «Μαρτύρομαι δ πάλιν παντ νθρώπ περιτεμνομέν τι φειλέτης στν λον τν νόμον ποισαι (: Δίνω και πάλι βεβαίωση ενώπιον του Θεού σε κάθε άνθρωπο που περιτέμνεται, ότι έχει την υποχρέωση να τηρεί όλο τον νόμο, αφού με την περιτομή που κάνει, προτιμά τη δικαίωση μέσω του νόμου από τη δικαίωση που δίνει ο Χριστός)».

22. Στα παλιά τα χρόνια, επειδή δεν γνωρίζαμε τον Θεό, δουλεύαμε σε θεούς που δεν ήταν εκ φύσεως θεοί· τώρα όμως που γνωρίσαμε τον Θεό, ή καλύτερα που μας γνώρισε ο ίδιος ο Θεός, πώς να επιστρέψουμε πάλι στα ανίσχυρα και φτωχά στοιχεία; [ Γαλ. 4, 8-9: «λλ τότε μν οκ εδότες Θεν δουλεύσατε τος μ φύσει οσι θεος· νν δ γνόντες Θεόν, μλλον δ γνωσθέντες π Θεο, πς πιστρέφετε πάλιν π τ σθεν κα πτωχ στοιχεα, ος πάλιν νωθεν δουλεύειν θέλετε;(: αλλά βέβαια τότε που ήσασταν στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας, επειδή δεν γνωρίζετε τον Θεό, είχατε υποδουλωθεί σε θεούς που δεν είναι πραγματικοί. Τώρα όμως που γνωρίσατε τον αληθινό Θεό, ή για να πω καλύτερα, τώρα που σας γνώρισε ο Θεός ως παιδιά Του, πώς επιστρέφετε πάλι στη στοιχειώδη και ατελή θρησκευτική διδασκαλία, που είναι φτωχή, αδύνατη και ανίκανη να σας σώσει; Και θέλετε να υποδουλωθείτε σε αυτήν πάλι τώρα απ’ την αρχή, όπως παλαιότερα;)»]. Είδα τη μορφή του Θεού την ανθρώπινη  «και σώθηκε η ψυχή μου» [:Γέν. 32, 30: «κα κάλεσεν ακβ τ νομα το τόπου κείνου, Εδος Θεο· εδον γρ Θεν πρόσωπον πρς πρόσωπον, κα σώθη μου ψυχή(: τότε αντιλήφθηκε ο Ιακώβ Ποιος ήταν Εκείνος με τον Οποίο πάλεψε, και γεμάτος ευγνωμοσύνη δοξάζει και ευχαριστεί τον Θεό. Για τον λόγο αυτόν ονόμασε τον τόπο εκείνον “Εμφάνιση Θεού”, διότι είπε: “Είδα τον Θεό πρόσωπο προς πρόσωπο και όμως δεν πέθανα, αλλά εξακολουθώ να ζω! Μεγάλη η συγκατάβαση του Θεού”)». Βλέπω την εικόνα του Θεού όπως την είδε ο Ιακώβ, αν και διαφορετικά στη μια και διαφορετικά στην άλλη περίπτωση· γιατί εκείνος είδε την άυλη μορφή Του, που προμήνυε το μελλοντικό γεγονός, με τα άυλα μάτια του νου, ενώ εγώ βλέπω την εικόνα που ζωντανεύει σαν φωτιά τη μνήμη του Θεού που έγινε ορατός με τη σάρκα. Η σκιά των αποστόλων και τα σουδάρια και τα μαντήλια απομάκρυναν τις αρρώστιες και φυγάδευαν τα δαιμόνια˙ πώς λοιπόν να μη δοξάζεται η σκιά και η εικόνα των αγίων; Ή κατάργησε την προσκύνηση κάθε ύλης, ή μη καινοτομείς ούτε να μετακινείς όρια αιώνια που έθεσαν οι πατέρες σου [ Παροιμ. 22,28: «Μ μέταιρε ρια αώνια, θεντο ο πατέρες σου(: Μην μετατοπίζεις τα αιώνια και παμπάλαια σύνορα των κτημάτων ή οικοπέδων, τα οποία όρισαν και κανόνισαν οι πρόγονοί σου. Μην μεταβάλλεις και μη νοθεύεις τις ιερές σου παραδόσεις και μην εγκαταλείπεις ούτε να αλλάζεις τα αγνά ήθη των προγόνων σου)»]

23. Δεν παρέδωσαν μόνο γραπτώς την εκκλησιαστική θεσμοθεσία, αλλά και με μερικές άγραφες παραδόσεις. Λέει λοιπόν ο θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος στο εικοστό έβδομο από τα τριάντα κεφάλαια Περί του αγίου Πνεύματος, που απευθύνονται προς τον Αμφιλόχιο, κατά λέξη τα εξής: «Από τα δόγματα και τις διδασκαλίες που φυλάγονται στην Εκκλησία, άλλα τα έχουμε από τη γραπτή διδασκαλία, και άλλα από την παράδοση των αποστόλων, που μας παραδόθηκαν και τα παραλάβαμε με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, που και τα δύο έχουν το ίδιο κύρος για την ευσέβεια. Κανείς λοιπόν να μη αντιλέγει σε αυτά, έστω και αν έχει μικρή πείρα των εκκλησιαστικών θεσμών γιατί, αν επιχειρούσαμε να απορρίψουμε όλες τις παραδόσεις μας που δεν περιέχονται στην Αγία Γραφή, επειδή τάχα δεν έχουν μεγάλη ισχύ, θα κάναμε λάθος ζημιώνοντας το Ευαγγέλιο στα πιο καίρια σημεία του»[Μ. Βασιλείου, Περί του αγίου Πνεύματος, P.G. 32,188A].Αυτά τα λόγια είναι του Μεγάλου Βασιλείου.

Από πού άλλωστε γνωρίζουμε τον άγιο τόπο του κρανίου[Ματθ.27,33: «Κα λθόντες ες τόπον λεγόμενον Γολγοθ, στι λεγόμενος κρανίου τόπος(:και αφού ήλθαν σε κάποιον τόπο που λεγόταν Γολγοθάς, όνομα που σημαίνει τόπος κρανίου)»], τον Γολγοθά, το μνήμα της ζωής; Δεν το παρέλαβαν τα παιδιά από τους πατέρες τους αγράφως; Γιατί, το ότι ο Κύριος σταυρώθηκε στον τόπο του κρανίου και θάφτηκε σε μνήμα που το σκάλισε ο Ιωσήφ στον βράχο, είναι γραμμένο[Ματθ.27,33-60], το ότι όμως αυτά είναι εκείνα που προσκυνούμε τώρα, τα γνωρίζουμε από άγραφη παράδοση, και πολλά αλλά παρόμοια με αυτά. Από πού ξέρουμε την τριπλή κατάδυση στο βάπτισμα; Από πού την συνήθεια να προσευχόμαστε στραμμένοι προς την Ανατολή; Από πού την παράδοση των μυστηρίων; Γι’ αυτό και ο θεσπέσιος απόστολος Παύλος λέει: «ρα ον, δελφοί, στήκετε, κα κρατετε τς παραδόσεις ς διδάχθητε ετε δι λόγου ετε δι᾿ πιστολς μν(: Άρα λοιπόν, αδελφοί, σύμφωνα με όσα σας είπαμε, να μένετε αμετακίνητοι και να κρατάτε τις παραδόσεις που διδαχθήκατε είτε με τον προφορικό μας λόγο, είτε με επιστολή μας)»[Β΄Θεσ.2,15].

Αφού λοιπόν πολλά και τόσο σημαντικά παραδόθηκαν στην Εκκλησία αγράφως και φυλάχθηκαν μέχρι τώρα, γιατί λεπτολογείς για τις εικόνες;

24. Οι ρήσεις λοιπόν της Γραφής και των πατέρων που αναφέρεις δεν καταδικάζουν την προσκύνηση των δικών μας εικόνων, αλλά των ειδωλολατρών που τις θεοποιούν. Δεν πρέπει λοιπόν, εξαιτίας της καταχρήσεως των εθνικών, να καταργήσουμε και τη δική μας προσκύνηση που γίνεται με ευσέβεια. Εξορκίζουν οι μάγοι και οι γόητες, εξορκίζει και η Εκκλησία τους κατηχουμένους, αλλά εκείνοι βέβαια επικαλούμενοι δαίμονες, ενώ η Εκκλησία τον Θεό εναντίον των δαιμόνων. Οι ειδωλολάτρες αφιερώνουν τις εικόνες στους δαίμονες και τις αποκαλούν θεούς, ενώ εμείς τις αφιερώνουμε στον αληθινό Θεό, που σαρκώθηκε, και στους δούλους[Η έννοια της λέξεως «δούλος» εδώ αναφέρεται στη σχέση του ανθρώπου ως κτίσματος προς τον κτίστη Θεό και δεν σημαίνει εκείνους που δουλικά δέχονται τις εντολές του Θεού] και φίλους του Θεού [Ιω. 15,14: «μες φίλοι μού στε, ἐὰν ποιτε σα γ ντέλλομαι μν(: Εσείς είστε φίλοι μου. Κι εγώ σας δείχνω την τέλεια και ανυπέρβλητη αγάπη μου θυσιάζοντας τη ζωή μου. Και θα εξακολουθείτε να είστε φίλοι μου, εάν κάνετε όσα εγώ σας ζητώ)»], που απομακρύνουν τα στίφη των δαιμόνων.

25. Εάν πάλι ισχυρίζεσαι ότι ο θείος και θαυμάσιος Επιφάνιος[Πρόκειται για τον επίσκοπο Σαλαμίνας Κύπρου(315-403), ο οποίος φέρεται ότι έγραψε μεταξύ άλλων και ένα έργο εναντίον των αγίων εικόνων, τη γνησιότητα του οποίου αμφισβητεί εδώ ο Ιερός Δαμασκηνός] τις απαγόρευσε κατηγορηματικά, πρώτον είναι ενδεχόμενο να είναι ο λόγος του νόθος και πλαστός, να είναι δηλαδή κόπος άλλου και να έχει την επωνυμία άλλου, πράγμα που πολλοί συνηθίζουν να κάνουν. Δεύτερον, γνωρίζουμε ότι ο μακάριος Αθανάσιος απαγόρευσε να τοποθετούν τα λείψανα των αγίων σε λειψανοθήκες, ή μάλλον διέταξε να τα θάβουν στη γη, επειδή ήθελε να καταργήσει την άτοπη συνήθεια των Αιγυπτίων, οι οποίοι δεν έθαβαν τους νεκρούς τους, αλλά τους τοποθετούσαν σε κρεβάτια και φορεία. Ίσως και ο μέγας Επιφάνιος, θέλοντας να διορθώσει κάτι τέτοιο, νομοθέτησε να μην κατασκευάζουν εικόνες, εάν βέβαια δεχθούμε ότι είναι δικός του ο λόγος· γιατί, ότι σκοπός του δεν ήταν να τις απομακρύνει, το μαρτυρεί η εκκλησία του ιδίου του θεσπέσιου Επιφανίου, που μέχρι σήμερα είναι στολισμένη με εικόνες.

Τρίτον, το σπάνιο δεν μπορεί να γίνει νόμος στην Εκκλησία, ούτε ένα χελιδόνι φέρνει την άνοιξη, όπως και ο Γρηγόριος ο θεολόγος[Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 39, P.G.36,352] δέχεται και η αλήθεια είναι ότι ούτε ένας λόγος είναι σε θέση να ανατρέψει την παράδοση όλης της Εκκλησίας, από τα πέρατα της γης μέχρι τα πέρατα αυτής.

26. Να δέχεσαι λοιπόν το πλήθος των γραφικών και πατερικών ρήσεων, που, αν και η Γραφή λέγει: «τ εδωλα τν θνν, ργριον κα χρυσον, ργα χειρν νθρπων (: τα είδωλα που λατρεύουν οι εθνικοί είναι μεν αργυρά και χρυσά, όμως δεν παύουν να είναι μέταλλα άψυχα, τα οποία επεξεργάστηκαν και τους προσέδωσαν τη μορφή των ειδώλων ανθρώπινα χέρια)» [Ψαλμ.113,12], όμως δεν απαγορεύει την προσκύνηση άψυχων ή χειροποίητων έργων, αλλά των εικόνων των δαιμόνων.

27. Ότι βέβαια οι προφήτες προσκύνησαν αγγέλους και ανθρώπους και βασιλείς και ασεβείς και ράβδο, έχει λεχθεί· λέει επίσης και ο Δαβίδ: «ψοτε Κύριον τν Θεν μν κα προσκυνετε τ ποποδί τν ποδν ατο, τι γιός στι(: Κατανοήστε λοιπόν το ύψος του Κυρίου και αντάξια προς το ύψος αυτό δοξολογείτε Κύριο τον Θεό μας και προσκυνείτε με ευλάβεια τον τόπο μέσα στον Ναό της Σιών, επάνω στον οποίο πατούν οι πόδες Του, διότι είναι αυτός τόπος ιερός και άγιος)»[Ψαλμ.98,5]· [«Υποπόδιο» είναι το στήριγμα που έβαζαν κάτω από τα πόδια τους]. Ο Ησαΐας εξ ονόματος του Θεού λέει: « ορανός μοι θρόνος, δ γ ποπόδιον τν ποδν μου· ποον οκον οκοδομήσετέ μοι; κα ποος τόπος τς καταπαύσεώς μου;(: ο ουρανός ολόκληρος είναι θρόνος μου, ενώ η γη είναι στήριγμα κάτω από τα πόδια μου. Ποιο λοιπόν οίκο θα οικοδομήσετε για Εμένα, ικανό να με περιλάβει; Και ποιος τόπος είναι κατάλληλος για να αναπαυθώ;)»[ Ησ. 66,1]. Ο ουρανός και η γη στον καθένα είναι φανερό ότι είναι κτίσματα. Και ο Μωυσής επίσης και ο Ααρών μαζί με όλο τον λαό προσκύνησαν χειροποίητα πράγματα.

Λέει λοιπόν ο Παύλος, ο χρυσός μελωδός (τέττιξ) της Εκκλησίας στην προς Εβραίους επιστολή: «Χριστς δ παραγενόμενος ρχιερες τν μελλόντων γαθν δι τς μείζονος κα τελειοτέρας σκηνς, ο χειροποιήτου, τοτ᾿ στιν ο ταύτης τς κτίσεως(: Αντίθετα ο Χριστός ήλθε ως αρχιερεύς των μελλοντικών αγαθών, των αγαθών δηλαδή της Καινής Διαθήκης. Και εισήλθε στα επουράνια Άγια των Αγίων μέσα από μια ανώτερη και τελειότερη σκηνή, που δεν κατασκευάστηκε από χέρια ανθρώπων. Δηλαδή δεν εισήλθε μέσα από μια επίγεια σκηνή, όπως ήταν η Σκηνή του Μαρτυρίου, αλλά δεδομένου ότι το σώμα Του ήταν η σκηνή και κατοικία του Θεού Λόγου, ασυγκρίτως ανώτερη και τελειότερη, εισήλθε μέσα από τη σκηνή αυτή του σώματός Του. Ακριβώς μάλιστα το σώμα Του αυτό, επειδή συνελήφθη εκ Πνεύματος Αγίου, δεν προερχόταν από την κτίση αυτή, αλλά από νέα πνευματική κτίση)»[ Εβρ.9,11]· και πάλι ο Χριστός δεν εισήλθε σε χειροποίητα άγια, αντίγραφα των αληθινών, αλλά στον ουρανό: «Ο γρ ες χειροποίητα για εσλθεν Χριστός, ντίτυπα τν ληθινν, λλ᾿ ες ατν τν ορανόν, νν μφανισθναι τ προσώπ το Θεο πρ μν(: διότι ο Χριστός δεν μπήκε σε Άγια Αγίων που έκτισαν άνθρωποι και αποτελούν απομίμηση και εικόνα των αληθινών Αγίων˙ αλλά μπήκε στον ίδιο τον ουρανό, για να παρουσιαστεί τώρα μπροστά στο πρόσωπο του Θεού και να πρεσβεύει για μας)»[Εβρ.9,24]. Ώστε τα προηγούμενα άγια και η σκηνή και όλα όσα υπήρχαν μέσα σε αυτήν ήταν χειροποίητα, και ότι τα προσκυνούσαν κανείς δεν αντιλέγει.

Μαρτυρίες παλαιών και δοκίμων Πατέρων περί των ιερών εικόνων.

[Στο εξής ο ιερός Δαμασκηνός παραθέτει και σχολιάζει μαρτυρίες παλαιότερών του δοκίμων πατέρων για τις ιερές εικόνες· βλ. Migne, P. G. 94,1260A]

28. Του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτη από την επιστολή προς Τίτον:

«Χρή τοιγαρον κα μς ντ τς δημώδους περ ατν πολήψεως εσω τν ερν συμβόλων εροπρεπς διαλαβεν κα μηδ τιμάζειν ατ τν θείων ντα χαρακτήρων κγονα κα ποτυπώματα κα εκόνας μφανες τν πορρήτων κα περφυν θεαμάτων (:Πρέπει λοιπόν και εμείς, αντί να έχουμε την απλοϊκή γι’ αυτά τα πράγματα αντίληψη, να διεισδύσουμε ιεροπρεπώς στο βαθύτερο νόημα των ιερών συμβόλων και να μην ατιμάζουμε αυτά που είναι καρποί και αποτυπώσεις και φανερές εικόνες των άγνωστων και υπερφυσικών θεαμάτων)».

29. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:)Πρόσεξε ότι είπε να μην ατιμάζουμε τις εικόνες των αγίων.

30. Επίσης του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, από το σύγγραμμά του «Περί θείων ονομάτων»:

«Ταύτης κα μες μεμυήμεθα· νν μν ναλόγως μν δι τν ερν παραπετασμάτων τς τν λογίων κα εραρχικν παραδόσεων φιλανθρωπίας ασθητος τ νοητ κα τος οσι τ περούσια περικαλυπτούσης κα μορφς κα τύπους τος μορφώτοις τε κα τυπώτοις περιτιθείσης κα τν περφυ κα σχημάτιστον πλότητα τ ποικιλί τν μεριστν συμβόλων πληθυούσης τε κα διαπλαττούσης(:Σ’ αυτήν έχουμε μυηθεί και εμείς· τώρα δηλαδή ανάλογα με τη δυνατότητά μας, κατανοούμε τα θεία πράγματα μέσα από τα ιερά παραπετάσματα της φιλανθρωπίας των λογίων και ιεραρχικών παραδόσεων, η οποία καλύπτει τα νοητά με τα αισθητά και τα υπερούσια με αυτά που υπάρχουν, και δίνει μορφές και τύπους σε αυτά που είναι χωρίς μορφή και τύπο, και με την ποικιλία των επί μέρους συμβόλων πληθύνει και διαπλάθει την υπερφυσική και ασχημάτιστη απλότητα)».

31. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Εάν είναι πράξη φιλανθρωπίας το να δίνει κανείς μορφές και τύπους σε αυτά που είναι ατύπωτα και αμορφοποίητα και στα απλά και ασχημάτιστα, ανάλογα προς τις δικές μας προσλαμβάνουσες παραστάσεις, πώς να μη εικονίσουμε, ανάλογα προς τη δική μας αντιληπτική ικανότητα, αυτά που έγιναν ορατά με μορφές και σχήματα, για να διατηρούμε τη μνήμη τους και από τη μνήμη να παρακινούμαστε προς μίμηση;

32. Του αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, από το σύγγραμμά του «Περί εκκλησιαστικής ιεραρχίας»:

«λλ' α μν πρ μς οσίαι κα τάξεις, ν δη μνήμην ερν ποιησάμην, σώματοί τέ εσι, κα νοητ κα περκόσμιός στιν κατ' ατς εραρχία. Τν καθ' μς δ ρμεν ναλόγως μν ατος τ τν ασθητν συμβόλων ποικιλί πληθυνομένην, φ' ν εραρχικς π τν νοειδ θέωσιν ν συμμετρί τ καθ' μς ναγόμεθα θεόν τε κα θείαν ρετήν, α μν ς νόες νοοσιν κατ τ ατας θεμιτόν, μες δ ασθητας εκόσιν π τς θείας, ς δυνατόν, ναγόμεθα θεωρίας  (:Αλλά οι ουσίες και οι τάξεις που βρίσκονται πάνω από μας, τις οποίες μνημόνευσα ήδη με τρόπο ιερό, είναι ασώματες και η μεταξύ τους ιεράρχηση είναι νοητή και υπερκόσμια.

Τη δική μας όμως ιεραρχία τη βλέπουμε, ανάλογα με τη δυνατότητά μας, να πληθύνεται με την ποικιλία των αισθητών συμβόλων, με τα οποία ιεραρχικώς αναγόμαστε στην ενιαία θέωση, στον Θεό δηλαδή και στη θεία αρετή, συμμετρικά προς τα δικά μας. Οι νοερές βέβαια τάξεις κατανοούν όσο επιτρέπεται σε αυτές, ενώ εμείς με αισθητές εικόνες αναγόμαστε στις θείες θεωρίες, όσο είναι δυνατό)».

33. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Εφόσον λοιπόν ανάλογα με τις δυνάμεις μας αναγόμαστε με αισθητές εικόνες στη θεϊκή και άυλη θεωρία και η θεία πρόνοια από φιλανθρωπία, για τη δική μας χειραγωγία, περιβάλλει με τύπους και σχήματα τα ασχημάτιστα και ατύπωτα, γιατί είναι απρεπές να εικονίζουμε, ανάλογα με τη δική μας φύση, Εκείνον που καταδέχτηκε να πάρει και σχήμα και μορφή και από φιλανθρωπία για μας να γίνει ορατός ως άνθρωπος με τρόπο φυσικό;

Παράδοση που μας έρχεται από πολύ παλιά, αναφέρει ότι ο Αύγαρος, ο βασιλιάς της Έδεσσας, από τη φήμη του Κυρίου πυρπολήθηκε με θείο έρωτα και έστειλε πρέσβεις να τον παρακαλέσουν να τον επισκεφθεί. Εάν όμως αρνιόταν να κάνει αυτό, τους πρόσταξε να κάνουν το ομοίωμά Του σε ζωγράφο. Επειδή το γνώριζε αυτό Εκείνος, που γνωρίζει τα πάντα και όλα τα μπορεί, πήρε ένα πανί και τοποθετώντας το στο πρόσωπό Του, αποτύπωσε σε αυτό τη μορφή Του και αυτό σώζεται μέχρι σήμερα[:εδώ ο Ιερός Δαμασκηνός αναφέρεται στο άγιο Μανδήλιο της Έδεσσας, όπου κατά την παράδοση έχει αποτυπωθεί το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού].

34. Του αγίου Βασιλείου από τον λόγο του στον Μακάριο Βαρλαάμ τον μάρτυρα, του οποίου λόγου η αρχή είναι προηγουμένως οι θάνατοι των αγίων:

«νάστητέ μοι νν, λαμπρο τν θλητικν κατορθωμάτων ζωγράφοι, τν το στρατηγο κολοβωθεσαν εκόνα τας μετέραις μεγαλύνατε τέχναις· μαυρότερον παρ' μο τν στεφανίτην γραφέντα τος τς μετέρας σοφίας περιλάμψατε χρώμασιν. πέλθω τ τν ριστευμάτων το μάρτυρος παρ' μν νενικημένος γραφ· χαίρω τν τοιαύτην τς μετέρας σχύος σήμερον ττώμενος νίκην· δω τς χειρς πρς τ πρ κριβέστερον παρ' μν γραφομένην τν πάλην· δω φαιδρότερον π τς μετέρας τν παλαιστν γεγραμμένον εκόνος. Κλαυσάτωσαν δαίμονες κα νν τας το μάρτυρος ν μν ριστείαις πληττόμενοι. Φλεγομένη πάλιν ατος χερ κα νικσα δεικνύσθω. γγραφέσθω τ πίνακι κα τν παλαισμάτων γωνοθέτης Χριστός, δόξα ες τος αἰῶνας (:Σηκωθείτε τώρα, εξαίρετοί μου ζωγράφοι των αθλητικών κατορθωμάτων και με τις τέχνες σας δώστε μεγαλοπρέπεια στην παραμορφωμένη εικόνα του στρατηγού˙ επειδή εγώ περιέγραψα αμυδρά τον στεφανωμένο με τη νίκη, δώστε του εσείς τη λάμψη που του πρέπει με τα χρώματα της σοφίας σας. Θα αποχωρήσω εγώ ηττημένος από τη δική σας παράσταση των κατορθωμάτων του μάρτυρα. Χαίρομαι που σήμερα ηττώμαι από μια τέτοια νίκη της δικής σας δυνάμεως.Βλέπω ζωγραφισμένη από σας με περισσότερη ακρίβεια την πάλη του χεριού με τη φωτιά. Βλέπω πιο φωτεινά τον παλαιστή ζωγραφισμένο στη δική σας εικόνα. Ας κλάψουν οι δαίμονες και τώρα που χάρη σε σας πλήττονται από τα αριστεία του μάρτυρα. Ας επιδειχθεί και πάλι σε αυτούς το χέρι που καίεται και νικά. Ας ζωγραφισθεί στην εικόνα και ο αγωνοθέτης της πάλης Χριστός, στον οποίο ανήκει η δόξα αιώνια)».

Επίσης του Μεγάλου Βασιλείου, από τα τριάντα κεφάλαια προς Αμφιλόχιον Περί του αγίου Πνεύματος (από το κεφάλαιο 17):

«τι βασιλες λέγεται κα το βασιλέως εκών, κα ο δύο βασιλες· οτε γρ τ κράτος σχίζεται οτε δόξα διαμερίζεται. ς γρ κρατοσα μν ρχ κα ξουσία μία, οτως κα παρ' μν δοξολογία μία κα ο πολλαί, διότι τς εκόνος τιμ π τ πρωτότυπον διαβαίνει. ον στιν νταθα μιμητικς εκών, τοτο κε φυσικς υός. Κα σπερ π τν τεχνητν κατ τν μορφν μοίωσις, οτω κα π τς θείας κα συνθέτου φύσεως ν τ κοινωνί τς θεότητός στιν νωσις(:Επειδή και η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς, δεν υπάρχουν δυο βασιλείς· γιατί ούτε το κράτος διαιρείται, ούτε η δόξα μοιράζεται. Όπως λοιπόν η αρχή και η εξουσία που μας κυβερνά είναι μία, έτσι και σε εμάς η δοξολογία είναι μία και όχι πολλές, γιατί η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο. Αυτό λοιπόν που εδώ είναι η εικόνα κατ΄ απομίμηση, εκεί είναι φυσικώς ο Υιός. Και όπως τα τεχνητά πράγματα η ομοίωση αναφέρεται στη μορφή, έτσι και στη θεία και ασύνθετη φύση η ένωση υπάρχει στην κοινωνία της θεότητας)».

36. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Αν η εικόνα του βασιλιά είναι ο βασιλιάς, και η εικόνα του Χριστού είναι ο Χριστός και η εικόνα του αγίου είναι ο άγιος, και ούτε το κράτος διαιρείται ούτε η δόξα μοιράζεται, αλλά η δόξα της εικόνας γίνεται δόξα του εικονιζόμενου. Οι δαίμονες φοβούνται τους αγίους και φεύγουν από τη σκιά τους· σκιά όμως είναι και η εικόνα και την κατασκευάζω ως διώκτρια των δαιμόνων. Αν όμως ισχυρίζεσαι ότι πρέπει μόνο νοερά να ενώνεσαι με το Θεό, κατάργησε όλα τα υλικά, τα φώτα, το ευωδιαστό θυμίαμα, την ίδια την προσευχή που γίνεται με τη φωνή, τα ίδια τα θεία μυστήρια που τελούνται με υλικά στοιχεία, τον άρτο, τον οίνο, το λάδι του χρίσματος, το σχήμα του σταυρού. Γιατί όλα αυτά είναι ύλη· ο σταυρός, το σφουγγάρι και το καλάμι, η λόγχη που τρύπησε τη ζωηφόρο πλευρά.Ή κατάργησε λοιπόν τον σεβασμό όλων αυτών, πράγμα αδύνατο, ή μην αρνείσαι ούτε την τιμή των εικόνων.

Δίνεται θεία χάρη στα υλικά στοιχεία με την προσαγόρευση των εικονιζόμενων. Όπως είναι φτωχό το κογχύλι καθεαυτό [:το θαλασσινό κογχύλι που αναφέρει εδώ ο ιερός συγγραφέας ήταν εκείνο από το οποίο παραγόταν το βαθύ κόκκινο χρώμα με το οποίο έβαφαν τις πολυτελείς βασιλικές αλουργίδες.] και το μετάξι και το ιμάτιο που υφαίνεται και από τα δύο, και δεν έχει καμιά αξία καθεαυτό, αν όμως το φορέσει ο βασιλιάς, από την αξία που υπάρχει σε αυτόν που το φοράει, δίνεται και στο ένδυμα, έτσι και τα υλικά στοιχεία, αυτά καθεαυτά βέβαια είναι απροσκύνητα, όταν όμως ο εικονιζόμενος είναι γεμάτος χάρη, μετέχουν κι αυτά στη χάρη[Οι εικόνες είναι φορείς της θείας χάριτος, ανάλογης προς τη χάρη του εικονιζόμενου] ανάλογα με την πίστη. Τον Κύριο τον είδαν οι απόστολοι με τα σωματικά μάτια και τους αποστόλους τους είδαν άλλοι και τους μάρτυρες άλλοι. Ποθώ και εγώ να τους βλέπω με την ψυχή και το σώμα και να τους έχω φάρμακο που απομακρύνει τα κακά, επειδή έχει πλασθεί με διπλή φύση, και βλέποντας προσκυνώ αυτό που φαίνεται όχι ως Θεό, αλλά ως τίμιο εικόνισμα τιμίων προσώπων.

Εσύ ίσως έγινες υψηλός και άυλος και πάνω από το σώμα και σαν άσαρκος περιφρονείς καθετί που βλέπεται, εγώ όμως, επειδή είμαι άνθρωπος και φέρω σώμα, ποθώ και σωματικώς να επικοινωνώ και να βλέπω τα άγια πράγματα. Δείξε συγκατάβαση στο ταπεινό μου φρόνημα, συ ο υψηλός, για να διατηρήσεις το δικό σου το υψηλό. Ο Χριστός δέχεται τον πόθο μου γι’ Αυτόν και τους φίλους Του, γιατί χαίρεται ο Κύριος όταν εγκωμιάζεται ο ευγνώμων δούλος, είπε ο μέγας Βασίλειος, εγκωμιάζοντας τους Σαράντα μάρτυρες.

Πρόσθεσε όμως και αυτά που λέει και στον αείμνηστο Γόρδιο τιμώντας τον με το λόγο του.

37. Του αγίου Βασιλείου από τον λόγο του στο μάρτυρα Γόρδιο.

«Εφραίνονται λαο εφροσύνην πνευματικν π μόν τ πομνήσει τν τος δικαίοις κατωρθωμένων ες ζλον κα μίμησιν τν γαθν, φ' ν κούουσιν, ναγόμενοι· γρ τν επολιτεύτων νδρν στορία οόν τι φς τος σζομένοις πρς τν το βίου δν μποιε. Κα μετ' λίγα· στε, ταν διηγώμεθα τος βίους τν διαπρεψάντων ν εσεβεί, δοξάζομεν πρτον τν δεσπότην δι τν δούλων, γκωμιάζομεν δ τος δικαίους δι τς μαρτυρίας, ν σμεν, εφραίνομεν δ τος λαος δι τς κος τν καλν (:Οι λαοί αισθάνονται πνευματική ευφροσύνη και με μόνη την ανάμνηση αυτών που έχουν κατορθώσει οι δίκαιοι, παρακινούμενοι σε άμιλλα και μίμηση των αγαθών από αυτά που ακούνε· γιατί η εξιστόρηση της καλής πολιτείας των αγίων ανδρών σαν κάποιο φως οδηγεί τους σωζόμενους στον δρόμο της ζωής. Και ύστερα από μερικά. Ώστε, όταν διηγούμαστε τους βίους εκείνων που διέπρεψαν με την ευσέβεια τους, δοξάζουμε πρώτα τον Κύριο μέσω των δούλων, και εγκωμιάζουμε τους δίκαιους μέσω της μαρτυρίας αυτών που ξέρουμε, και ευφραίνουμε τους λαούς με την ακρόαση των καλών έργων)».

38. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Πρόσεχε ότι η μνήμη των αγίων αποτελεί δόξα του Θεού, εγκώμιο των αγίων και χαρά και σωτηρία των λαών. Γιατί λοιπόν την αφαιρείς; Ότι η μνήμη γίνεται με τον λόγο και τις εικόνες το λέει ο ίδιος ο θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος.

39. Από τον ίδιο λόγο του Μεγάλου Βασιλείου στον μάρτυρα Γόρδιο.

«σπερ γρ τ πυρ ατομάτως πεται τ φωτίζειν κα τ μύρ τ εωδεν, οτω κα τας γαθας πράξεσιν ναγκαίως κολουθε τ φέλιμον. Καίτοι οδ τοτο μικρόν, κριβς τυχεν τς ληθείας τν τότε· μυδρ γάρ τις μνήμη ες μς διεδόθη τς π τν γώνων νδραγαθίας το νδρς διασ ζουσα. Καί πως δοκε τ καθ' μς τ τν ζωγράφων προσεοικέναι· κα γρ κενοι, πειδν ξ εκόνων μεταγράφωσι τς εκόνας, πλεστον ς εκς τν ρχετύπων πολιμπάνονται, κα μς ατς τς θέας τν πραγμάτων πολειφθέντας κίνδυνος ο μικρς τν λήθειαν λαττσαι (:Όπως αυτόματα τη φωτιά την ακολουθεί ο φωτισμός και το μύρο η μυρουδιά, έτσι και τις αγαθές πράξεις κατ΄ ανάγκη τις ακολουθεί το ωφέλιμο. Αν και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, ας δούμε με ακρίβεια την αλήθεια αυτών που έγιναν τότε˙ γιατί σε μας διασώθηκε κάποια αμυδρή ανάμνηση που διασώζει τις ανδραγαθίες των αγώνων του μάρτυρα. Φαίνεται πως το έργο μας μοιάζει κάπως με εκείνο των ζωγράφων, γιατί εκείνοι, όταν κάνουν τις εικόνες αντιγράφοντας άλλες εικόνες, είναι φυσικό να απομακρύνονται κατά πολύ από τα πρωτότυπα. Και εμείς που βρισκόμαστε μακριά από του να έχουμε δει τα πράγματα, δεν είναι μικρός ο κίνδυνος να μειώσουμε την αλήθεια)».

40. Και στο τέλος του ιδίου λόγου: «ς γρ τν λιον ε καθορντες ε θαυμάζομεν, οτω κα το νδρς κείνου ε νεαρν τν μνήμην χομεν (:Όπως βλέποντας διαρκώς τον ήλιο, πάντοτε τον θαυμάζουμε, έτσι και του αγίου εκείνου διατηρούμε πάντοτε ζωντανή τη μνήμη)».

41. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Είναι φανερό ότι τον βλέπουμε διαρκώς με τον λόγο και τα εικονίσματα.

42. Και στον λόγο του Μεγάλου Βασιλείου όμως για τους υπέρτιμους Σαράντα μάρτυρες λέει τα έξης.

«Μαρτύρων δ μνήμης τίς ν γένοιτο κόρος τ φιλομάρτυρι; Διότι πρς τος γαθος τν μοδούλων τιμ πόδειξιν χει τς πρς τν κοινν δεσπότην ενοίας (:Πώς θα ήταν δυνατό να επέλθει κόρος της μνήμης των μαρτύρων στον φιλομάρτυρα;Γιατί η τιμή που αποδίδουν οι ομόδουλοι προς τους αγαθούς, φανερώνει την καλή διάθεση προς τον κοινό Δεσπότη)».

Και πάλι:  «Μακάρισον γνησίως τν μαρτυρήσαντα, να γέν μάρτυς τ προαιρέσει κα κβς χωρς διωγμο, χωρς πυρός, χωρς μαστίγων τν ατν κείνοις παίνων ξιωμένος (:Μακάρισε ειλικρινά αυτόν που μαρτύρησε, για να γίνεις και εσύ μάρτυρας ως προς την προαίρεση και να βρεθείς χωρίς διωγμό, χωρίς φωτιά, χωρίς μαστίγια αξιωμένος με τους ίδιους με εκείνους επαίνους)».

43. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Πώς λοιπόν με εμποδίζεις από την τιμή των αγίων και με φθονείς για τη σωτηρία;

Το ότι πάλι αναγνωρίζει ότι είναι συνυφασμένη η χρωματική μορφή με τον λόγο, άκου τον ίδιο άγιο που λίγο πιο κάτω λέει:

44. Του Μεγάλου Βασιλείου.

«Δερο δ ον ες μέσον ατος γαγόντες δι τς πομνήσεως κοινν τν π' ατν φέλειαν τος παροσι καταστησώμεθα, προδείξαντες πσιν σπερ ν γραφ τς τν νδρν ριστείας(:Εμπρός λοιπόν, αφού τους φέρουμε ανάμεσά μας, ας κάνουμε με την υπόμνησή μας κοινή στους παρόντες την ωφέλεια από αυτούς, δείχνοντας σε όλους σαν σε ζωγραφιά τα κατορθώματα των αγίων)».

45. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Βλέπεις πως το έργο της εικόνας και του λόγου είναι ένα; «ς ν γραφ (:σαν σε ζωγραφιά)», είπε, «προδείξωμεν τ λόγ(:να τα παρουσιάσουμε με τον λόγο)».

46. Και πάλι στη συνέχεια του ίδιου λόγου:

«πε κα πολέμων νδραγαθήματα κα λογογράφοι πολλάκις κα ζωγράφοι διασημαίνουσιν, ο μν τ λόγ κοσμοντες, ο δ τος πίναξιν γχαράττοντες, κα πολλος πήγειραν ες νδρείαν κάτεροι. γρ λόγος τς στορίας δι τς κος παρίστησι, τατα γραφικ σιωπσα δι μιμήσεως δείκνυσι (:Επειδή πολλές φορές και οι λογογράφοι και οι ζωγράφοι εκφράζουν τα κατορθώματα των πολέμων, οι πρώτοι κοσμώντας τα με τον λόγο, και οι δεύτεροι σχεδιάζοντάς τα σε εικόνες, παρακίνησαν πολλούς στην ανδρεία και οι δυο. Γιατί, όσα παριστάνει ο λόγος της εξιστόρησης με την ακρόαση, τα ίδια δείχνει και η ζωγραφική σιωπηρά με τη μίμηση)».

47. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Τι από αυτά είναι πιο φεγγοβόλο για να αποδείξει ότι οι εικόνες είναι βιβλία για τους αγράμματους και κήρυκες ακατάπαυστοι της τιμής των αγίων, που με την άηχη φωνή τους διδάσκουν εκείνους που τις βλέπουν και αγιάζουν την δράση τους; Δεν έχω βιβλία, δεν έχω καιρό να διαβάσω, μπαίνω στο κοινό ιατρείο των ψυχών, στην εκκλησία, ενώ με πνίγουν οι λογισμοί σαν αγκάθια˙ με τραβάει η ομορφιά της ζωγραφικής να δω και σαν λειμώνας ευχαριστεί τη δράση μου και ασυναίσθητα βάζει μέσα στην ψυχή μου τη δόξα του Θεού. Βλέπω την καρτερικότητα του μάρτυρα, την ανταπόδοση των στεφανιών και σαν φωτιά ανάβει ο ζήλος και η προθυμία μου και πέφτοντας προσκυνώ τον Θεό μέσω του μάρτυρος και κερδίζω τη σωτηρία.

Δεν έχεις ακούσει τον ίδιο θεοφόρο πατέρα που λέει στον λόγο του στην αρχή των ψαλμών, ότι επειδή το άγιο Πνεύμα γνωρίζει ότι το ανθρώπινο γένος οδηγείται δύσκολα προς την αρετή και είναι ράθυμο, ανέμιξε το μέλος με τις ψαλμωδίες; Τι λες; Δεν θα παραστήσω και με τον λόγο και με τα χρώματα το μαρτύριο των μαρτύρων και δεν θα το αγκαλιάσω και με τα μάτια και με τα χείλια αυτό το θαυμαστό και στους αγγέλους και σε όλη την κτίση, αλλά οδυνηρό στο Διάβολο, και φοβερό στους δαίμονες, όπως είπε ο ίδιος ο φωστήρας της Εκκλησίας;

Και τι λέει προς το τέλος του λόγου, εγκωμιάζοντας τους Σαράντα μάρτυρες;

« χορς γιος, σύστημα ερόν, συνασπισμς ρραγής, κοινο φύλακες το γένους τν νθρώπων, γαθο κοινωνο φροντίδων, δεήσεων συνεργοί, πρεσβευτα δυνατώτατοι, στέρες τς οκουμένης, νθη τν κκλησιν (γ δέ φημι, νοητά τε κα ασθητά). μς οχ γ κατέκρυψεν, λλ' ορανς πεδέξατο. νοίγησαν μν παραδείσου πύλαι, ξιον θέαμα τ στρατι τν γγέλων, ξιον πατριάρχαις, προφήταις, δικαίοις(:Ω χορός άγιος, ω σύστημα ιερό, ω συνασπισμός ακατάλυτος, ω κοινοί φύλακες του ανθρωπίνου γένους, αγαθοί κοινωνοί φροντίδων, βοηθοί στις δεήσεις, ισχυρότατοι πρεσβευτές[πρβ. Ιάκ.5,16: «Πολ σχύει δέησις δικαίου νεργουμένη(:Γενικότερα σας προτρέπω να εξομολογείσθε μεταξύ σας τις αμαρτίες σας και να προσεύχεσθε ο ένας για χάρη του άλλου, για να γιατρευτείτε όχι μόνο από τις σωματικές σας ασθένειες αλλά και από τις ψυχικές. Έχει μεγάλη δύναμη η δέηση του δικαίου και ενεργεί δραστικά και αποτελεσματικά επιφέροντας μεγάλες ωφέλειες)»], αστέρια της οικουμένης, άνθη των εκκλησιών (εγώ μάλιστα λέω νοητά και αισθητά).Εσάς δεν σας έκρυψε η γη, αλλά σάς υποδέχτηκε ο ουρανός. Ανοίχτηκαν για σας οι πύλες του Παραδείσου, θέαμα άξιο για τη στρατιά των αγγέλων, άξιο για τους πατριάρχες, τους προφήτες, τους δικαίους)».

48. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Πώς να μην ποθήσω να δω, αυτό που ποθούν να δουν οι άγγελοι;

Σύμφωνα λοιπόν με αυτούς και ο αδελφός του και ομόγνωμος Γρηγόριος, ο επίσκοπος Νύσης, λέει:

49. Του αγίου Γρηγορίου, Επισκόπου Νύσσης, από το συμπληρωματικό έργο, δηλαδή από την πραγματεία του "Περί κατασκευής άνθρωπου", κεφάλαιο τέταρτο.

«σπερ κατ τν νθρωπίνην συνήθειαν ο τς εκόνας τν κρατούντων κατασκευάζοντες τόν τε χαρακτρα τς μορφς ναμάσσονται κα τ περιβολ τς πορφυρίδος τν βασιλικν ξίαν συμπαραγράφουσι κα λέγεται κατ τν συνήθειαν κα εκν κα βασιλεύς, οτω κα νθρωπίνη φύσις, πειδ πρς ρχν τν λλων κατεσκευάζετο, οόν τις μψυχος εκν νεστάθη κοινωνοσα τ ρχετύπ κα τς ξίας κα το νόματος. Το ατο κ το πέμπτου κεφαλαίου τς ατς πραγματείας· Τ δ θεον κάλλος ο σχήματί τινι κα μορφς εμοιρί διά τινος εχροίας ναγλαΐζεται, λλ' ν φράστ μακαριότητι κατ' ρετν θεωρεται. σπερ τοίνυν τς νθρωπίνας μορφς δι χρωμάτων τινν π τος πίνακας ο γραφες μεταφέρουσι τς οκείας τε κα καταλλήλους βαφς παλείφοντες τ μιμήματι, ς ν δι' κριβείας τ ρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη πρς τ μοίωμα (:Όπως, κατά τη συνήθεια των ανθρώπων, εκείνοι που κατασκευάζουν τις εικόνες των αρχόντων αποτυπώνουν τον χαρακτήρα της μορφής και με τη στολή της πορφύρας ζωγραφίζουν ταυτόχρονα και τη βασιλική αξία, και, όπως συνηθίζεται, λέγεται και εικόνα και βασιλιάς, έτσι και η ανθρώπινη φύση, επειδή δημιουργήθηκε για να εξουσιάζει τα αλλά κτίσματα, έγινε σαν μια έμψυχη εικόνα που έρχεται σε κοινωνία με το αρχέτυπο και με την αξία και με το όνομά του)».

50. Του ιδίου, από το πέμπτο κεφάλαιο της ίδιας πραγματείας.

«Τ δ θεον κάλλος ο σχήματί τινι κα μορφς εμοιρί διά τινος εχροίας ναγλαΐζεται, λλ' ν φράστ μακαριότητι κατ' ρετν θεωρεται. σπερ τοίνυν τς νθρωπίνας μορφς δι χρωμάτων τινν π τος πίνακας ο γραφες μεταφέρουσι τς οκείας τε κα καταλλήλους βαφς παλείφοντες τ μιμήματι, ς ν δι' κριβείας τ ρχέτυπον κάλλος μετενεχθείη πρς τ μοίωμ (: Η λαμπρότητα του θείου κάλλους δεν παριστάνεται με κάποιο σχήμα και συμμετρική μορφή μέσω κάποιου καλού χρώματος, αλλά θεωρείται με την εμπειρία μιας απερίγραπτης μακαριότητας που παρέχει η αρετή. Όπως λοιπόν οι ζωγράφοι μεταφέρουν στις εικόνες με τα χρώματα τις ανθρώπινες μορφές, στρώνοντας τις ταιριαστές και κατάλληλες βαφές σε αυτό που μιμούνται, για να μεταφερθεί όσο γίνεται ακριβέστερα η ομορφιά του αρχετύπου στο ομοίωμα)».

51. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:). Πρόσεχε, ότι το θεϊκό κάλλος δεν λαμπρύνεται με κάποιο σχήμα και με κάποιο ωραίο χρώμα («τ δ θεον κάλλος ο σχήματί τινι κα μορφς εμοιρί διά τινος εχροίας ναγλαΐζεται») και γι΄ αυτό δεν εικονίζεται, ενώ η ανθρώπινη μορφή με τα χρώματα μεταφέρεται στις εικόνες.

Εφόσον λοιπόν ο Υιός του Θεού παρουσιάστηκε με ανθρώπινη μορφή, παίρνοντας μορφή δούλου, και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους και βρέθηκε κατά το σχήμα ως άνθρωπος[Φιλ.2,7-8: «λλ᾿ αυτν κένωσε μορφν δούλου λαβών, ν μοιώματι νθρώπων γενόμενος, κα σχήματι ερεθες ς νθρωπος ταπείνωσεν αυτν γενόμενος πήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δ σταυρο(:Αλλά κένωσε τον εαυτό Του συγκαλύπτοντας και κρύβοντας για κάποιο διάστημα τη δόξα και το μεγαλείο της θεότητός του. Πήρε μορφή δούλου και έγινε όμοιος με τους ανθρώπους. Και ενώ παρουσιάστηκε με την εξωτερική όψη του ανθρώπου, δεν ήταν μόνον άνθρωπος, όπως φαινόταν, αλλά ήταν συγχρόνως και Θεός. Και ταπείνωσε τον εαυτό Του δείχνοντας τέλεια υπακοή μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού, που είναι ο πλέον οδυνηρός και ατιμωτικός θάνατος)»], πώς δεν θα εικονισθεί;

Και εφόσον κατά τη συνήθεια «λέγεται το βασιλέως εκν βασιλες(:η εικόνα του βασιλιά λέγεται βασιλιάς)» και  « τς εκόνος τιμή π τ πρωτότυπον ναβαίνει (:η τιμή της εικόνας μεταβαίνει στο πρωτότυπο)», όπως λέει ο θεσπέσιος Μέγας Βασίλειος, πώς η εικόνα δεν θα τιμηθεί και δεν θα προσκυνηθεί, όχι ως Θεός, αλλά ως εικόνα του σαρκωμένου Θεού;

52. Του αγίου Γρηγορίου του Νύσσης από λόγο που εκφωνήθηκε στην Κωνσταντινούπολη για τη θεότητα του Υιού και του Πνεύματος και Εις τον Αβραάμ, από τον λόγο 44, του οποίου η αρχή είναι «κάτι τέτοιο παθαίνουν στους ωραίους λειμώνες όσοι αρέσκονται στο να βλέπουν τα άνθη». Και ύστερα από μερικά λέγει:

«ντεθεν δεσμος πρότερον διαλαμβάνει πατρ τν παδα. Εδον πολλάκις π γραφς εκόνα το πάθους κα οκ δακρυτ τν θέαν παρλθον ναργς τς τέχνης π' ψιν γούσης τν στορίαν. Πρόκειται σακ παρ' ατ τ θυσιαστηρί κλάσας π τ γόνυ κα περιηγμένας χων ες τοπίσω τς χερας, δ πιβεβηκς κατόπιν τ ποδ τς γκύλης κα τ ριστερ χειρ τν κόμην το παιδς πρς αυτν νακλάσας πικύπτει τ προσώπ λεεινς πρς ατν ναβλέποντι κα τν δεξιν καθωπλισμένος τ ξίφει πρς τν σφαγν κατευθύνει. Κα πτεται δη το σώματος το ξίφους κμή, κα τότε ατ γίνεται θεόθεν φων τ ργον κωλύουσα (:Από εδώ παίρνει προηγουμένως ο πατέρας το παιδί του δεμένο. Είδα πολλές φορές σε τοιχογραφία τη σκηνή του πάθους και δεν προσπέρασα τη θέα χωρίς να δακρύσω, γιατί η τέχνη μου έδειχνε με ζωντάνια την υπόθεση.Παρίσταται ο Ισαάκ δίπλα στο θυσιαστήριο γονατισμένος και έχοντας δεμένα τα χέρια πίσω, ενώ ο πατέρας πατάει πίσω τα λυγισμένα πόδια και τραβώντας με το αριστερό χέρι τα μαλλιά του παιδιού προς το μέρος του, σκύβει στο πρόσωπό του, που τον ατενίζει με οδύνη, και κρατώντας στο δεξί το μαχαίρι το κατεβάζει για τη σφαγή. Και η κόψη του μαχαιριού αγγίζει κιόλας το σώμα, και τότε του έρχεται φωνή από το Θεό που εμποδίζει την πράξη)».

53. Του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου από την ερμηνεία της προς Εβραίους Επιστολής:

«Καί πως εκν το δευτέρου τ πρτον, Μελχισεδκ το Χριστο, σπερ ν τις εποι σκιν τς γραφς τς ν χρώμασι τ πρ ταύτης σκίασμα το γραφέως· δι τοτο γρ νόμος καλεται σκιά, δ χάρις λήθεια, πράγματα δ τ μέλλοντα. στε μν νόμος κα Μελχισεδκ προσκίασμα τς ν χρώμασι γραφς, δ χάρις κα λήθεια ν χρώμασι γραφή, τ δ πράγματα το μέλλοντος αἰῶνος, ς εναι τν παλαιν τύπου τύπον κα τν νέαν τν πραγμάτων τύπον(:Κατά κάποιο τρόπο το πρώτο είναι εικόνα του δευτέρου, ο Μελχισεδέκ του Χριστού, όπως θα μπορούσε κανείς να ονομάσει το αρχικό σκιαγράφημα του ζωγράφου σκιά της ζωγραφικής με χρώματα˙γι’ αυτό και ο νόμος ονομάζεται σκιά, ενώ η χάρη αλήθεια και πράγματα τα μέλλοντα. Ώστε ο νόμος και ο Μελχισεδέκ είναι το προσχέδιο της ζωγραφικής με χρώματα, η χάρη και η αλήθεια είναι η ζωγραφική με χρώματα, ενώ τα πράγματα είναι η μελλοντική αιωνιότητα, όπως η Παλαιά Διαθήκη είναι τύπος τύπου και η Νέα είναι τύπος των πραγμάτων)».

54. Λεοντίου Νεαπόλεως της Κύπρου από τον λόγο Κατά Ιουδαίων, για την προσκύνηση του σταυρού του Χριστού και των εικόνων των αγίων και των ιδίων των αγίων μεταξύ τους και για τα λείψανα των αγίων:

«άν μοι γκαλς πάλιν, ουδαε, λέγων, τι ς θεν προσκυν τ ξύλον το σταυρο, δι τί οκ γκαλες τ ακβ προσκυνήσαντι π τ κρον τς άβδου; λλ πρόδηλον, τι ο τ ξύλον τιμν προσεκύνησεν, λλ δι το ξύλου τ ωσφ προσεκύνησεν, σπερ κα μες δι το σταυρο τν Χριστόν, λλ' ο τ ξύλον δοξάζομεν(:Εάν λοιπόν με κατηγορείς πάλι, Ιουδαίε, λέγοντας ότι προσκυνώ το ξύλο του σταυρού ως Θεό, γιατί δεν κατηγορείς τον Ιακώβ που προσκύνησε την άκρη του μπαστουνιού;[[Γέν.47,31: «επε δέ· μοσόν μοι. κα μοσεν ατ. κα προσεκύνησεν σραλ π τ κρον τς άβδου ατο(:ο Ιακώβ όμως επέμεινε και του είπε: ‘’Ορκίσου μου ότι θα το κάνεις’’. Και ο Ιωσήφ ορκίστηκε στον πατέρα του. Τότε ο Ισραήλ, επειδή πίστεψε ότι ο Θεός θα βοηθούσε, ώστε να μεταφερθεί η σορός του στην Χαναάν για να ταφεί εκεί, έσκυψε και προσκύνησε τον Θεό, αφού ακούμπησε το κεφάλι του στην άκρη του ραβδιού του, στο οποίο στηριζόταν λόγω της γεροντικής αδυναμίας του. Με την προσκύνηση αυτή εξέφραζε την ευγνωμοσύνη του προς τον Θεό)» και Εβρ.11,21: «Πίστει ακβ ποθνήσκων καστον τν υἱῶν ωσφ ελόγησε, κα προσεκύνησεν π τ κρον τς άβδου ατο(:Με πίστη ο Ιακώβ, όταν πέθαινε, ευλόγησε καθένα από τα δύο παιδιά του Ιωσήφ και ανέδειξε και τα δύο αρχηγούς φυλών σύμφωνα με τον φωτισμό που του έδινε η πίστη. Και προσκύνησε τον Θεό ακουμπώντας το κεφάλι του στην άκρη του ραβδιού, πάνω στο οποίο στηριζόταν λόγω της γεροντικής του αδυναμίας)»]]Αλλά είναι ολοφάνερο ότι προσκύνησε το ξύλο χωρίς να το τιμά, αλλά μέσω του ξύλου προσκύνησε τον Ιωσήφ, όπως ακριβώς και εμείς μέσω του σταυρού δοξάζουμε το Χριστό και όχι το ξύλο)».

55. (Σχόλιο ιερού Δαμασκηνού:) Εφόσον λοιπόν προσκυνούμε τον τύπο του σταυρού, κατασκευάζοντας εικόνα του σταυρού από οποιαδήποτε ύλη, πώς δεν θα προσκυνήσουμε την εικόνα Αυτού που σταυρώθηκε;

56. Και πάλι του ιδίου Λεοντίου:

«πε κα βραμ τος πωλήσασιν ατ τν τάφον σεβέσιν νθρώποις προσεκύνησε κα γόνυ καμψεν π τν γν, λλ' οχ ς θεος ατος προσεκύνησεν· κα πάλιν ακβ τν Φαρα ηλόγησεν σεβ κα εδωλολάτρην ντα, λλ' οχ ς θεν ατν ηλόγησε (:Όταν και ο Αβραάμ προσκύνησε εκείνους που του πούλησαν τον τάφο, ανθρώπους ασεβείς[Γέν.23,7-9], και γονάτισε στη γη, δεν τους προσκύνησε ως θεούς· και ο Ιακώβ επίσης ευλόγησε τον Φαραώ, που ήταν ασεβής και ειδωλολάτρης, αλλά δεν τον ευλόγησε ως Θεό[ Γέν.47,7-10])». Και πάλι: «τν σα πεσν προσεκύνησεν, λλ' οχ ς θεν προσεκύνησεν(:και τον Ησαύ επίσης έπεσε και τον προσκύνησε, αλλά δεν τον προσκύνησε ως Θεό[Γέν.33,3]».

Και πάλι: «Πς ντέλλεται μν θες προσκυνεν κα τ γ κα τος ρεσι;   Πώς παραγγέλλει σε σας ο Θεός να προσκυνείτε και τη γη και τα όρη;». Γιατί λέει: «ψοτε κύριον τν θεν μν κα προσκυνετε ες ρος γιον ατο. Κα προσκυνετε τ ποποδί τν ποδν ατο, τι γιός στι (:δοξάστε τον Κύριο και Θεό μας και προσκυνάτε αυτόν στο άγιο όρος του. Και προσκυνάτε το στήριγμα των ποδιών του, επειδή είναι άγιος)»[Ψαλμ.98,5], δηλαδή τη γη.

« ορανς γάρ μοι θρόνος(:Γιατί ο ουρανός είναι θρόνος μου)», λέει, « δ γ ποπόδιον τν ποδν μου(:ενώ η γη στήριγμα των ποδιών μου)»[Ησ .66,1], όπως βεβαιώνει ο Κύριος.

Και πώς ο Μωϋσής προσκύνησε τον Ιοθόρ που ήταν ειδωλολάτρης, [Έξ. 18,7: «ξλθε δ Μωυσς ες συνάντησιν τ γαμβρ κα προσεκύνησεν ατ κα φίλησεν ατόν, κα σπάσαντο λλήλους· κα εσήγαγεν ατος ες τν σκηνήν(: Μόλις το άκουσε ο Μωυσής, βγήκε αμέσως προς συνάντηση του πεθερού του. Τον προσκύνησε και τον φίλησε και ασπάστηκαν ο ένας τον άλλον. Κατόπιν ο Μωυσής τους έβαλε μέσα στη σκηνή του)»], και ο Δανιήλ τον Ναβουχοδονόσορα [Δαν. 2,46: «Τότε βασιλες Ναβουχοδονόσορ πεσεν π πρόσωπον κα τ Δανιλ προσεκύνησε κα μανα κα εωδίας επε σπεσαι ατ(: Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ άκουσε το όνειρο και την ερμηνεία του, έπεσε πρηνής στη γη και προσκύνησε με σεβασμό τον Δανιήλ· διέταξε δε να προσφέρουν στον Θεό, για χάρη του Δανιήλ, θυσία αναίμακτο και ευώδη θυμιάματα)»];

Πώς με κατηγορείς επειδή τιμώ και προσκυνώ εκείνους που τίμησαν και προσκύνησαν το Θεό; Πες μου, δεν συμφέρει να προσκυνούμε τους αγίους και να μην τους λιθοβολούμε, όπως εσύ; Δεν συμφέρει να προσκυνούμε τους ευεργέτες και να μην τους πριονίζουμε ούτε να τους ρίχνουμε σε λάκκο με λάσπη [Ιερ. 45,6: «κα ἔῤῥιψαν ατν ες λάκκον Μελχίου υο το βασιλέως, ς ν ν τ αλ τς φυλακς, κα χάλασαν ατν ες τν λάκκον, κα ν τ λάκκ οκ ν δωρ λλ᾿ βόρβορος, κα ν ν τ βορβόρ(:έτσι αυτοί συνέλαβαν τον Ιερεμία και τον έριξαν στον λάκκο του Μελχίου, υιού του βασιλιά, ο οποίος «λάκκος» βρισκόταν στην αυλή της φυλακής· και κατέβασαν τον Ιερεμία στον λάκκο αυτόν, στον οποίο δεν υπήρχε νερό, αλλά βόρβορος λάσπη· ο Ιερεμίας έμενε, ή μάλλον σχεδόν χώθηκε μέσα στον βόρβορο, τη λάσπη αυτή)»  ;

Αν αγαπούσες τον Θεό, θα τιμούσες οπωσδήποτε και τους δούλους Του. Και εάν τα οστά των δικαίων είναι ακάθαρτα, πώς μετακομίσθηκαν τα οστά του Ιακώβ και του Ιωσήφ με κάθε τιμή από την Αίγυπτο[Γέν.50,13-25];

Πώς νεκρός άνθρωπος που άγγιξε τα οστά του Ελισαίου αμέσως αναστήθηκε;[βλ. Δ΄Βασ. 13,21: «κα γένετο ατν θαπτόντων τν νδρα, κα δο εδον τν μονόζωνον κα ἔῤῥιψαν τν νδρα ν τ τάφ λισαιέ, κα πορεύθη κα ψατο τν στέων λισαι κα ζησε κα νέστη π τος πόδας ατο(: και τότε συνέβη το εξής: Ενώ οι Ισραηλίτες κήδευαν και ετοιμάζονταν να ενταφιάσουν κάποιον νεκρό, ιδού, είδαν ξαφνικά τους αντάρτες της Μωάβ να έρχονται. Οι τρομαγμένοι Ισραηλίτες έριξαν αμέσως τον νεκρό στον τάφο του Ελισαίου και έφυγαν. Μόλις όμως ο νεκρός άγγιξε τα οστά του προφήτη Ελισαίου, αναστήθηκε, σηκώθηκε και στάθηκε όρθιος στα πόδια του)»]

Αν λοιπόν ο Θεός θαυματουργεί μέσω των οστών, είναι ολοφάνερο ότι μπορεί να θαυματουργεί και μέσω εικόνων και λίθων και άλλων πολλών, όπως έγινε και με τον Ελισαίο, ο οποίος έδωσε τη ράβδο του στον δούλο του και του είπε να πάει και να αναστήσει με αυτήν τον γιο της Σωμανίτιδας [Δ΄Βασ. 4,29:«Κα επεν λισαι τ Γιεζί· ζσαι τν σφύν σου κα λαβ τν βακτηρίαν μου ν τ χειρί σου κα δερο· τι ἐὰν ερς νδρα, οκ ελογήσεις ατόν, κα ἐὰν ελογήσ σε νήρ, οκ ποκριθήσ ατ· κα πιθήσεις τν βακτηρίαν μου π πρόσωπον το παιδαρίου(:ο Ελισαίος τότε στράφηκε προς τον Γιεζί και του είπε: Ζώσε έτοιμος για πορεία τη μέση σου, πάρε το ραβδί μου στο χέρι σου και τρέξε γρήγορα στο σπίτι της γυναίκας. Και για να μην καθυστερήσεις, εάν συναντήσεις στον δρόμο σου άνθρωπο, μην σταματήσεις να τον χαιρετήσεις· εάν πάλι κάποιος άνθρωπος σε χαιρετήσει, μην του ανταποδώσεις τον χαιρετισμό. Και μόλις φτάσεις στο σπίτι της γυναίκας, θα βάλεις το ραβδί μου επάνω στο πρόσωπο του νεκρού παιδιού)»].

Και ο Μωυσής με τη ράβδο τιμώρησε τον Φαραώ και έσκισε τη θάλασσα και γλύκανε το νερό και άνοιξε τον βράχο και έβγαλε νερό[ βλ. Έξ.14,16: «κα σ παρον τ άβδ σου κα κτεινον τν χερά σου π τν θάλασσαν κα ῥῆξον ατήν, κα εσελθάτωσαν ο υο σραλ ες μέσον τς θαλάσσης κατ τ ξηρόν(:εσύ όμως σήκωσε ψηλά το ραβδί σου και άπλωσε το χέρι σου επάνω από τη θάλασσα και σχίσε την στα δύο και ας περάσουν οι Ισραηλίτες στο στεγνό έδαφος μέσα από τη θάλασσα)» και Έξ.15,25: «βόησε δ Μωυσς πρς Κύριον, κα δειξεν ατ Κύριος ξύλον, κα νέβαλεν ατ ες τ δωρ, κα γλυκάνθη τ δωρ. κε θετο ατ δικαιώματα κα κρίσεις κα κε ατν πείρασε(:και ο Μωυσής βόησε με θερμή προσευχή προς τον Κύριο και ο Κύριος τού έδειξε ένα ξύλο. Το έβαλε λοιπόν μέσα στο νερό και αμέσως το νερό γλυκάθηκε και έγινε πόσιμο. Εκεί στη Μερρά έδωσε ο Κύριος στον λαό νόμους και προστάγματα, για να μη λησμονούν τις υποχρεώσεις τους. Εκεί τους έθεσε και υπό δοκιμασία)», καθώς επίσης και Έξ.17,6: «δε γ στηκα κε πρ το σε π τς πέτρας ν Χωρήβ· κα πατάξεις τν πέτραν, κα ξελεύσεται ξ ατς δωρ, κα πίεται λαός. ποίησε δ Μωυσς οτως ναντίον τν υἱῶν σραήλ(: “Και να, Εγώ θα έχω σταθεί πριν από εσένα επάνω στην πέτρα που βρίσκεται στο όρος Χωρήβ. Θα χτυπήσεις λοιπόν την πέτρα και θα αναπηδήσει νερό άφθονο από αυτήν, ώστε να πιει όλος ο λαός”. Πράγματι λοιπόν ο Μωυσής έκανε ό,τι του είπε ο Κύριος ενώπιον των Ισραηλιτών)» ].

Και ο Σολομών λέει: «Ηλόγηται ξύλον, δι' ο γίνεται σωτηρία (:ευλογήθηκε το ξύλο, μέσω του οποίου γίνεται η σωτηρία» [:Σοφ. Σολ. 14,17]. Και ο Ελισαίος έριξε ένα ξύλο στον Ιορδάνη και έφερε προς τα επάνω σίδερο[ βλ. Δ΄Βασ.6,6: «Κα επεν νθρωπος το Θεο· πο πεσε; κα δειξεν ατ τν τόπον. κα πέκνισε ξύλον κα ἔῤῥιψεν κε, κα πεπόλασε τ σιδήριον(:ο άνθρωπος του Θεού, ο Ελισαίος, του είπε: Και ο προφήτης του έδειξε τον τόπο. Ο Ελισαίος έκοψε ένα ξύλο, το έκανε στυλιάρι και το έριξε εκεί, όπου έπεσε το σίδερο· και τότε το σίδερο του τσεκουριού ανέβηκε στην επιφάνεια του ξύλου και επέπλεε)».

Και το δένδρο της ζωής [Γέν.2,9:  «Κα ξανέτειλεν Θες τι κ τς γς πν ξύλον ραον ες ρασιν κα καλν ες βρσιν κα τ ξύλον τς ζως ν μέσ το παραδείσου κα τ ξύλον το εδέναι γνωστν καλο κα πονηρο(: Και ο παντοδύναμος και απειροτέλειος Θεός πρόσταξε και βλάστησαν ακόμη από τη γη τρία είδη δέντρων: Πρώτον· κάθε είδος και κάθε ποικιλία δέντρων, τα οποία με το ύψος, το σχήμα, το φύλλωμα, τα άνθη τους να ευχαριστούν και να τέρπουν· με την ποικιλία δε των καρπών τους να ικανοποιούν, ευφραίνουν και τρέφουν τον άνθρωπο. Στο κέντρο του Παραδείσου, σε θέση προνομιακή, ώστε να είναι ορατά καθημερινώς από τον άνθρωπο, ο Θεός πρόσταξε και βλάστησαν άλλα δύο δέντρα. Το ένα ήταν δέντρο, του οποίου οι καρποί είχαν χάρη μοναδική, υπερφυσική και δύναμη έκτακτη, διότι θα έδιναν αθανασία και αιώνια μακαριότητα σε εκείνον που θα τους έτρωγε· το άλλο ήταν ένα δέντρο από τους καρπούς του οποίου όποιος έτρωγε θα γνώριζε πειραματικώς πόσο πικρό ήταν το ηθικό κακό. Με άλλα λόγια, τα είδη των δέντρων του Παραδείσου ήσαν τρία: α) Τα πολλά, για να ζει ο άνθρωπος και να συντηρείται. β) τ ξύλον τς ζως, για να ζει ο άνθρωπος αιωνίως ευτυχής. Αυτό του δόθηκε ως βραβείο· γ) τ ξύλον το εδέναι γνωστν καλο κα πονηρο, οι καρποί του οποίου ήταν γύμνασμα και αγώνισμα της υπακοής του ανθρώπου στην εντολή του Θεού)» και το φυτό Σαβέκ [πρόκειται για τον θάμνο στον οποίο είδε δεμένο ο Αβραάμ κριάρι, που τελικά θυσίασε αντί του υιού του, Ισαάκ· βλ. Γέν.22,13:«κα ναβλέψας βραμ τος φθαλμος ατο εδε, κα δο κρις ες κατεχόμενος ν φυτ Σαβκ τν κεράτων· κα πορεύθη βραμ κα λαβε τν κριν κα νήνεγκεν ατν ες λοκάρπωσιν ντ σακ το υο ατο(: και ο Αβραάμ σήκωσε τα βλέμματά του από το θυσιαστήριο, όπου ήταν ξαπλωμένος ο Ισαάκ, και ξαφνικά είδε εκεί κοντά ένα κριάρι, τα κέρατα του οποίου είχαν περιπλακεί σε ένα φυτό, που ονομάζεται Σαβέκ. Ο Αβραάμ πήγε προς τα εκεί, πήρε το κριάρι και το πρόσφερε στον Θεό ως θυσία ολοκαυτώματος αντί του παιδιού του, Ισαάκ)», δηλαδή της συγχωρήσεως.

Και ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στο ξύλο και ζωοποίησε τον λαό[Αριθμ.21,8: «Κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποίησον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημείου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρωπον, πς δεδηγμένος δν ατν ζήσεται (: και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή: ‘’ Κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, όμοιο προς εκείνα που δαγκώνουν τον λαό, και κρέμασέ το ψηλά σε ένα πάσσαλο, ώστε να φαίνεται από όλα τα μέρη του στρατοπέδου. Θα γίνεται λοιπόν αυτό: Εάν ένα φίδι δαγκώσει κάποιον άνθρωπο, τότε εάν εκείνος που τον δαγκώσει το φίδι, σηκώσει το βλέμμα του και ρίξει βλέμμα μετανοίας και πίστεως στο χάλκινο φίδι, θα θεραπεύεται και δεν θα πεθαίνει’’)» · με ξύλο επίσης που βλάστησε στη σκηνή ανέδειξε την ιερατική φυλή του Ισραήλ [ Αριθμ.17,23: «Κα γένετο τ παύριον κα εσλθε Μωυσς κα αρν ν τ σκην το μαρτυρίου, κα δο βλάστησεν άβδος αρν ες οκον Λευ κα ξήνεγκε βλαστν κα ξήνθησεν νθη κα βλάστησε κάρυα (: Την επόμενη ημέρα μπήκε με ευλάβεια ο Μωυσής και ο Ααρών στη Σκηνή του Μαρτυρίου. Και να: όλα τα ραβδιά είχαν μείνει ξερά, εκτός από εκείνο του Ααρών, που είχε τοποθετηθεί εξ ονόματος της φυλής Λευί· αυτό πέταξε, μέσα στις λίγες ώρες, βλαστάρι πράσινο και δροσερό και το βλαστάρι άνθισε και ορισμένα από τα άνθη έδεσαν και παρουσίασαν ως καρπό καρύδια)».

Αλλά ίσως μου πεις εσύ ο Ιουδαίος ότι όλα της σκηνής του μαρτυρίου τα διέταξε ο Θεός στον Μωυσή να γίνουν και εγώ σου λέω ότι ο Σολομών έκανε στον ναό πολλά και διάφορα πράγματα, γλυπτά και χωνευτά, τα οποία ούτε ο Θεός τον πρόσταξε να τα κάνει, ούτε η σκηνή του μαρτυρίου τα είχε, ούτε ο ναός που ο Θεός υπέδειξε στον Ιεζεκιήλ, και δεν καταδικάστηκε γι΄ αυτό ο Σολομών γιατί αυτές τις μορφές τις έκανε για τη δόξα του Θεού, όπως τώρα και εμείς.

Είχες κι εσύ πολλές και διάφορες για την ανάμνηση του Θεού εικόνες και σήμαντρα πριν τα στερηθείς εξαιτίας της αγνωμοσύνης σου, δηλαδή τη μωσαϊκή ράβδο, τις θεοχάρακτες πλάκες, την πυρένδροση βάτο, την ξηρένυδρη πέτρα, τη μανναφόρο κιβωτό, το πυρένθεο θυσιαστήριο, το θεώνυμο πέταλο[Έξ.28,32: «Κα ποιήσεις πέταλον χρυσον καθαρν κα κτυπώσεις ν ατ κτύπωμα σφραγδος γίασμα Κυρίου(:Και θα κατασκευάσεις και μίαν πλάκα από καθαρό χρυσάφι και θα χαράξεις σε αυτήν σαν χάραγμα σφραγίδας τις λέξεις: ‘’Αγίασμα Κυρίου’’, που σημαίνει αφιέρωμα στον Κύριο)» [Το πέταλο αυτό ήταν χρυσή στενόμακρη ημικυκλική πλάκα πάνω στην οποία ήταν γραμμένο το ανεκφώνητο όνομα του Κυρίου. Το πέταλο αυτό δενόταν στο μπροστινό κάτω μέρος του Κιδάρεως (ειδικού καλύμματος της κεφαλής του μεγάλου αρχιερέως), του οποίου αποτελούσε και το κυριότερο κόσμημα του], το θεοφαντορικό Εφούδ[:Το Εφούδ ή επωμίς, ήταν είδος γιλέκου που κάλυπτε το στήθος και τη ράχη του μεγάλου αρχιερέως και στερεωνόταν στη μέση με ζώνη από το ίδιο ύφασμα. Το ύφασμα του Εφούδ ήταν πολυτελέστατο και ποικίλων χρωμάτων. Στους ώμους του Εφούδ υπήρχαν δύο πολύτιμοι λίθοι (σμαράγδου), επάνω στους οποίους ήταν χαραγμένα ανά έξι τα ονόματα των δώδεκα υιών του Ιακώβ (Εξ. 28,8-12). 52α. Ψαλμ. 71,18] , τη θεοΐσκιωτη σκηνή. Εφόσον λοιπόν κι εσύ καταγινόσουν με όλα αυτά νύχτα και μέρα λέγοντας: «Ελογητς Κύριος, Θες το σραήλ, ποιν θαυμάσια μόνος(: ευλογητός ο Κύριος, ο Θεός, ο λατρευόμενος και προσκυνούμενος από τον Ισραήλ, ο Οποίος μόνος έχει τη δύναμη να επιτελεί θαυμάσια και έργα καταπληκτικά)»[ Ψαλμ.71,18], και εφόσον με όλα αυτά τα του νόμου, που είχες κάποτε, πέφτοντας προσκυνούσες τον Θεό, βλέπεις ότι μέσω των εικόνων προσφέρεται στον Θεό η προσκύνηση.

Και ύστερα από μερικά: « γρ γαπν ελικρινς φίλον βασιλέα κα μάλιστα τν εεργέτην, κν υἱὸν ατο θεάσηται, κν άβδον, κν θρόνον, κν στέφανον, κν οκον, κν δολον, κρατε κα σπάζεται κα τιμ δι τούτων τν εεργέτην, βασιλέα κα μάλιστα τν θεόν. –Εθε γάρ, πάλιν λέγω, ποίησας κα σ εκόνας Μωσαϊκς κα προφητικς κα καθ' μέραν ν ατας προσεκύνεις τ δεσπότ ατν θε. ταν τοίνυν δς χριστιανν παδας προσκυνοντας τ σταυρ, γνθι, τι τ σταυρωθέντι Χριστ τν προσκύνησιν προσάγουσι κα ο τ ξύλ. πε ε τν φύσιν το ξύλου σεβον, πάντως ν κα τ δένδρα κα τ λση προσκυνεν εχον, σπερ σ σραλ προσεκύνησας τούτοις ποτέ, λέγων τ δένδρ κα τ λίθ, τι «Σύ μου ε θεός, κα σύ με γέννησας». μες δ οχ οτως λέγομεν τ σταυρ οδ τας μορφας τν γίων· ο γρ θεο μν εσιν, λλ βίβλοι νεγμέναι πρς νάμνησιν θεο κα τιμν ατο ν τας κκλησίαις προφανς κείμεναι κα προσκυνούμεναι. γρ τιμν τν μάρτυρα τν θεν τιμ, μάρτυς μαρτύρησεν· προσκυνν τ ποστόλ το Χριστο τ ποστείλαντι ατν προσκυνε· κα προσπίπτων τ μητρ το Χριστο πρόδηλον, τι τ υἱῷ ατς τν τιμν προσφέρει. Οδες γρ θεός, ε μ ες ν τριάδι κα μονάδι γνωριζόμενός τε κα λατρευόμενος(: Εκείνος που αγαπά ειλικρινά ένα φίλο η βασιλιά και μάλιστα τον ευεργέτη του, έστω κι αν δει τον γιο του, το ραβδί του, τον θρόνο του, το στεφάνι του, το σπίτι, του, τον δούλο του, τα πιάνει και τα ασπάζεται και μέσω αυτών τιμά τον ευεργέτη του, τον βασιλιά και προπαντός τον Θεό. Μακάρι, σου το επαναλαμβάνω, να κατασκεύαζες και συ εικόνες μωσαϊκές και προφητικές και κάθε μέρα να προσκυνούσες σε αυτές τον δεσπότη τους Θεό. Όταν λοιπόν δεις παιδιά των Χριστιανών να προσκυνούν τον σταυρό, μάθε ότι προσφέρουν την προσκύνηση στον Χριστό που σταυρώθηκε και όχι στο ξύλο.Γιατί, αν σέβονταν τη φύση του ξύλου, τότε θα προσκυνούσαν και τα δένδρα και τα άλση, όπως τα προσκύνησες εσύ ο Ισραήλ κάποτε, λέγοντας στο δένδρο και στον λίθο ότι «συ είσαι ο Θεός μου, συ με γέννησες». Εμείς όμως δεν λέμε αυτά στο σταυρό, ούτε στις μορφές των αγίων γιατί δεν είναι θεοί μας, αλλά βιβλία ανοιγμένα για την ανάμνηση του Θεού και απόδοση τιμής σε Αυτόν, που τοποθετούνται φανερά στις εκκλησίες και προσκυνούνται. Γιατί εκείνος που τιμά τον μάρτυρα, τιμά το Θεό, για τον οποίο ο μάρτυρας μαρτύρησε˙ εκείνος που προσκυνά τον απόστολο του Χριστού, προσκυνά αυτόν που τον απέστειλε˙και εκείνος που γονατίζει στη μητέρα του Χριστού, είναι φανερό ότι στον Υιό της προσφέρει την τιμή. Γιατί κανένας δεν είναι Θεός, παρά μόνο ένας, ο οποίος γνωρίζεται και λατρεύεται ως Τριάδα και Μονάδα)».

57. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:)Αυτός που με τους λόγους του στόλισε το νησί των Κυπρίων είναι ο σωστός ερμηνευτής των λόγων του μακαρίου Επιφανίου, ή εκείνοι που μιλούν με την καρδιά τους. Άκουσε όμως τι λέει και ο επίσκοπος Γαβάλων Σεβηριανός.

58. Σεβηριανού, Επισκόπου Γαβάλων, από τον λόγο στα εγκαίνια του Σταυρού:

«Πς εκν το πικαταράτου ζων νεγκε τος μετέροις προγόνοις; (:Πώς η εικόνα του επικαταράτου έφερε ζωή στους προγόνους μας;)». Και ύστερα από μερικά: «Πς ον εκν το πικαταράτου νεγκε τ λα ν συμφορ χειμαζομέν σωτηρίαν; ρα οκ ν ξιοπιστότερον επεν· άν τις μν δηχθ, βλέψει ες τν ορανν νω πρς τν θεν κα σωθήσεται ες τν σκηνν το θεο; λλ τατα παριδν μόνον το σταυρο τν εκόνα πηξεν. Δι τί ον τατα ποίει Μωσς επν τ λα· «Ο ποιήσεις σεαυτ γλυπτν οδ χωνευτν οδ πν μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς;» λλ τί τατα πρς τν γνώμονα φθέγγομαι; Επέ, πιστότατε θεο θεράπον· παγορεύεις, ποιες; νατρέπεις, κατασκευάζεις; λέγων· «Ο ποιήσεις γλυπτόν», τν χωνευθέντα βον κατελάσας, σ φιν χαλκουργες; Κα τοτο ο λάθρ, λλ ναφανδν κα πσι γνωστόν; (:Πώς λοιπόν η εικόνα του επικατάρατου έφερε τη σωτηρία στον δοκιμαζόμενο από συμφορά λαό;Επομένως δεν θα ήταν περισσότερο σωστό να πει: Αν κάποιος από σας δαγκωθεί από φίδι, να κοιτάξει ψηλά στον ουρανό προς τον Θεό, ή στη σκηνή του Θεού, και θα σωθεί; Αλλά παραβλέποντας όλα αυτά, μόνο την εικόνα του σταυρού έστησε. Γιατί όμως τα έκανε αυτά ο Μωϋσής, αυτός που είπε στον λαό: “Δεν θα κατασκευάσεις για τον εαυτό σου γλυπτό ούτε χωνευτό ούτε κανένα ομοίωμα, όσα βρίσκονται πάνω στον ουρανό και όσα κάτω τη γη και όσα στα νερά κάτω από τη γη” [βλ. Έξ.20,4:«Ο ποιήσεις σεαυτ εδωλον, οδ παντς μοίωμα, σα ν τ οραν νω κα σα ν τ γ κάτω κα σα ν τος δασιν ποκάτω τς γς(:Δεν πρέπει να κατασκευάσεις κάποιο είδωλο, που να το έχεις και να το λατρεύεις σαν θεό, ούτε κάτι που να εικονίζει αυτά που υπάρχουν επάνω στον ουρανό, άστρα δηλαδή και πουλιά, ή αυτά που υπάρχουν κάτω στη γη, ανθρώπους δηλαδή και ζώα, ή όσα υπάρχουν κάτω από τη γη μέσα στη θάλασσα, δηλαδή ψάρια και κροκόδειλους, όπως κάνουν διάφοροι λαοί)»;].

Αλλά γιατί τα λέω αυτά προς τον αγνώμονα; Πες μου, εσύ πιστότατε υπηρέτη του Θεού: Αυτό που απαγορεύεις, αυτό κάνεις; Αυτό που γκρεμίζεις, το κατασκευάζεις; Εσύ που λες ότι δεν θα κάνεις γλυπτό [βλ. Έξ.32,20: «Κα λαβν τν μόσχον, ν ποίησαν, κατέκαυσεν ατν ν πυρ κα κατήλεσεν ατν λεπτν κα σπειρεν ατν π τ δωρ κα πότισεν ατ τος υος σραήλ(: και αφού πήρε το χρυσό μοσχάρι που έκαναν, το έκαψε και το έλιωσε στη φωτιά και το άλεσε, ώστε να γίνει λεπτή σκόνη και το διασκόρπισε μέσα στο νερό και πότισε με αυτό τους Ισραηλίτες)»]και συντρίβεις το χωνευτό μοσχάρι, εσύ κατασκευάζεις χάλκινο φίδι;

Και αυτό όχι κρυφά, αλλά ολοφάνερα και σε όλους γνωστό[Αριθμ.21,8: «Κα επε Κύριος πρς Μωυσν· ποίησον σεαυτ φιν κα θς ατν π σημείου, κα σται ἐὰν δάκ φις νθρωπον, πς δεδηγμένος δν ατν ζήσεται (: και είπε ο Κύριος προς τον Μωυσή: ‘’ Κατασκεύασε ένα χάλκινο φίδι, όμοιο προς εκείνα που δαγκώνουν τον λαό, και κρέμασέ το ψηλά σε ένα πάσσαλο, ώστε να φαίνεται από όλα τα μέρη του στρατοπέδου. Θα γίνεται λοιπόν αυτό: Εάν ένα φίδι δαγκώσει κάποιον άνθρωπο, τότε εάν εκείνος που τον δαγκώσει το φίδι, σηκώσει το βλέμμα του και ρίξει βλέμμα μετανοίας και πίστεως στο χάλκινο φίδι, θα θεραπεύεται και δεν θα πεθαίνει’’)» .

«λλ' κενα, φησίν, νομοθέτησα, να κκόψω τς λας τς σεβείας κα τν λαν παγάγω πάσης ποστασίας κα εδωλολατρείας· νυν δ χωνεύω τν φιν χρησίμως ες προτύπωσιν τς ληθείας. Κα καθάπερ σκηνν πηξα κα τ ν ατ πάντα κα χερουβμ μοίωμα τν οράτων διεπέτασα ες τ για ς τύπον κα σκιν τν μελλόντων, οτω κα φιν στήλωσα ες σωτηρίαν τ λα, να δι τς πείρας τούτων προγυμνασθσι το σημείου το σταυρο τν εκόνα κα τν ν ατ σωτρα κα λυτρωτήν. Κα τι ψευδέστατος λόγος, γαπητέ, κουε το κυρίου τοτον βεβαιοντος κα λέγοντος· «Κα καθς Μωσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως δε ψωθναι τν υἱὸν το νθρώπου, να πς πιστεύων ν ατ μ πόληται, λλ' χ ζων αώνιον (:Αλλά εκείνα τα νομοθέτησα)», λέει, «(για να κόψω τα υλικά της ασέβειας και να αποσπάσω τον λαό από κάθε αποστασία και ειδωλολατρία, τώρα όμως κατασκευάζω το χωνευτό φίδι για να χρησιμεύσει ως προτύπωση της αλήθειας. Και όπως έστησα τη σκηνή και όλα όσα υπάρχουν σε αυτήν και κατασκεύασα ομοίωμα των αοράτων χερουβίμ με ανοιχτά τα φτερά τους στα άγια για να είναι τύπος και σκιά των μελλόντων[Κολ.2,17: « στι σκι τν μελλόντων, τ δ σμα Χριστο(:Αυτά είναι μια απλή σκιά της πραγματικότητος που επρόκειτο να έλθει στην Καινή Διαθήκη. Και η πραγματικότητα αυτή απ’ την οποία ριχνόταν η σκιά είναι ο Χριστός)»], έτσι ύψωσα και το φίδι σε στήλη για τη σωτηρία του λαού, ώστε με τη γνώση αυτών να προετοιμασθούν για να δεχθούν την εικόνα του σημείου του σταυρού και μέσω αυτού τον Σωτήρα και λυτρωτή. Και ότι ο λόγος αυτός είναι πέρα για πέρα αληθινός, αγαπητέ, άκουσε τον Κύριο που το βεβαιώνει λέγοντας: και όπως ο Μωϋσής ύψωσε το φίδι στην έρημο, έτσι πρέπει να υψωθεί και ο Υιός του άνθρωπου, ώστε ο καθένας που πιστεύει σε Αυτόν να μη χάνεται, αλλά να έχει ζωή αιώνια[ βλ. Ιω.3,14-15: «Κα καθς Μωϋσς ψωσε τν φιν ν τ ρήμ, οτως ψωθναι δε τν υἱὸν το νθρώπου, να πς πιστεύων ες ατν μ πόληται, λλ᾿ χ ζων αώνιον(:Άκουσε τώρα και μιαν άλλη άγνωστη και ψυχοσωτήρια αλήθεια, που θα σου αποκαλύψω: Όπως κάποτε ο Μωυσής στην έρημο κρέμασε ψηλά το χάλκινο φίδι για να σώζονται με αυτό οι Ισραηλίτες από τα θανατηφόρα δαγκώματα των φιδιών, έτσι σύμφωνα με το μυστηριώδες σχέδιο του Θεού πρέπει να κρεμαστεί ψηλά πάνω στον σταυρό ο υιός του ανθρώπου και να προσλάβει έτσι το ομοίωμα της αμαρτίας, χωρίς όμως να έχει καμία πραγματική σχέση με αυτή. Και θα υψωθεί πάνω στον σταυρό, για να μη χαθεί στον αιώνιο θάνατο κανένας απ’ όσους πιστεύουν σε Αυτόν, αλλά να έχει ζωή αιώνια)»].

59. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Κατάλαβε, ότι για να απομακρύνει τον λαό από την ειδωλολατρία, επειδή ήταν ευόλισθος και έτοιμος γι΄ αυτό, νομοθέτησε να μην κάνουν κανένα ομοίωμα, και ότι το φίδι που υψώθηκε ήταν εικόνα του πάθους του Κυρίου.

60. Ότι δεν είναι καινούργια εφεύρεση οι εικόνες, αλλά αρχαίο και γνωστό και συνηθισμένο στους αγίους και διακεκριμένους πατέρες, άκουσε˙ γράφεται στον βίο του μακαριστού Βασιλείου από τον Ελλάδιο, μαθητή του και διάδοχο της ιεραρχίας του, ότι ο όσιος παρουσιάστηκε κάποτε με την εικόνα της Θεοτόκου, στην οποία ήταν ζωγραφισμένη και η μορφή του αείμνηστου μάρτυρα Μερκουρίου· παρουσιάστηκε ζητώντας τον θάνατο του άθεου και αποστάτη τυράννου Ιουλιανού. Την αποκάλυψη γι’ αυτό το αίτημα τη δέχτηκε από την εικόνα αυτή· γιατί έβλεπε για λίγο τον μάρτυρα να χάνεται από την εικόνα και ύστερα από λίγο να κρατάει το δόρυ ματωμένο.

61. Στον βίο του Ιωάννη του Χρυσοστόμου γράφονται αυτολεξεί τα εξής:

Ο μακάριος Ιωάννης αγαπούσε υπερβολικά τις Επιστολές του σοφότατου Παύλου.Και ύστερα από μερικά άλλα: «Είχε μάλιστα σε εικόνα και τη μορφή του ιδίου του αποστόλου Παύλου, εκεί όπου αναπαυόταν για λίγο εξαιτίας της αδυναμίας του σώματός του˙γιατί ξαγρυπνούσε περισσότερο από ό,τι επέτρεπαν οι φυσικές του δυνάμεις. Και όταν διάβαζε τις επιστολές του, ενατένιζε την εικόνα και τον πρόσεχε σαν να ήταν ζωντανός μακαρίζοντάς τον, και είχε με τη φαντασία του όλη τη σκέψη του σε αυτόν και επικοινωνούσε μαζί του μέσω της θεωρίας».

Και ύστερα από άλλα : «Όταν έπαυσε ο Πρόκλος να μιλάει ατενίζοντας την εικόνα του αποστόλου και βλέποντας τη μορφή του να είναι όμοια με εκείνην που του φανερώθηκε, κάνοντας μετάνοια στον Ιωάννη, είπε δείχνοντας με το δάκτυλο την εικόνα: “Συγχώρησε με, πάτερ. Εκείνον που είδα να μιλάει μαζί σου, είναι όμοιος με αυτόν και όπως καταλαβαίνω είναι πράγματι ο ίδιος”».

62. Στον βίο της οσίας Ευπραξίας αναγράφεται από την προϊσταμένη του μοναστηριού ότι της φανερώθηκε η δεσποτική μορφή του Κυρίου.

63. Στον βίο της οσίας Μαρίας της Αιγύπτιας γράφεται ότι προσευχήθηκε στην εικόνα της Θεοτόκου και ζήτησε αυτήν ως εγγυήτρια και έτσι μπόρεσε να μπει μέσα στο ναό.

64. Από το Λειμωνάριο του άγιου πατέρα μας Σωφρονίου, Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων:

«Διηγιόταν ο αββάς Θεόδωρος ο Αϊλιώτης[Αϊλιώτης σημαίνει ιεροσολυμίτης, διότι η Ιερουσαλήμ μετά την ανοικοδόμησή της από τον αυτοκράτορα Αδριανό (Αϊλιο) ονομάστηκε Αϊλία] ότι κάποιος μοναχός, που ήταν έγκλειστος σε μοναστήρι του όρους των Ελαιών, ήταν πολύ μεγάλος ασκητής· τον πολεμούσε όμως ο δαίμονας της πορνείας. Σε μια περίπτωση, καθώς του επιτέθηκε με σφοδρότητα ο δαίμονας, άρχισε ο γέροντας να οδύρεται και να λέει στο δαίμονα: ”Ως πότε θα μένεις ανυποχώρητος; Φύγε λοιπόν από κοντά μου· γέρασες μαζί μου”. Τότε εμφανίζεται φανερά μπροστά του και του λέει: “Ορκίσου μου πως δεν θα πεις σε κανέναν αυτό που πρόκειται να σου πω και δεν θα σε ξαναπολεμήσω”. Και του ορκίστηκε ο γέροντας:  “Μa τον Ύψιστο, που κατοικεί στα ουράνια˙ δεν θα πω σε κανένα ό,τι μου πεις”. Τότε του λέει ο δαίμονας: “Μην προσκυνήσεις αυτήν την εικόνα και δεν θα σε πολεμώ πια”. Η εικόνα είχε τη μορφή της Δέσποινας μας, της αγίας Μαρίας της Θεοτόκου, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Λέει ο έγκλειστος γέροντας στον δαίμονα: “Άφησε με να το σκεφθώ”.

Την άλλη μέρα πηγαίνει στον αββά Θεόδωρο τον Αϊλιώτη, που κατοικούσε τότε στη λαύρα Φαραώ και τα διηγείται όλα. Ο γέροντας τότε λέγει στον έγκλειστο: “Πραγματικά, αββά μου, παγιδεύθηκες που ορκίστηκες στον δαίμονα, ωστόσο έκανες καλά που τα εξομολογήθηκες. Είναι προτιμότερο σε σένα να μην αφήσεις στην πόλη αυτή πορνείο στο οποίο να μην μπεις, παρά να αρνηθείς να προσκυνάς τον Κύριο και Θεό μας Ιησού Χριστό μαζί με τη μητέρα Tου”. Αφού λοιπόν τον στήριξε και τον ενδυνάμωσε με περισσότερα, γύρισε στον τόπο του. Εμφανίζεται λοιπόν πάλι ο δαίμονας στον έγκλειστο και του λέει: “Τι συμβαίνει, κακόγερε; Δεν μου ορκίσθηκες ότι δεν θα τα έλεγες σε κανένα; Και γιατί τα εξομολογήθηκες όλα σε αυτόν που ήρθε σε σένα; Σου το λέω, παλιόγερε, ότι την ημέρα της κρίσεως θα δώσεις λόγο ως επίορκος”. Και ο έγκλειστος τού αποκρίθηκε λέγοντας: “Αυτό που ορκίσθηκα, το ορκίσθηκα και σε ό,τι επιόρκησα, το γνωρίζω. Πλην όμως επιόρκησα στον Δεσπότη και δημιουργό μου, αλλά εσένα δεν σε ακούω”».

65. (Σχόλιο Ιερού Δαμασκηνού:) Βλέπεις ότι την προσκύνηση της εικόνας την είπε ως προσκύνηση του εικονιζόμενου, και πόσο κακό είναι το να μην την προσκυνούμε, και πως ο δαίμονας προτίμησε να τον παρασύρει σε αυτό παρά στην πορνεία;

66. Ενώ λοιπόν πολλοί ανέκαθεν μεταξύ των Χριστιανών ιερείς και βασιλείς δέχτηκαν από τον Θεό τη σοφία και θεοσέβεια και διέπρεψαν στον λόγο και στον βίο, και πολλές σύνοδοι αγίων και θεοπνεύστων πατέρων συγκροτήθηκαν, γιατί κανείς δεν επιχείρησε να τα κάνει αυτά; Δεν θα ανεχθούμε να διδάσκεται νέα πίστη.

«Γιατί από την Σιών θα προέλθει νόμος», είπε προφητικά το άγιο Πνεύμα, «και λόγος Κυρίου από την Ιερουσαλήμ» [ βλ.  Ησ. 2,3: «Κα πορεύσονται θνη πολλ κα ροσι· δετε κα ναβμεν ες τ ρος Κυρίου κα ες τν οκον το Θεο ακώβ, κα ναγγελε μν τν δν ατο, κα πορευσόμεθα ν ατ· κ γρ Σιν ξελεύσεται νόμος κα λόγος Κυρίου ξ ερουσαλήμ(:Και θα πορευτούν έθνη πολλά και θα προτρέπουν το ένα το άλλο και θα λένε: Εμπρός, ας ανέβουμε στο όρος του Κυρίου και στον Ναό του Θεού Ιακώβ, και θα μας αναγγείλει τον δρόμο του θελήματός Του, και θα συμμορφωθούμε προς αυτό, βαδίζοντας στον δρόμο αυτόν· διότι από τη Σιών θα βγει νέος Νόμος και από την Ιερουσαλήμ θα κηρυχτεί λόγος του Κυρίου)»].

Δεν θα ανεχθούμε να φρονούν άλλοτε άλλα και να αλλάζουν με τον καιρό και η πίστη να γίνεται περίγελως και τέρψη των μη Χριστιανών. Δεν θα ανεχθούμε την υποταγή σε βασιλικό διάταγμα, που επιχειρεί ν’ ανατρέψει την παράδοση των πατέρων, γιατί δεν είναι γνώρισμα των ευσεβών βασιλέων να ανατρέπουν τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Δεν είναι πατρικά αυτά˙ γιατί είναι ληστρικά όσα γίνονται με τη βία και όχι με την πειθώ.

Και μάρτυρας όλων αυτών είναι η δεύτερη σύνοδος της Εφέσου, που ως τώρα χαρακτηρίζεται με την επωνυμία «ληστρική», επειδή εκβιάσθηκε από βασιλικό χέρι, όταν φονεύθηκε εκεί ο μακάριος Φλαβιανός[Η λεγομένη ληστρική σύνοδος συνεκλήθη το 449 μ. Χ. από τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β στην Έφεσο εναντίον του πατριάρχη Κων/πόλεως Φλαβιανού, ο οποίος σε προηγούμενη σύνοδο (το 448) καταδίκασε τον αιρετικό Ευτυχή. Η σύνοδος αυτή της Εφέσου, στην οποία προήδρευε ο Αλεξανδρείας Διόσκουρος, καθήρεσε τον Φλαβιανό, και όταν εκείνος έκανε έκκληση η ατμόσφαιρα της συνόδου ηλεκτρίσθηκε, με αποτέλεσμα ο Φλαβιανός να καθαιρεθεί και συρόμενος έξω από την εκκλησία, όπου συνεδρίαζε η σύνοδος, να φονευθεί].Αυτά είναι έργο των συνόδων και όχι των βασιλέων, όπως είπε ο Κύριος: «Όπου συναχθούν δύο ή τρεις στο όνομα μου, βρίσκομαι εκεί ανάμεσά τους» [ βλ. Ματθ.18,20: «Ο γάρ εσι δύο τρες συνηγμένοι ες τ μν νομα, κε εμι ν μέσ ατν(:Διότι όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι για μένα και για σκοπούς σύμφωνους με το θέλημά μου, εκεί είμαι κι εγώ μεταξύ τους, για να τους εισακούω, να τους εμπνέω, να τους οδηγώ και να τους προστατεύω)»·

Ο Χριστός δεν έδωσε την εξουσία να δένουν και να λύνουν τις αμαρτίες στους βασιλείς, αλλά στους αποστόλους και στους διαδόχους τους και στους ποιμένες και διδασκάλους. «Ακόμα και αν άγγελος», λέγει ο απόστολος Παύλος, «σάς κηρύξει άλλο Ευαγγέλιο από εκείνο που παραλάβατε[βλ. Γαλ.1,8-9: «λλ κα ἐὰν μες γγελος ξ ορανο εαγγελίζηται μν παρ᾿ εηγγελισάμεθα μν, νάθεμα στω. ς προειρήκαμεν, κα ρτι πάλιν λέγω· ε τις μς εαγγελίζεται παρ᾿ παρελάβετε, νάθεμα στω (:Αλλά να ξέρετε το εξής: Ακόμη κι αν εμείς οι απόστολοι ή κι ένας άγγελος από τον ουρανό σας κηρύττει άλλο ευαγγέλιο, διαφορετικό από εκείνο που σας κηρύξαμε, ας είναι  αναθεματισμένος και χωρισμένος για πάντα από τον Χριστό. Όπως σας είχαμε πει και παλαιότερα, όταν ήμασταν μαζί σας, έτσι και τώρα πάλι σας λέω: Εάν κανείς σας κηρύττει διαφορετικό ευαγγέλιο από εκείνο που διδαχθήκατε από μένα, ας είναι αναθεματισμένος και χωρισμένος από τον Χριστό)»].

Τα παρακάτω ας τα αποσιωπήσουμε από επιείκεια, περιμένοντας την επιστροφή τους.

Αν όμως δούμε ότι η διαστροφή τους είναι χωρίς επιστροφή, τότε θα προσθέσουμε και το υπόλοιπο· αλλά ας το απευχηθούμε κάτι τέτοιο.

67. Εάν κάποιος μπει σε ένα σπίτι, στο οποίο κάποιος ζωγράφος ζωγράφισε στους τοίχους με χρώματα την ιστορία του Μωυσή και του Φαραώ, και έπειτα συμβεί να ρωτήσει γι’ αυτούς που διέσχισαν τη θάλασσα σαν να ήταν ξηρά, «Ποιοι είναι αυτοί;», τι θα απαντήσεις δεχόμενος την ερώτηση; Δεν θα πεις, «ο λαός του Ισραήλ»;. «Ποιος χτυπά τη θάλασσα με το ραβδί;». Δεν θα του πεις: «Ο Μωυσής»;

Έτσι και αν κάποιος εικονίσει το Χριστό σταυρωμένο και ερωτηθεί: «Ποιος είναι αυτός;» θα απαντήσει: «ο Χριστός ο Θεός, ο οποίος σαρκώθηκε για μας». Ναι, Δέσποτα, προσκυνώ όλα τα δικά Σου πράγματα, και με διακαή πόθο αγκαλιάζω τη θεότητα, τη δύναμη, την αγαθότητα, την ευσπλαχνία για μένα, τη συγκατάβαση, τη σάρκωση, τη σάρκα. Και όπως φοβάμαι να αγγίξω το πυρακτωμένο σίδερο, όχι εξαιτίας της φύσεως του σίδερου, αλλά εξαιτίας της φωτιάς που είναι ενωμένη με αυτό, έτσι προσκυνώ τη σάρκα σου, όχι εξαιτίας της φύσης της σάρκας, αλλ’ εξαιτίας της θεότητας που είναι υποστατικά ενωμένη με αυτήν.

Προσκυνούμε τα πάθη Σου. Ποιος είδε να προσκυνείται ο θάνατος; Ποιος είδε πάθη σεπτά; Όμως πράγματι προσκυνούμε τον σωματικό θάνατο του Θεού μου και τα σωτήρια πάθη, προσκυνούμε την εικόνα Σου˙προσκυνούμε όλα τα δικά Σου πράγματα, τους υπηρέτες, τους φίλους και πριν από αυτούς την μητέρα την Θεοτόκο.

Γι’ αυτό ικετεύω τον λαό του Θεού, το έθνος το άγιο, να κρατήσει γερά τις εκκλησιαστικές παραδόσεις· γιατί η παραμικρή αφαίρεση από αυτά που μας έχουν παραδοθεί, σαν να αφαιρούμε λιθάρια από οικοδομή, γρήγορα θα γκρεμίσει ολόκληρη την οικοδομή. Είθε λοιπόν να παραμένουμε σταθεροί, άκαμπτοι, ακλόνητοι, στηριγμένοι πάνω σε ασφαλή πέτρα, που είναι ο Χριστός, στον Οποίο αρμόζει δόξα, τιμή και προσκύνηση, μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους απέραντους αιώνες. Αμήν.

ΠΡΟΣ ΔΟΞΑΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΡΙΑΔΙΚΟΥ ΘΕΟΥ,

επιμέλεια κειμένου: Ελένη Λιναρδάκη, φιλόλογος

ΠΗΓΕΣ:

  • https://www.documentacatholicaomnia.eu
  • Ιωάννου Δαμασκηνού Έργα, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, ομιλία Α΄, πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»(ΕΠΕ), εκδ. οίκος «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1990, τόμος 3, σελίδες 20-105.
  • Π. Τρεμπέλα, Η Καινή Διαθήκη με σύντομη ερμηνεία (απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2014.
  • Η Καινή Διαθήκη, Κείμενον και ερμηνευτική απόδοσις υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τριακοστή τρίτη, Αθήνα 2009.
  • Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους εβδομήκοντα, Κείμενον και σύντομος απόδοσις του νοήματος υπό Ιωάννου Κολιτσάρα, εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Η Ζωή», έκδοση τέταρτη, Αθήνα 2005.
  • Η Παλαιά Διαθήκη μετά Συντόμου Ερμηνείας, Παναγιώτης Τρεμπέλας, Αδελφότης Θεολόγων «Ο Σωτήρ», Αθήνα, 1985.
  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-palaia-diathiki/
  • https://www.agia-aikaterini-larissis.com/agia-grafi-kaini-diathiki/
  • Π.Τρεμπέλα, Το Ψαλτήριον με σύντομη ερμηνεία(απόδοση στην κοινή νεοελληνική), εκδόσεις αδελφότητος θεολόγων «Ο Σωτήρ», έκδοση τρίτη, Αθήνα 2016.
  • http://www.greek-language.gr/
  • http://users.sch.gr/
  • http://users.sch.gr/
 


Print-icon 


Εγγραφή στο κανάλι μας στο Viber
Login-iconLogin
active³ 5.4 · IPS κατασκευή E-shop · Όροι χρήσης